Xωρίς ένα υγιές και αποτελεσματικό χρηματοπιστωτικό σύστημα και πλήρη πρόσβαση μιας οικονομίας στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίου, για απρόσκοπτη και σταθερή χρηματοδότηση, δεν μπορεί να υπάρξει ισχυρή και διατηρήσιμη οικονομική ανάκαμψη, αναφέρει σε άρθρο – παρέμβασή του ο πρόεδρος της Grant Thornton, Νίκος Καραμούζης. Σε χώρες όπως η Ελλάδα, βαρύνοντα ρόλο έχει το τραπεζικό σύστημα, όπου η χρηματοδότηση της οικονομίας εξαρτάται σε ποσοστό άνω του 90% από αυτό.
Στο πλαίσιο αυτό και υπό την πίεση της πανδημίας και το άγχος όλων των εμπλεκόμενων φορέων και των κυβερνώντων να μην καταρρεύσει η οικονομία, αποδίδονται στο τραπεζικό σύστημα ευθύνες ότι ολιγωρεί στη χρηματοδότηση της οικονομίας και στην εκταμίευση των διαθέσιμων πόρων μέσω των έκτακτων κυβερνητικών προγραμμάτων στήριξης νοικοκυριών και επιχειρήσεων, ακόμα και αν φέρουν τη μερική εγγύηση του Δημοσίου.
Αν εξετάσουμε τα πρόσφατα δημοσιευμένα στοιχεία από την Τράπεζα της Ελλάδος, η καθαρή χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας βελτιώνεται και μάλιστα επιταχύνεται τους τελευταίους μήνες (Ιούλιο +1,5%, έναντι +0,4% τον Ιούνιο). Η ίδια τάση καταγράφεται και στην Ευρωζώνη. Ατυχώς η χρηματοδότηση στην Ελλάδα επικεντρώνεται σε μεγάλο βαθμό στη στήριξη των μεγάλων κυρίως επιχειρήσεων (αύξηση της χρηματοδότησης μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων 6,5% τον Ιούλιο, από 3,8% τον Ιούνιο), αλλά η χρηματοδότηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων είναι μόνο οριακά θετική, ενώ ακόμα και πρόσφατα η καθαρή χρηματοδότηση ελεύθερων επαγγελματιών, αγροτών και ατομικών επιχειρήσεων, καθώς και του συνόλου των νοικοκυριών, παραμένει σε αρνητικό έδαφος. Η καθαρή μεταβολή των τραπεζικών χρηματοδοτήσεων αντανακλά μια σειρά από παράγοντες που τη διαμορφώνουν. Την προσφορά αλλά και τη ζήτηση δανείων, τη «διάθεση» των τραπεζών για ανάληψη κινδύνων (risk aversion), την αυστηρότητα των εποπτικών και λογιστικών κανόνων κεφαλαιακής επάρκειας, τη διαθεσιμότητα εναλλακτικών πηγών χρηματοδότησης και την τρέχουσα χρηματοοικονομική κατάσταση επιχειρήσεων και νοικοκυριών (cash flow position).
Τίθεται λοιπόν το ερώτημα: πού οφείλεται ο χαμηλός βαθμός χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας; Υποστηρίζω ότι δεν υπάρχει σοβαρό θέμα προσφοράς ρευστότητας σε γενικό επίπεδο στην ελληνική οικονομία. Οι τραπεζικές καταθέσεις αυξάνονται σταθερά και η σχέση δανείων προς καταθέσεις μειώνεται σταθερά και κυμαίνεται σημαντικά κάτω της μονάδας (0,8). Η ΕΚΤ προσφέρει μέσω της καθιέρωσης έκτακτων μηχανισμών ουσιαστικά απεριόριστη χρηματοδότηση του εγχώριου τραπεζικού συστήματος και των στοιχείων ενεργητικού τους και σε αρκετές περιπτώσεις με αρνητικό επιτόκιο δανεισμού (υπόλοιπα τραπεζικών υποχρεώσεων προς ΕΚΤ €30 δισ.). Επιπροσθέτως, η ΕΚΤ και ο Ευρωπαϊκός Επόπτης (SSM) χαλάρωσαν πρόσφατα τους απαιτούμενους δείκτες κεφαλαιακών απαιτήσεων κατά περίπου 5 ποσοστιαίες μονάδες, καθώς και την ταξινόμηση των προβληματικών δανείων έτσι ώστε να διευκολύνουν τις τράπεζες στη χρηματοδότηση της οικονομίας και την ανάληψη επιπρόσθετων κινδύνων.
Προβληματικός παράγοντας χρηματοδοτήσεων είναι σήμερα η συντηρητική προσέγγιση των τραπεζών στην ανάληψη υψηλότερων δανειακών κινδύνων, κυρίως ως προς τη χρηματοδότηση μικρότερων επιχειρήσεων και επαγγελματιών. Επρόκειτο για μια τραυματική εμπειρία των τραπεζών την περασμένη δεκαετία, όπου τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια προς τις μικρές επιχειρήσεις και τους επαγγελματίες προσέγγισαν το 70% του συνόλου της κατηγορίας, ποσοστό τρεις φορές υψηλότερο συγκριτικά με τα δάνεια προς μεγάλες επιχειρήσεις της ίδιας περιόδου. Αυτή η συμπεριφορά των τραπεζών εξηγείται πληρέστερα αν λάβουμε υπόψη και το τρέχον αρνητικό μακροοικονομικό περιβάλλον, τις προβληματικές λογιστικές καταστάσεις και την ελλιπή χρηματοοικονομική πληροφόρηση που παρέχουν σε κάποιο βαθμό οι εν λόγω επιχειρήσεις. Παράλληλα, κυρίως λόγω της εκτεταμένης φοροδιαφυγής, πλασματικά χαμηλά εμφανίζονται τα εισοδήματα αρκετών μικρών επιχειρήσεων και επαγγελματιών, καθιστώντας δύσκολη τη χρηματοδότησή τους.
Αποτελεί ιδιαίτερα επικίνδυνη προσέγγιση να καλούνται ή να πιέζονται οι τράπεζες να χρηματοδοτούν πελάτες χωρίς πιστοδοτικά κριτήρια, αγνοώντας την ηθική, νομική και θεσμική υποχρέωση που έχουν να μη στηρίζουν μη βιώσιμες επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Αυτή είναι μια συνετή επιλογή των τραπεζών όχι μόνο γιατί πρέπει να προστατεύσουν τους καταθέτες τους, που τους εμπιστεύονται τους κόπους μιας ζωής, όχι μόνο γιατί διαφορετικά νοθεύεται ο ανταγωνισμός στην οικονομία, όχι μόνο γιατί τιμωρούνται οι συνεπείς δανειολήπτες, αλλά κυρίως επειδή οι ζημιές που πιθανόν να προκύψουν στις τράπεζες δεν θα επιβαρύνουν μόνο τους μετόχους τους. Δυνητικά μπορεί να επιβαρύνουν και τους καταθέτες και τους φορολογούμενους, σε περίπτωση που χρειαστούν οι τράπεζες επιπρόσθετα κεφάλαια και δεν μπορούν να τα αντλήσουν από τις αγορές, προσφύγουν στην κρατική στήριξη και ακολουθήσει το συνεπαγόμενο πιθανό κούρεμα τραπεζικών υποχρεώσεων. Μια τέτοια δραματική εξέλιξη (ας θυμηθούμε τι έγινε την περασμένη δεκαετία) θα οδηγούσε σε μια αδικαιολόγητη, άδικη και μεγάλη ανακατανομή πλούτου, καταστροφική αλλοίωση της κουλτούρας πληρωμών και μεγέθυνση του ηθικού κινδύνου, υπονομεύοντας σοβαρά μεσοπρόθεσμα τις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας.
Αλλά υπάρχουν περιοχές όπου τράπεζες και διαχειριστές μη εξυπηρετούμενων δανείων έχουν μεγαλύτερες δυνατότητες και ευχέρειες να προχωρήσουν πιο ενεργά, με σχέδιο και ταχύτητα στην εξυγίανση παραγωγικά βιώσιμων αλλά χρηματοοικονομικά προβληματικών επιχειρήσεων και νοικοκυριών, με ευεργετικές επιπτώσεις στην απασχόληση, στην παραγωγή και την οικονομία. Προϋποθέσεις για την ενεργοποίηση μιας τέτοιας επιλογής αποτελούν η αναγνώριση από τις τράπεζες της πραγματικής παρούσης αξίας των δανείων και η εμπροσθοβαρής ανάληψη των μη ανακτήσιμων ζημιών, με τον σχηματισμό των αναγκαίων προβλέψεων, η διαμόρφωση έγκαιρα βιώσιμων σχεδίων εξυγίανσης των προβληματικών φορέων και η άσκηση αποτελεσματικής πίεσης με σύγχρονα νομικά όπλα στους μετόχους των εταιρειών, να συνδράμουν χρηματοοικονομικά στην εξυγίανση των επιχειρήσεών τους ή να δεχτούν να χάσουν τον μετοχικό έλεγχο. Ιδιαίτερα για τα νοικοκυριά με μη εξυπηρετούμενα δάνεια και μη ιώσιμο προσωπικό χρηματοοικονομικό ισοζύγιο, μια κατάσταση παλινωδιών από σειρά νόμων για την προστασία της πρώτης κατοικίας, σε συνδυασμό με τη βραδεία σχετικά αντίδραση των τραπεζών, έχουν διαμορφώσει μια μάλλον παθογενή κατάσταση. Οσο λοιπόν δεν αντιμετωπίζεται η παραπάνω πρόκληση, οι συνεπείς δανειολήπτες θα καλούνται να πληρώνουν σε κάποιο βαθμό τον λογαριασμό.
Δεν είναι τυχαίο ότι η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει το υψηλότερο κόστος τραπεζικού δανεισμού σε όλες τις κατηγορίες δανειοληπτών στην Ευρωζώνη (π.χ. χρηματοδότηση επιχειρήσεων +1,5% υψηλότερο της Πορτογαλίας). Η επερχόμενη σύντομα αλλαγή του πτωχευτικού δικαίου ευελπιστούμε ότι θα είναι λειτουργική και ότι θα βελτιώσει και θα διευκολύνει την ταχύτερη εξυγίανση των προβληματικών αλλά βιώσιμων επιχειρήσεων και νοικοκυριών.
Ενδεικτικό των μεγάλων καθυστερήσεων που σημειώνονται στον τομέα αυτό είναι ότι τα τελευταία χρόνια έχουν υποβάλει σχέδια εξυγίανσης, βάσει του Πτωχευτικού Νόμου, μόλις περίπου 105 σε σύνολο 3.500 προβληματικών επιχειρήσεων, ενώ για δεκάδες χιλιάδες περιπτώσεις προβληματικών δανειοληπτών στεγαστικών δανείων (περίπου 50.000) με οφειλές ύψους κοντά στα 5 δισ. ευρώ εκκρεμούν για χρόνια οι αποφάσεις στα ελληνικά δικαστήρια, κυρίως λόγω του νόμου Κατσέλη. Αλλά αυτό που δεν αναδεικνύεται στον δημόσιο διάλογο είναι ότι η ζήτηση δανείων ουσιαστικά παραμένει υποτονική στην ελληνική οικονομία. Ο φόβος και η αβεβαιότητα που κυριαρχούν οδηγούν καταναλωτικές, στεγαστικές και επενδυτικές αποφάσεις να αναβάλλονται και τις καταθέσεις να αυξάνονται σημαντικά, παρά τη δραματική μείωση των επιτοκίων αγοράς και τη συμπίεση των ασφαλίστρων κινδύνου, επιταχύνοντας την οικονομική ύφεση.
Ενώ όμως η συζήτηση για τις τράπεζες και τις πολιτικές που εφαρμόστηκαν εξαντλείται, δεν έχει γίνει ως τώρα σοβαρή αναφορά στον δημόσιο διάλογο για την εταιρική ευθύνη. Για τις πρωτοβουλίες που οι ίδιες οι προβληματικές -και όχι μόνο- επιχειρήσεις και οι μέτοχοί τους όφειλαν να αναλάβουν συμβάλλοντας επίσης στην έξοδο της Ελλάδας από την κρίση και τη χρηματοοικονομική τους εξυγίανση. Αρκετές επιχειρήσεις ζούνε ακόμα στη «χρυσή εποχή» των περασμένων δεκαετιών. Επιχειρήσεις, συνήθως μικρές σε μέγεθος, με προβληματική εταιρική διακυβέρνηση, ανειλικρινείς ισολογισμούς και αποτελέσματα χρήσεως, με μεγάλο σχετικά βαθμό φοροδιαφυγής και ανασφάλιστης και αδήλωτης εργασίας, με μετόχους απρόθυμους να συνδράμουν με δικούς τους πόρους στην εξυγίανση των επιχειρήσεών τους ή να δεχθούν επένδυση ξένων κεφαλαίων και πιθανή απώλεια εταιρικού ελέγχου και χωρίς διάθεση να προχωρήσουν στον λειτουργικό και επιχειρησιακό εκσυγχρονισμό τους.
Αρκετές από τις παραπάνω επιχειρήσεις εθίστηκαν σε παροχές, προνόμια και προστασίες της κλειστής και κρατικοδίαιτης οικονομίας, εύκολα μοιράζουν στις τράπεζες τις ευθύνες και των δικών τους αποτυχιών, ενώ προσδοκούν ότι το κράτος και οι φορολογούμενοι θα λύσουν χωρίς κόστος γι’ αυτούς το δικό τους επιχειρηματικό πρόβλημα. Αυτή η ξεπερασμένη επιχειρηματικότητα και μειοψηφική στην οικονομία αδικεί τις χιλιάδες ικανές και συνεπείς ελληνικές επιχειρήσεις που αναπτύσσονται και διεθνοποιούνται με επιτυχία και αποτελεί σημαντικό ανασταλτικό παράγοντα, βαρίδι για την ανάπτυξη, την εξωστρέφεια, την ανάταξη της ελληνικής οικονομίας.
Καταλήγουμε ότι το πρόβλημα της χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας σήμερα είναι κυρίως πρόβλημα περιορισμένης υγιούς ζήτησης για πιστώσεις. Η αποκατάσταση ισχυρής ζήτησης για χρηματοδότηση ακολουθεί ή συμβαδίζει με την επιστροφή της οικονομίας σε αυξανόμενους ρυθμούς ανάπτυξης, την αποκατάσταση κλίματος εμπιστοσύνης και αισιόδοξης προοπτικής, την υποκατάσταση του φόβου και της αβεβαιότητας στις επιχειρήσεις, στα νοικοκυριά και τους ξένους επενδυτές με την αισιοδοξία, την επενδυτική ευκαιρία, τη θετική προσδοκία για απασχόληση, ανερχόμενα εισοδήματα, κέρδη και υψηλές επενδυτικές αποδόσεις. Αλλά η αναπτυξιακή πρόκληση της σταθερής αύξησης του εθνικού εισοδήματος και της απασχόλησης αντιμετωπίζεται μονιμότερα κυρίως με πολιτικές βελτίωσης της παραγωγικότητας, του εντονότερου εξωστρεφούς προσανατολισμού και της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.
Χρειάζεται με τόλμη και αποφασιστικότητα να υλοποιήσουμε ρηξικέλευθες μεταρρυθμίσεις στο κράτος και την οικονομία, στον ψηφιακό και ενεργειακό μετασχηματισμό και να εφαρμόσουμε με συνέπεια ένα ολοκληρωμένο αναπτυξιακό σχέδιο αξιοποίησης των περίπου 70 δισ. κοινοτικών πόρων.
Στόχος, τα επόμενα χρόνια ο παραγωγικός μετασχηματισμός της οικονομίας και η απελευθέρωση των συντελεστών παραγωγής από τα δεσμά του κρατισμού, της γραφειοκρατίας, της υπερφορολόγησης και του ακριβού κόστους ενέργειας και χρήματος. Στο πλαίσιο αυτό, ένα υγιές τραπεζικό σύστημα είναι αναγκαία, αλλά όχι ικανή συνθήκη για την αναπτυξιακή ανάταξη της χώρας.