Την ασφαλέστερη οδό προς τη νέα αυτοδυναμία επέλεξε ο Κυριάκος Μητσοτάκης διατυπώνοντας στο O.T. Forum το βασικό δίλημμα «σταθερότητα ή πισωγυρίσματα και περιπέτειες;» των επόμενων εκλογών, ενώ την ίδια ακριβώς ώρα άφηνε ορθάνοιχτο το παράθυρο μιας πιθανής «κυβέρνησης συνεργασίας».
ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΥΦΑΝΤΗ
Αυτή την κυβέρνηση ο ίδιος εμφανίζεται διατεθειμένος να τη στηρίξει και να την προωθήσει (αν το εκλογικό αποτέλεσμα την «επιβάλλει») και αναμένει από τις «συγγενείς», στο πλαίσιο της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, δυνάμεις να αποφασίσουν για την πιθανή συμμετοχή τους ή όχι.
Σε αυτό το πλαίσιο είναι ξεκάθαρο πως δεν μπορεί να μετέχει ο ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ, πρόκειται για ένα κομματικό σχηματισμό που είναι ιδεολογικά και πολιτικά εκτός αστικής δημοκρατίας δυτικού τύπου, την αντιπαλεύει, ο κ. Τσίπρας και τα βασικά του στελέχη ονειρεύονται μια αριστερή απολυταρχία μείγμα Μαδούρο και Πούτιν, συνεπώς τελούν, εκ των πραγμάτων, εκτός αστικού τόξου.
Ο κ. Μητσοτάκης δεν πρωτοτύπησε, ούτε ανακάλυψε την εκλογική Αμερική στην Ελλάδα του 2022.
Ο πρωθυπουργός, ακραίος πραγματιστής στις αποφάσεις του και εξαιρετικά θεσμικός στην λογική του, συνδύασε δυο δεδομένα: τη θεσμική επιμονή στην διατήρηση του εκλογικού κύκλου και στον ψηφισμένο εκλογικό νόμο και στην προφανή αναγκαιότητα η χώρα να κυβερνηθεί άμεσα μετά τις εκλογές, ώστε να μην χαθεί το momentum της οικονομικής ανάκαμψης και των μεταρρυθμίσεων.
Τι πέτυχε με μια τοποθέτηση που είναι εξαιρετικά απλή, δηλαδή απολύτως αληθινή; Καθόρισε το πλαίσιο και τα διακυβεύματα των επερχόμενων εκλογών, διατηρώντας για τον εαυτό του και το κόμμα του την απαραίτητη πρωτοβουλία των κινήσεων, ώστε αυτός να συνεχίσει να οριοθετεί το πολιτικό παιχνίδι και να μην επιτρέψει να χαθεί η πρωτοβουλία των κινήσεων.
Για τον κ. Μητσοτάκη από τώρα έως τις εκλογές δύο είναι τα ζητούμενα: να διατηρήσει για τον εαυτό του τον ρόλο του διαμορφωτή της πολιτικής ατζέντας, ώστε να μην αγκομαχάει ακολουθώντας την αντιπολίτευση και να περιορίσει σημαντικά τον ζωτικό χώρο των αντιπάλων του αναγκάζοντας όλη την αντιπολίτευση να χορεύει στο ρυθμό που ο ίδιος θα δίνει με τα δικά του νταούλια.
Είναι ξεκάθαρο πως από την οπτική του πρωθυπουργού για το μέλλον της χώρας απουσιάζει παντελώς η προοπτική μιας ισχνής έστω συνεργασίας με τον ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ, αυτή η πιθανότητα έχει απολύτως ακυρωθεί «για ένα εκατομμύριο λόγους» μεταξύ των οποίων και « οι συναυλίες ειρήνης που έχουν από πίσω τους τα γεμιστά της Θεανώς και κάτι ΜΚΟ που κονομάνε στις πλάτες των αφελών».
Για τον πρωθυπουργό οι επόμενες εκλογές θα αποφασίσουν για δύο μεγάλα ζητήματα: για την θέση της χώρας στον νέο κόσμο που ήδη διαμορφώνεται μετά το αναμενόμενο τέλος της εισβολής του Πούτιν στην Ουκρανία και την βαριά πολιτική ήττα του Ευρασιανισμού και για το κυβερνητικό σχήμα που θα κληθεί να διαχειριστεί τις εθνικές και κρατικές υποθέσεις σε αυτό τον κόσμο.
Στην ουσία, η Ελλάδα θα βρεθεί την επόμενη άνοιξη (προς το τέλος της) να χρειάζεται να αποφασίσει, με την ψήφο του ελληνικού λαού, που και πως θα τοποθετηθεί στον νέο συσχετισμό δυνάμεων που διαμορφώνεται από τη νέα παγκόσμια διαίρεση η οποία ήδη σχηματοποιείται, που βρίσκεται το συμφέρον της και αν η βασική επιλογή «ανήκωμεν εις την Δύσιν» εξακολουθεί να συνέχει την πλειοψηφία των Ελλήνων.
Οι απαντήσεις σε όλα αυτά τα διακυβεύματα (είναι ξεκάθαρο στο μυαλό του πρωθυπουργού και των στενών συνεργατών του ότι) μπορούν να προκύψουν από πολιτικούς σχηματισμούς που έχουν ξεκαθαρίσει στον πυρήνα τους τις βασικές τους πολιτικές επιλογές «εντός της ευρωπαϊκής ηπείρου και της Δύσης γενικώς» και δεν διακρίνονται από νεφελώδεις νοτιοαμερικανικής έμπνευσης σοσιαλφασίζουσες αναζητήσεις ή από καθεστωτικές αντιλήψεις και μεσσιανικές αναφορές πουτινικού χαρακτήρα.
Όποιος από την αντιπολίτευση τοποθετεί τον εαυτό του στις δυνάμεις της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και δεν έλκεται από τις ιδεοληπτικές αναλύσεις των χριστιανοταλιμπάν ευρασιατών διεθνολόγων τύπου Αλεξάντρ Ντούγκιν, υπέρ ενός ιδεολογικού αγώνα εναντίον της Δύσης από τη νέα «άρεια φυλή των ευρασιανιστών», είναι ευπρόσδεκτος σε μια συμμαχία υπέρ του πολιτικού και οικονομικού ορθολογισμού, δηλαδή υπέρ της δυτικής αντίληψης του κόσμου.
Για ποιον χτυπάει η καμπάνα είναι πασίγνωστο