Είναι (καθημερινά αποδεικνύεται από τον χορό των δήθεν οιμωγών της αντιπολίτευσης) απροσμέτρητη η ζημιά που έχει προκαλέσει στην πολιτική σταθερότητα στη χώρα η δήλωση Βενιζέλου ότι « …δεν μπορεί να παρακολουθείται βουλευτής ή ευρωβουλευτής και κατά μείζονα λόγο αρχηγός κόμματος για λόγους «εθνικής ασφαλείας» ενδογενείς ή πολύ περισσότερο «εισαγόμενους». Τέτοιες δικαιολογίες είναι εξίσου κακές και βλαπτικές με την πράξη καθεαυτήν».
ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΥΦΑΝΤΗ
Πίσω από την δήθεν δημοκρατική νομιμοφάνεια ( κανείς λόγος περί νομιμοποίησης) αυτής της εξαιρετικά περίεργης εκτίμησης, όμοια της δεν απαντάται σε κανένα σοβαρό κράτος στον πλανήτη, έχουν συσπειρωθεί και «εργάζονται σκληρά για να ανατρέψουν την εκλεγμένη κυβέρνηση ακόμη και με κοινοβουλευτικό πραξικόπημα» ισχυρότατα παραδοσιακά επιχειρηματικά συμφέροντα που «απέχουν» από την «κουτάλα» του Ταμείου Ανάκαμψης και βλέπουν νέες δυνάμεις να απειλούν την απόλυτη εξουσία τους στον τόπο, σταλινογενείς νέας εκδοχής πρόθυμοι συνεργάτες της Ζαχάροβα, νεόκοποι σοσιαλίζοντες πρόεδροι –προϊόντα του κομματικού σωλήνα (παρέα με μερικά σοσιαλιστικά μειράκια) και ένα ετερόκλητο πλήθος εμμονικών, ιδεοληπτικών, επαγγελματιών της αδύνατης επανάστασης και κρατικοδίαιτων βολεμένων.
Όλοι «ομού κι αντάμα» έχουν αναγάγει μια καθόλα νόμιμη διαδικασία, την οποία επιμελήθηκε αρμόδιος εισαγγελέας (όπως ο νόμος ΣΥΡΙΖΑ όριζε για την επίμαχη περίοδο), σε «μητέρα όλων των μαχών» με μοναδικό στόχο την βίαιη αλλαγή της επιβεβαιωμένης με την ψήφο του λαού (Ιούλιος 2019) κοινοβουλευτικής τάξης.
Δεν διστάζουν, μάλιστα, να παραδεχτούν πως βολεύονται «και με λιγότερο ουρανό», δηλαδή με την εκδίωξη Μητσοτάκη, τον διορισμό, μέσω της κοινοβουλευτικής διαδικασίας, νέου πρωθυπουργού ( προφανώς ενός που θα «ακούει» καλά και θα «υλοποιεί» ακόμη καλύτερα) και την διεξαγωγή εκλογών σε ένα νέο σκηνικό, με το βασικό πρωταγωνιστή της τελευταίας τριετίας ακυρωμένο και εκδιωγμένο να ιδιωτεύει και να έχει καταστεί αποσυνάγωγος και να έχει ελευθερώσει το γήπεδο «για να παίξουν μπάλα Τσιπραίοι κι Ανδρουλάκηδες», υπό τις ιαχές του πλήθους των Βελοπουλο-Βαρουφάκηδων.
Όλη αυτή η πολιτική αντάρα που απειλεί ευθέως την πολιτική σταθερότητα στη χώρα σε μια περίοδο τρομακτικών, για τον μέλλον της Ευρώπης και της περιοχής της Ανατολικής Μεσογείου, αλλαγών και θέτει σε άμεση διακινδύνευση κατακτήσεις και επιτυχίες μιας ολόκληρης τριετίας που έφεραν την Ελλάδα στο προσκήνιο των τεκτονικών αλλαγών στην περιοχή με θετικότατο πρόσημο εδράζεται, «νομιμοποιείται» και έλκει την όποια δυναμική της από την δήλωση Βενιζέλου, με την οποία (είναι σαφές πλέον) ο πρώην υπουργός «πήρε την εκδίκηση που ήθελε από το Μητσοτακέϊκο» για λόγους που ο ίδιος γνωρίζει και στη συνέχεια λούφαξε για να απολαύσει το αποτέλεσμα των «κόπων του».
Η εικόνα ενός τμήματος του ελληνικού κοινοβουλίου, διαμορφωμένου από τα αποκόμματα της Κουμουνδούρου, τα σοσιαλιστικά απολιθώματα της Χαριλάου Τρικούπη, τους γραφικούς ταβλαδόρους συνοδοιπόρους του Κρίτωνα Αρσένη «με τις φάλαινες» και κάθε τι παραδομένο στο δήθεν αριστερό ηθικό πλεονέκτημα, να ωρύεται στις συνεδριάσεις των επιτροπών, να μεταδίδει παράνομα απευθείας τις συζητήσεις στο κομματικό του έντυπο, να παριστάνει στη συνέχεια τον ανήξερο και να διεκδικεί την κυβερνητική ανατροπή μέσα από μια «προοδευτική συνεργασία» είναι εξαιρετικά ανησυχητική, στην ουσία επικίνδυνη και αποδεικνύει τον ακραίο τυχοδιωκτισμό της εγχώριας αριστεράς σε όλες τις εκδοχές της και την δομική στάση της υπέρ των συμφερόντων (ιδιωτικών και κρατικών) επιχειρηματιών και κρατών στην περιοχή με τα οποία συνδέεται ιστορικά με δεσμούς αίματος.
Το γεγονός πως μέσα στον χαμό έκαναν αίτημα να μάθουν αν παρακολουθούνται ένας Χρυσόγελος κι ένας Βελόπουλος είναι η κωμική πλευρά μιας πολύ σοβαρής υπόθεσης, για την οποία όμως περισσεύει το γέλιο, καθώς αποδεικνύει τα ανεξάντλητα όρια της αντιπολίτευσης στην επιθυμία της να ανατρέψει την κυβέρνηση, αν αυτό δεν είναι εφικτό να προκαλέσει αλλαγή πρωθυπουργού «πάση θυσία».
Γελάνε και τα μουστάκια των υπέργηρων του εγχώριου επιχειρείν με την τροπή που έχουν πάρει τα πράγματα και το άκρατο μίσος που εγκαταστάθηκε στο κέντρο της πολιτικής σκηνής κι οδηγεί τις εξελίξεις (έτσι πιστεύει).
Με βάση την διαμορφωμένη εικόνα ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει δύο, στην ουσία, επιλογές: Η πρώτη να δεχθεί την πρόκληση και να πάει σε εκλογές εν μέσω μιας κατασκευασμένης δήθεν «θύελλας», ώστε να αναμετρηθεί η κοινή λογική τη αστικής δημοκρατίας με τις σαπισμένες αριστερές «δημοκρατικές ευαισθησίες» που βρωμάνε μούχλα και ναφθαλίνη.
Η δεύτερη, να αντεπιτεθεί θεσμικά και πολιτικά και να διασφαλίσει όλες εκείνες τις αλλαγές τόσο στο πεδίο όσο και στα πρόσωπα που θα αποδυναμώσουν ( δεν μπορούν να εξαφανίσουν) τις νεοσταλινικές αιτιάσεις και τις σοσιαλίζουσες δήθεν «ανησυχίες», προμαχώντας υπέρ της απαραίτητης πολιτικής σταθερότητας, την οποία τόσο πολύ ανάγκη έχει η χώρα.
Και στις δύο περιπτώσεις είναι σαφές πως θα κερδίσει, το 2022 δεν είναι 1993 κι οι Τσιπραίοι με τους Ανδρουλάκηδες δεν είναι Ανδρέας Παπανδρέου, ούτε ο Κυριάκος είναι Κωνσταντίνος Μητσοτάκης.