Γιάννης Μακριδάκης
Είμαι στο πλοίο “Νήσος Μύκονος” σε ταξίδι από Χίο για Ικαρία. Μόλις ανέβηκα μου είπε ο καμαρώτος σκάλας να περάσω από τη ρεσεψιόν για να μου αλλάξουν το εισιτήριο και να πάω δωρεάν πρώτη θέση. Κάτι ψυλλιάστηκα. Του είπα όμως ότι θέλω να κάτσω στο κατάστρωμα και ανέβηκα πάνω.
Το βαπόρι γεμάτο πρόσφυγες, τους οποίους οι καμαρώτοι φορώντας γάντια κατευθύνουν αμέσως προς το κατάστρωμα. Το ίδιο γίνεται τώρα που πιάσαμε Σάμο.
Μια ξανθιά σαραντάρα φωνάζει στην παρέα της περήχαρη “ελάτε, ελάτε, μας πάνε στην πρώτη θέση γιατί έχει πολλούς λαθρομετανάστες!” και μια άλλη πιο ηλικιωμένη φωνάζει σε έναν γνωστό της καμαρώτο: “Μανώλη γιατί δεν φοράς γάντια; Μην τους ακουμπάς βρε παιδάκι μου!”
Το μισό βαπόρι είναι μες στη βρώμα, στις τουαλέτες δεν μπορείς να πλησιάσεις. Προφανώς δεν το καθαρίζουν καθόλου διότι το προορίζουν για τους πρόσφυγες, οι οποίοι βέβαια πληρώνουν κανονικά εισιτήριο αλλά αντιμετωπίζονται σαν κτήνη.
Μόνον το μπαρ τους έχουν ανοιχτό στο κατάστρωμα και τους πουλάνε πανάκριβα χάμπουργκερ, κοκακόλες και καφέδες.
Οι άνθρωποι πληρώνουν αλλά εισπράττουν τη σιχαμάρα και τον ναζισμό των σιχαμένων νεοελλήνων. Πληρώματος και επιβατών. Αποκτηνωμενα κατακάθια της ανθρωπότητας συνταξιδεύουν μαζί μου αλλά στην πρώτη θέση όλοι τους.
Στο κατάστρωμα είμαστε μόνοι εγώ, η παρέα μου, οι πρόσφυγες και ο σκύλος μας κι έρχονται αμέτρητα τα προσφυγόπουλα ξυπόλητα ή με παπούτσια φθαρμένα όλα τους όμως γελαστά και τον ταίζουν κουλούρια …