Γράφει ο Αναστάσιος Λυμπερίου, Αναλυτής ΚΕΔΙΣΑ
Η κρίση που αντιμετωπίζει σήμερα η Ευρώπη με το πρόβλημα των μεταναστευτικών/προσφυγικών ροών και η αδυναμία των κρατών μελών της να εφαρμόσουν μια κοινή γραμμή για την επίλυση του, έχουν επαναφέρει στο δημόσιο διάλογο τα δομικά προβλήματα του Ευρωπαϊκού οικοδομήματος και τις αστοχίες που έγιναν κατά το παρελθόν.
Μια από τις αρνητικές εξελίξεις στην πορεία της Ευρωπαϊκή Ένωσης είναι η αποτυχία της ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Αμυντικής Κοινότητας (ΕΑΚ) και οι επιπτώσεις αυτού του εγχειρήματος στη μετέπειτα πορεία της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης.
Το σχέδιο σύστασης της ΕΑΚ προτάθηκε στις αρχές της δεκαετίες του 1950, (1952) από τον Πρόεδρο της Εθνοσυνέλευσης της Γαλλίας René Pleven, ενώ είχε ήδη γίνει μία σχετική πρόταση από τον Πρωθυπουργό της Αγγλίας Winston Churchill για τη δημιουργία ενιαίου ευρωπαϊκού στρατού.[1] Βασικός στόχος της ΕΑΚ θα ήταν ο σχηματισμός μίας αμυντικής δύναμης πανευρωπαϊκά, περιλαμβάνοντας τη Γαλλία, την Ιταλία, τη Δυτική Γερμανία, το Λουξεμβούργο, το Βέλγιο και την Ολλανδία, ενώ κύρια αφορμή για τη σύστασή της ήταν η πρόταση του ΝΑΤΟ για προσχώρηση της Γερμανίας σε αυτό με σκοπό την χρήση του στρατιωτικού της δυναμικού σε περίπτωση σύγκρουσης με τη Σοβιετική Ένωση [2].
Το σχέδιο αυτό για τη δημιουργία της ΕΑΚ (European Defense Community) αποτέλεσε ουσιαστικά την πρώτη προσπάθεια για τη διαμόρφωση κοινής πολιτικής στην άμυνα και τις εξωτερικές σχέσεις της Ευρώπης. Σκοπός της ήταν οι αμυντικές δυνάμεις της Ευρώπης να οργανώνονται και να διοικούνται από τα ευρωπαϊκά όργανα ως βοήθεια στην Ατλαντική Συμμαχία και χωρίς αυτόνομη μεμονωμένη λειτουργία ανά ευρωπαϊκό κράτος.[3]
Στο θέμα της θεσμικής και πολιτικής οργάνωσης της Ευρώπης οι δύο προτεραιότητες ήταν αφενός η αποφυγή της αμερικάνικης ηγεμονίας και αφετέρου η αποτροπή επανάληψης ηγεμονικών τάσεων εκ μέρους της Γερμανίας. Ταυτόχρονα, υπήρξε σαφής αποκήρυξη της υπερεθνικότητας ή κάθε άλλης μορφής διεθνισμού. Η ευρωπαϊκή και ατλαντική πολιτική βρισκόταν σε άμεση συνάρτηση με το στόχο της κατάκτησης και της κατοχύρωσης ισχυρής θέσης και ρόλου στο διεθνές σύστημα. Η Ατλαντική συμμαχία με τη μορφή που είχε πάρει τη δεκαετία του 1950 θεωρούνταν ως το εργαλείο στρατιωτικής και πολιτικής υποταγής της Δυτικής Ευρώπης στις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ οι Γάλλοι ασκούσαν κριτική στη μετατροπή του Τρίτου Κόσμου σε πεδίο ανταγωνισμού, χώρο στον οποίο η Γαλλία επιφυλασσόταν να ασκεί αυτόνομη πολιτική σύμφωνα με τις δικές της αντιλήψεις περί διεθνών σχέσεων και σύμφωνα με τα δικά της εθνικά συμφέροντα. [4]
Η αποτυχία της επίτευξης του σχεδίου της ΕΑΚ (που οφείλεται κυρίως στην καταψήφισή του από το Γαλλικό Κοινοβούλιο λόγω του φόβου για επανα-εξοπλισμό της Γερμανίας), ακολουθήθηκε από μία νέα πρόταση από την πλευρά της Μεγάλης Βρετανίας, με σκοπό τη δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού οργανισμού, μέσα από την ένταξη της Γερμανίας και της Ιταλίας στην πενταμελή Συνθήκη των Βρυξελλών (1948)[5] και τη δημιουργία της Δυτικοευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ – Western European Union, WEU). Η πρόταση αυτή επισφραγίστηκε με την σύναψη της Συμφωνίας του Παρισιού (1954), που με τη Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση παρείχε στη Γερμανία τη δυνατότητα επανα-εξοπλισμού, ενώ αποτελούσε ένα αρκετά πιο μετριοπαθές σχέδιο σε σχέση με την ΕΑΚ, καθώς ουσιαστικά τα αμυντικά ζητήματα της Ευρώπης ορίζονταν από το ΝΑΤΟ. [6]
Με αυτό τον τρόπο, η αποτυχία του σχεδίου δημιουργίας της ΕΑΚ κατέδειξε την αδυναμία της Ευρώπης για μία ενιαία αμυντική πολιτική, σε αντίθεση με την ενοποίηση της οικονομίας των Ευρωπαϊκών χωρών, καθώς και τα προβλήματα της ένωσης πολιτικού και αμυντικού επιπέδου, ειδικά μετά την αποδοχή των περισσότερων ευρωπαϊκών κυβερνήσεων (εκτός από τη Γαλλική) του ατλαντικού πλαισίου ασφάλειας και άμυνας[7].Η αποδοχή και πραγματοποίηση του σχεδίου της ΕΑΚ ουσιαστικά θα αποτελούσε τον πρώτο πανευρωπαϊκό στρατό, με επιμέρους έθνη και με στρατεύματα από την Ιταλία, το Βέλγιο, τη Γαλλία, την Ολλανδία, το Λουξεμβούργο και τη Γερμανία (χωρίς έλεγχο του Γερμανικού στρατού, υπό τον φόβο της επιστροφής της στον μιλιταρισμό), καθώς και κοινό προϋπολογισμό, και συγκεντρωτικές στρατιωτικές προμήθειες για τα μέλη της.[8] Έτσι, η πλήρης αποδοχή των αμυντικών δομών και της πολιτικής του ΝΑΤΟ από την Ευρώπη σήμαινε τον αποκλεισμό κάθε σχεδίου για τη δημιουργία ανεξάρτητης ΕΑΚ.
Αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής και της απόρριψης του σχεδίου για τη δημιουργία της ΕΑΚ, οδήγησε τα μέλη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ) να αναζητήσουν μία ενιαία εξωτερική πολιτική (μέσα από το σχέδιο Fouchet (1959 – 1962) για παράδειγμα), χωρίς όμως κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα, μέχρι τουλάχιστον τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Συνεργασίας (ΕΠΣ) (European Political Cooperation, EPC) (1969-1970), που ως βασικό σκοπό είχε να αναλάβει τις πολιτικές δραστηριότητες της ΔΕΕ, οδηγώντας στην αποδυνάμωσή της, και η οποία οδήγησε στη θεσμοθέτηση της ΚΕΠΠΑ (Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας) το 1992 .[9]
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, όμως, οι τεταμένες σχέσεις μεταξύ των ανατολικών και δυτικών χωρών και οι συνέπειες του Ψυχρού πολέμου, οδήγησαν ξανά σε σχέδια για τη δημιουργία ευρωπαϊκής ασφάλειας, ενώ η αποτυχία της ενσωμάτωσης των σχεδίων της άμυνας και της ασφάλειας στην Ευρωπαϊκή Πολιτική οδήγησε στην ανάληψη της υλοποίησής του από τη ΔΕΕ, που επισφραγίστηκε με τη Δήλωση της Ρώμης (Rome Declaration-1984).[10] Η Δήλωση της Ρώμης υπεγράφη από όλους τους Υπουργούς Εξωτερικών και Άμυνας των ενταγμένων κρατών στην ΔΕΕ, και ως κύριους στόχους είχε τη δημιουργία μίας ενιαίας αμυντικής ταυτότητας και πολιτικής για τα κράτη μέλη, λόγω της ανάγκης για ενίσχυση της ασφάλειας των δυτικών κρατών και βελτίωση της αμυντικής πολιτικής των χωρών της Ατλαντικής Συμμαχίας.[11] Ταυτόχρονα, πολιτικές πλευρές των ζητημάτων της ασφάλειας και της άμυνας εντάχθηκαν στην ΕΠΣ (1981), της οποίας η ατζέντα ενισχύθηκε, ενώ η πρώτη αναφορά σε αυτή πραγματοποιήθηκε το 1986 στην Κοινή Ευρωπαϊκή Πράξη (Single European Act), με στόχο τη δημιουργία μίας ενιαίας εξωτερικής πολιτικής από τα ευρωπαϊκά κράτη. Από το τέλος, όμως, του Ψυχρού Πολέμου, παρατηρείται μία αλλαγή της στάσης των Ηνωμένων Πολιτειών απέναντι στην ευρύτερη Ευρώπη, καθώς και μία μεταστροφή του ενδιαφέροντός τους προς άλλες περιοχές (Μέση Ανατολή κλπ.).
Αντίστοιχα, η Συνθήκη του Μάαστριχτ (1992) και οι εξελίξεις που συνδέονται με αυτή αποτελούν ουσιαστικά μία θεμελίωση των θεωριών των διεθνών σχέσεων για την άμυνα και την στρατηγική των ευρωπαϊκών κρατών. Πιο συγκεκριμένα, με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ ουσιαστικά θεσμοθετήθηκε η λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τρεις κεντρικούς τομείς, τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, την ΚΕΠΠΑ και τη ΣΔΕΥ (Συνεργασία για τους τομείς της Δικαιοσύνης και των Εσωτερικών Υποθέσεων).[12] Ταυτόχρονα, η Συνθήκη αυτή ουσιαστικά δρομολόγησε (και νομικά) τις διαδικασίες για κοινή οικονομική και νομισματική ολοκλήρωση στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Συνεργασίας (ΕΠΣ) και της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης (ΕΕΠ) [13], αλλά και για ζητήματα ενιαίας πολιτικής δικαιοσύνης, ασφάλειας και άμυνας, με κύριους βέβαια τομείς ενιαίας πολιτικής αυτούς της εξωτερικής πολιτικής και εξωτερικής ασφάλειας, καθώς η δημιουργία ενός ενιαίου συστήματος εξωτερικής πολιτικής και άμυνας από τα δυτικά ευρωπαϊκά κράτη αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για μία ευρωπαϊκή πολιτική ένωση.[14]
Αναφορικά με την ΚΕΠΠΑ, πιο συγκεκριμένα, οι διατάξεις που την αφορούν σχετίζονται τόσο με την πολιτική, όσο και με την ιστορική διάσταση, αλλά και την επιρροή του διεθνούς συστήματος στη θεσμοθέτηση κοινής εξωτερικής ευρωπαϊκής πολιτικής και ασφάλειας. Έτσι, η ΚΕΠΠΑ δημιούργησε τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση, ενώ οι θεσμικές ρυθμίσεις που την αφορούσαν αντανακλούσαν τις πολιτικές και εξουσιαστικές σχέσεις, αλλά και την ευρύτερη διαδικασία ενοποίησης των δυτικών ευρωπαϊκών κρατών.[15]Από την άλλη πλευρά, σημαντικό ζήτημα της ευρύτερης λειτουργίας της ΚΕΠΠΑ είναι η μετεξέλιξη των διαδικασιών λήψης αποφάσεων, των θεσμικών μεταρρυθμίσεων και προβληματικών, προκειμένου να δημιουργηθεί ένας ουσιαστικά ενιαίος φορέας αμυντικής και εξωτερικής πολιτικής, οδηγώντας ευρύτερα προς τον στόχο της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης. Στα πλαίσια αυτά, βασικά προβλήματα προς επίλυση και αδυναμίες της ΚΕΠΠΑ ήταν η ασαφής διάκριση μεταξύ των ενιαίων δράσεων των κρατών – μελών, καθώς και η σχέση της ΔΕΕ με το ΝΑΤΟ,[16] αλλά και ο σχετικός περιορισμός ανεξάρτητων πρωτοβουλιών που παρέχει στα κράτη – μέλη. Ταυτόχρονα, σημαντικό πρόβλημα αποτελεί η θεσμοθέτηση ενιαίας πολιτικής που να αφορά στο πεδίο της ασφάλειας.
Συμπερασματικά η Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση επηρεάστηκε σημαντικά από τους περιορισμούς που προέκυψαν από την διαίρεση του διεθνούς συστήματος σε μεμονωμένα ανομοιογενή κράτη, καθώς σημαντικό ρόλο σε όλες τις διαδικασίες της ολοκλήρωσης της ευρωπαϊκής ιδέας διαδραματίζει η ενοποίηση των κρατών – μελών με τη διατήρηση όμως του σεβασμού της εθνικής ταυτότητας του εκάστοτε κράτους. Η κοινοτική αυτή μέθοδος προϋποθέτει την ενοποίηση των κρατών – μελών στα πλαίσια της ομοφωνίας, της αλληλεγγύης και του αλληλοσεβασμού των εθνικών συμφερόντων των κρατών, αλλά ταυτοχρόνως και της ενιαίας Ευρώπης ευρύτερα. Σε αυτό το πλαίσιο, το κάθε κράτος – μέλος ανεξάρτητα και συνολικά όλα μαζί δημιουργούν τη δυναμική της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, για την επίτευξη της οποίας σημαντικός παράγοντας είναι η ασφάλεια των κρατών, η οργάνωση εθνικής στρατηγικής, αλλά και η σύσταση ενιαίων φορέων για την προστασία και άμυνα των κρατών, οδηγώντας σε μία ευρωπαϊκή συσσωμάτωση.
Η αποτυχία συγκρότησης της ΕΑΚ, λοιπόν, επηρέασε σε σημαντικό βαθμό την μετέπειτα πορεία της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης, δημιουργώντας ποικίλες δυσκολίες στο «δρόμο» προς τη δημιουργία ενιαίας ευρωπαϊκής πολιτικής κυρίως για αμυντικά και στρατηγικά ζητήματα. Εντούτοις, θετική εξέλιξη στην πορεία της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης αποτέλεσε η δημιουργία του θεσμού της ΚΕΠΠΑ, που ουσιαστικά αποτέλεσε το θεμέλιο λίθο της πολιτικής ολοκλήρωσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με κύρια στοιχεία την υπερεθνικότητα και το διακυβερνητισμό, αλλά και τη θεσμοθέτηση ενιαίας στρατηγικής εξωτερικής πολιτικής και άμυνας, ταυτόχρονα με την ενιαία οικονομική και κοινωνική πολιτική των κρατών – μελών, το οποίο σήμερα πάλι κλυδωνίζεται και αμφισβητείται με αφορμή τη προσφυγική κρίση από τις χώρες του Βαλκανικού διαδρόμου, τα κράτη της ομάδας Βίσεγκραντ (Ουγγαρία, Πολωνία, Σλοβακία, Τσεχία) και τη Διάσκεψη της Βιέννης.
Εν κατακλείδι, ακόμη και εάν τα επιτεύγματα της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης έλαβαν χώρα στο πλαίσιο ενός ανομοιογενούς κοινωνικού συνόλου το οποίο ανέπτυξε τη διαθεσμική συνεργασία στη βάση ωφελιμιστικών κριτηρίων και συμφερόντων και όχι στη βάση κοινωνικοπολιτικών συγκλίσεων, συλλογικότητας και ενιαίων θεσμών, τότε είναι πιθανό το ευρωπαϊκό οικοδόμημα να είναι τρωτό στις διεθνείς διακυμάνσεις και ευάλωτο σε ενδοευρωπαϊκές ανακατατάξεις, καθώς στερείται κρίσιμης εσωτερικής ομοιογένειας και συνοχής. Τα τελευταία χρόνια μάλιστα με την ανακοπή των διαδικασιών της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, των πολέμων στη Μέση Ανατολή, την αμφιθυμία της Βρετανίας, το έλλειμμα ηγεσίας σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες και ειδικά σήμερα εξαιτίας του προσφυγικού και του μεταναστευτικού προβλήματος και τις κραυγές από ακροδεξιούς και ακροαριστερούς κύκλους, το όραμα της Ολοκλήρωσης φαίνεται να απομακρύνεται.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση λοιπόν πρέπει να βρει άμεσα την ισορροπία της πριν ξετυλιχθεί το κουβάρι της απομυθοποίησης της με ανυπολόγιστες συνέπειες για την πορεία της.
[1] McInnes, 1992. Security and Strategy in the New Europe. London: Routledge.
[2] Χριστοδουλίδης, 2001: 55-56; Nugent, 2004: 82. Από την ευρωπαϊκή ιδέα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αθήνα: Σιδέρης
[3] Τσακαλογιάννης, 1996. Η πολιτική διάσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αθήνα: Παπαζήσης.
[4] Ήφαιστος, 2010: 112. Διπλωματία και Στρατηγική των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων Γαλλίας, Γερμανίας, Μεγάλης Βρετανίας. Αθήνα: Ποιότητα.
[5] Carlsnaes & Smith, 1994. (eds.) (1994). European Foreign Policy: the EC and Changing Perspectives in Europe. London: Sage Publications.
[6] Kegley & Wittkopf, 1995. World Politics. Trend and Transformation. New York: St. Martins Press.
[7] Χριστοδουλίδης, 2001: 57-58; Nugent, 2004: 82 Από την ευρωπαϊκή ιδέα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αθήνα: Σιδέρης
[8] Nugent, 2004. Πολιτική και διακυβέρνηση στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αθήνα: Σαββάλας.
[9] Carlsnaes & Smith, 1994. European Foreign Policy: the EC and Changing Perspectives in Europe. London: Sage Publications.
[10] Κουσκουβέλης, 1995. Διπλωµατία και Στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αθήνα: Παπαζήσης
[11] Carlsnaes & Smith, 1994. European Foreign Policy: the EC and Changing Perspectives in Europe. London: Sage Publications.
[12] Στεφάνου, 1992. Η Συνθήκη του Μάαστριχτ και οι Προοπτικές της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης, Επιθεώρηση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, 14- 15.
[13] Χριστοδουλίδης, 1993; Πασσάς & Δηµητρακόπουλος, 1995. Το Μετέωρο Βήµα. Η Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφαλείας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στο Χριστοδουλίδης, Θ. & Στεφάνου, Κ. (επιµ.), Η Συνθήκη του Μάαστριχτ. Συνθετική Θεώρηση. Αθήνα: Σιδέρης. Πασσάς, Α. & Δηµητρακόπουλος, Δ. (1995). Η Πολιτική Συνεργασία στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στο Μαραβέγιας, Ν. & Τσινισιζέλης, Μ. (επιµ.), Η Ολοκλήρωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Θεσµικές, Πολιτικές και Οικονοµικές Πτυχές. Αθήνα: Θεµέλιο.
[14] Στεφάνου, 1996;. Η Θεσµική Μεταρρύθµιση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αθήνα: Παπαζήσης. Ήφαιστος, 1994: 34-35Ευρωπαϊκή Άµυνα και Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση. Αθήνα: Οδυσσέας.
[15] Κουσκουβέλης, 1995). Διπλωµατία και Στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αθήνα: Παπαζήσης.
[16] Τσινισιζέλης, 1996: 55-60; Στεφάνου, 1996: 237-246. Θεωρία και Αναθεώρηση. Το Μετέωρο Βήµα της Ευρωπαϊκής Ένωσης?, Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήµης, 7.