Του Αθανάσιου Χ. Παπανδρόπουλου
Ο καθηγητής Victor David Hanson είναι από τους λίγους ιστορικούς του πολέμου και, στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας όπου διδάσκει, θεωρείται από τους κορυφαίους ειδικούς της πολεμικής ανάλυσης.
Εξάλλου, το βιβλίο του «Η Κουλτούρα της Ανθρωποσφαγής» (Carnage and Culture, 2001) θεωρείται από τα σημαντικότερα στο είδος του γιατί, με αφετηρία την Αρχαία Ελλάδα, περιγράφει ποια είναι η κυρίαρχη πολεμική φιλοσοφία της Δύσης σε σύγκριση με άλλες παρεμφερείς φιλοσοφίες.
Με αφορμή λοιπόν την πρόσφατη ανθρωποσφαγή αθώων στο Παρίσι, ο καθηγητής Hanson, απαντώντας σε διαδικτυακή μας ερώτηση, μας είπε ότι η Δύση πρέπει να καταλάβει πως ο νέος παγκόσμιος πόλεμος δεν είναι σαν τους προηγούμενους. Κατά κύριο δε λόγο απέχει πολύ από τη δυτική λογική και άρα από τα δυτικά κριτήρια αξιολόγησής του.
«Οι ισλαμιστές γνωρίζουν σε επίπεδο ηγεσίας τους, γιατί οι άλλοι δεν καταλαβαίνουν τίποτε, ότι έναν τακτικό πόλεμο με τη Δύση δεν έχουν καμία απολύτως δυνατότητα να τον κερδίσουν. Ακολουθούν έτσι μία εντελώς διαφορετική τακτική, η οποία για την ώρα έχει αρκετές επιτυχίες. Κατ’ αρχήν, προκαλούν φόβο. Δεύτερον, έχουν ιδεολογικούς συμμάχους στο εσωτερικό της Δύσης και την ενοχοποιούν. Τρίτον, αξιοποιούν το κράτος δικαίου που ισχύει στον δυτικό κόσμο και παίζουν πολύ με τις ηλιθιότητες της πολιτικής ορθότητας. Υπό παρόμοιες συνθήκες, αν χώρες όπως η Γαλλία δεν αντιδράσουν ιδεολογικά και φιλοσοφικά απέναντι στην ισλαμική πανώλη, η κατάσταση θα πάρει άσχημες διαστάσεις, για πολλούς λόγους…».
Από την άποψη αυτή, επανήλθαν στο προσκήνιο και επανεξετάζονται από Γάλλους και Γερμανούς οι προ δεκαμήνου αποκαλύψεις του Γερμανού δημοσιογράφου Γιούνκερ Τοντενχέφερ, ο οποίος είχε καταφέρει να διεισδύσει στο Ισλαμικό Κράτος του Ιράκ και να φέρει στην επιφάνεια στοιχεία που αφορούν κυρίως την ιδεολογία των τζιχαντιστών που πραγματοποιούν τυφλά χτυπήματα. Κατά τον Γ. Τοντενχέφερ, οι τζιχαντιστές «είναι πραγματικές μηχανές θανάτου».
Αυτό που εντυπωσιάζει στους νέους μισθοφόρους που πηγαίνουν από τη Δύση στο Ισλαμικό Κράτος, λέει, είναι η απόλυτη επιθυμία τους να σκοτώνουν.
Οι άνθρωποι αυτοί θεωρούν ότι η «θρησκευτική γενοκτονία» είναι ύπατος σκοπός στη ζωή τους και είναι αποφασισμένοι να κάνουν τα πάντα για να ανταποκριθούν στην αποστολή τους …
«Η Αλ Κάιντα δεν είναι τίποτε μπροστά στη θηριωδία και τον φανατισμό των ισλαμιστών που θέλουν να αναβιώσουν το Χαλιφάτο… Δυστυχώς, δε, η Δύση δεν δείχνει να γνωρίζει πώς μπορεί να αντιμετωπίσει το φαινόμενο αυτό». Φαινόμενο το οποίο, κατά τον Γερμανό δημοσιογράφο, έχει ποικίλες πτυχές και που σε καμία περίπτωση δεν αντιμετωπίζεται με τις παραδοσιακές δυτικές στρατιωτικές μεθόδους.
Είναι επίσης σημαντικό να υπογραμμιστεί στο σημείο αυτό ότι πίσω από τους ισλαμιστές που «οραματίζονται» το Χαλιφάτο υπάρχει μία ψυχρή δολοφονική οργάνωση που διαχειρίζεται τεράστια κεφάλαια και σήμερα είναι κυρίαρχη στον χώρο του παγκόσμιου οικονομικού εγκλήματος. Από το δουλεμπόριο έως την προώθηση ναρκωτικών, το Ισλαμικό Κράτος κάθεται και πάνω σε σημαντικά πετρελαϊκά αποθέματα στην περιοχή της Μοσούλης στο Ιράκ, τα οποία και προωθεί σε μία καλά αναπτυγμένη παράλληλη αγορά.
Επίσης, άνθρωποι του Ισλαμικού Κράτους στρατολογούν -έναντι καλών αμοιβών- μισθοφόρους στη Δύση, κυρίως μεταξύ των ανέργων νέων μουσουλμάνων που είναι και σχετικά εύκολη λεία. Υπολογίζεται έτσι ότι από τη Γαλλία, το Βέλγιο, τη Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο έχουν «καταταγεί» στον άτυπο ισλαμικό στρατό περισσότεροι από 3.000 νέοι, που θεωρούνται και από τους πιο φανατικότερους τζιχαντιστές.
Στη συνέντευξή του στο γαλλικό Κανάλι 24, ο Γιούνκερ Τοντενχέφερ τόνισε ότι καθημερινά κάπου 50 νέοι από τη Δύση προσέρχονται στο Ισλαμικό Κράτος για τη σχετική «εκπαίδευση» και, μέσω αυτών, επιχειρείται η προσέλκυση πρόσθετων μισθοφόρων οι οποίοι καλούνται να αναλάβουν «ιερά αποστολή».
«Πρόκειται για πρωτοφανές φαινόμενο», είπε ο Γερμανός δημοσιογράφος, για να προσθέσει ότι είδε ο ίδιος Γερμανό πτυχιούχο της Νομικής να εγκαταλείπει τη χώρα του και το πτυχίο του για να προσχωρήσει στους τζιχαντιστές.
Από την πλευρά του, ο Γάλλος δημοσιογράφος και συγγραφέας Γκιγιόμ Φο, που πρόσφατα έγραψε ένα βιβλίο για τον μυστηριώδη θάνατο του Γιάσερ Αραφάτ, υπογραμμίζει ότι η στρατολόγηση τζιχαντιστών νέων στη Γαλλία διευκολύνεται και από κηρύγματα των ιμάμηδων στα διάφορα τζαμιά -τα οποία όλο και περισσότερο εξελίσσονται σε χώρους θρησκευτικής προπαγάνδας.
Επίσης, ο Γκ. Φο επισημαίνει ότι στα προάστια (banlieux) των μεγάλων γαλλικών πόλεων που κατοικούνται από μουσουλμάνους, έχουν αναπτυχθεί ισλαμικές μαφίες οι οποίες, πέρα από το παράνομο εμπόριο στο οποίο επιδίδονται, χρησιμοποιούν εκβιαστικά και άλλα μέσα, ώστε οι νέοι να αποθαρρύνονται να πηγαίνουν σχολείο και γενικά να σπουδάζουν -και έτσι να γίνεται ευκολότερη η στρατολόγησή τους τόσο σε παράνομες δραστηριότητες όσο και στις τάξεις των τζιχαντιστών.
«Τα κυκλώματα αυτά είναι πανίσχυρα και πάγια τακτική τους είναι οι νέοι που ζουν στα προάστια αυτά να παραμένουν αμόρφωτοι και άνεργοι. Αποτελούν έτσι πολύτιμη εφεδρεία για τους μαφιόζους, οι οποίοι διατηρούν στενές σχέσεις με τους τζιχαντιστές της Συρίας και του Ιράκ», τονίζει ο Γκ. Φο.
Την άποψη αυτή προεκτείνει ο δημοσιογράφος Μπααρ Κοσέ του τηλεοπτικού δικτύου Φρανς-24, ο οποίος επίσης κατάφερε να έλθει σε επαφή με τζιχαντιστές στη Συρία, τονίζοντας ότι οι ισλαμιστές θέλουν όντως να δημιουργήσουν μία κρατική οντότητα στη Μέση Ανατολή και ότι για την ώρα πρώτη τους προτεραιότητα δεν είναι η επίθεση κατά της Δύσης, αλλά η εξόντωση των δημοκρατών μουσουλμάνων. Υπό αυτή την έννοια, η περίφημη Αραβική Ανοιξη υπήρξε μία πρώτης τάξεως ευκαιρία για τους τζιχαντιστές να επιβληθούν στην ανοργάνωτη κατά του καθεστώτος Ασαντ στη Συρία αντιπολίτευση και να δολοφονήσουν τα πιο έμπειρα και δυναμικά στελέχη της.
Επίσης, πολλοί ειδικοί της διεθνούς τρομοκρατίας, όπως ο καθηγητής Ζαν-Σαρλ Μπριζάρ, υποστηρίζουν ότι οι τζιχαντιστές χρησιμοποιούν με μοναδική αποτελεσματικότητα τα ηλεκτρονικά μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Κατά συνέπεια, οι δυτικές χώρες θα πρέπει να βρουν και αυτές πειστικούς τρόπους αντιμετωπίσεως της ισλαμικής προπαγάνδας -η οποία γνωρίζει πολύ καλά την τέχνη να κρύβει το πραγματικό απεχθές πρόσωπό της.
Οπως μας είπε προσφάτως ο Γάλλος καθηγητής, μια τέτοια πρωτοβουλία απαιτεί μεγάλη προσοχή και προσπάθεια οι νέοι να πληροφορηθούν την πραγματική φύση του τζιχαντισμού και να καταλάβουν ότι εν τέλει είναι τα προσεχή θύματά του. Θα πρέπει, επίσης, να συνειδητοποιήσουν ότι αυτός που μπαίνει στις τάξεις των τζιχαντιστών δεν έχει δρόμο επιστροφής -παρά μόνον νεκρός.
Παράλληλα, είναι πλέον ανάγκη ο δυτικός κόσμος να αναλάβει συντονισμένες πρωτοβουλίες για την καταπολέμηση του οικονομικού εγκλήματος σε παγκόσμιο επίπεδο, γιατί αυτό το τελευταίο αποτελεί τη σοβαρότερη πλέον πηγή χρηματοδοτήσεως της διεθνούς τρομοκρατίας.
Για την ώρα, πάντως, το θέμα της φυγής νέων Ευρωπαίων στη Συρία και στο Ιράκ δεν φαίνεται να απασχολεί σε συλλογικό επίπεδο την Ευρώπη, στους κόλπους της οποίας πρέπει να υπάρχουν και διαφωνίες ως προς την αντιμετώπιση του σοβαρού αυτού προβλήματος.
Το ίδιο ισχύει και με την ανάπτυξη της ισλαμικής τρομοκρατίας στην Κεντρική Αφρική και στη Νιγηρία, όπου η οργάνωση Μπόκο Χαράμ έχει αποκτήσει μεγάλη δύναμη και ελέγχει σημαντικές πλουτοπαραγωγικές πηγές. Σημειώνουμε δε ότι από γεωγραφικής πλευράς, η Μπόκο Χαράμ ελέγχει έκταση ίση με την αντίστοιχη της Γαλλίας στην Ευρώπη!
Είναι, συνεπώς, κατάδηλο ότι το 2016, μετά τη σφαγή του Παρισιού, θα είναι ένα αποφασιστικό έτος για την αντιμετώπιση του ακραίου ισλαμισμού -ένα μαφιοθρησκευτικό φαινόμενο το οποίο ξεφεύγει από τα γνωστά πολιτικά πλαίσια, γι’ αυτό και είναι εξαιρετικά επικίνδυνο. Ως εκ τούτου, η μη αφύπνιση απέναντι στον διαβρωτικό και βίαιο χαρακτήρα του μόνον οδυνηρές περιπέτειες επιφυλάσσει.