«Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα» ανέκραξε από του βήματος του 3ου Συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ ο κ. Αλέξης Τσίπρας απευθυνόμενος σε ένα πλήθος ιδεοληπτικών του νεοσταλινισμού και εμμονικών της ταξικής εξουσίας σε ένα βολικό και ελεγχόμενο ακροατήριο, όπως συμβαίνει πάντα στα κομματικά συνέδρια, ειδικά της αριστερής κομματικής νομενκλατούρας.
ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΥΦΑΝΤΗ
Το σύνθημα είναι πασίγνωστο, έλκει την καταγωγή του από τις «ένδοξες μέρες» του ευρωκομμουνισμού, είναι (πάντα ήταν) μια φενάκη στην καλύτερη περίπτωση, στην εφαρμοσμένη μορφή του είναι μια καθαρή και διαρκής απάτη: ο σοσιαλισμός όπως και αν τον επικαλεστεί κανείς και με όποια χρώματα και αν τον χρωματίσει (από βαθύ κόκκινο έως αχνό ροζ) είναι συνώνυμο της βαρβαρότητας, όπου επιχειρήθηκε να εφαρμοστεί κατέληξε σε μια ακραία δικτατορία των παντελώς ανίκανων κρατικοδίαιτων της εξουσίας απέναντι στην κοινωνία και ειδικά στην μεσαία τάξη, την οποία και αφάνισε.
Βεβαίως, στη λογική του κ. Τσίπρα και στους συν αυτώ η ενότητα σοσιαλισμού και βαρβαρότητας δεν υπάρχει, η εγγενής βαρβαρότητα του σοσιαλισμού είναι απολύτως ανεκτή, αν δεν επιδιώκεται συστηματικά, σε αυτή τα βάση το «σοσιαλιστικό σύστημα» αναπαράγεται και επιβεβαιώνεται, η διασταλτική παρουσίαση του σοσιαλισμού από τη βαρβαρότητα είναι κατασκευασμένη από επαγγελματίες τη αριστερής σκέψης και τίποτε περισσότερο.
Αρκεί που το πόπολο, αριστερό και αριστερίζον, είναι έτοιμο να ακούσει και να υποδεχθεί αυτή την επίπλαστη αντιθετική σχέση του σοσιαλισμού με τη βαρβαρότητα, απέναντι στη βαρβαρότητα προφανώς προκρίνεται ο σοσιαλισμός, η βάρβαρη πλευρά του οποίου επιμελώς αποκρύβεται ή καταβάλλεται προσπάθεια να αποκρυφτεί, επειδή … η αλήθεια βλάπτει!
Τι εννοεί ο κ. Τσίπρας και η ηγετική του ομάδα με την κατάθεση της πρότασης «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα» κατέστη σαφές στην πενταετία της διακυβέρνησης του (παρέα με τον ακραίο εθνικο-σοσιαλιστή Πάνο Καμμένο), διάστημα στο οποίο η καθημερινή θεσμική και εφαρμοσμένη βαρβαρότητα έφτασε τη χώρα ένα βήμα από το χάος.
Ο ΣΥΡΙΖΑ (παρέα με τον Καμμένο) εργαλειοποίησε προς κομματικό και προσωπικό όφελος τους θεσμούς (ειδικά τη Δικαιοσύνη), κατέστρεψε συνειδητά την μεσαία τάξη, ξεπούλησε, στο όνομα ενός παρανοϊκού διεθνισμού εθνικά συμφέροντα, αποθέωσε τις λογικές Αχτσιόγλου για την σχέση της ανάπτυξης με τους μισθούς, κατέστησε την κοινωνία αιχμάλωτη των αριστερών ιδεοληψιών, του πουτινισμού περιλαμβανομένου, προς τον οποίο περίσσεψαν οι υποκλίσεις και τα χειροφιλήματα.
Αυτόν τον «σοσιαλισμό» ξεκίνησε και ξαναπουλάει στο πόπολο κ. Τσίπρας και μάλιστα σε μια ενισχυμένη εκδοχή, την οποία κανείς μέχρι σήμερα δεν έχει δει ή ακούσει, πλην του κ. Πολάκης που και την γνωρίζει και διαβεβαιώνει πως «τη δεύτερη φορά θα είναι σκληρότερα».
Μέσα σε όλο αυτό το πανηγύρι είναι ξεκάθαρο πως οι διάφορες υποσχέσεις άνευ αντικρίσματος για παροχές, διευκολύνσεις, επιχορηγήσεις, χρηματοδοτήσεις κ.λ.π. προϋποθέτουν ένα δάσος από λεφτόδεντρα, κάποιος είπε πως πήρε το μάτι του ένα ανάλογο δάσος έξω από τον χώρο του Συνεδρίου και είδε τον Τσίπρα να το ποτίζει, την Αχτσιόγλου να το κλαδεύει και τον Τζανακόπουλο να ραντίζει τα φύλλα του να μην σαπίσουν.
Ανεξάρτητα από όλα αυτά τα γραφικά που δεν πείθουν ούτε αυτούς που τα επικοινωνούν είναι σαφές πως το Συνέδριο έγινε για δύο λόγους: Ο πρώτος αφορά στο εσωτερικό ξεκαθάρισμα που ο κ. Τσίπρας κρίνει αναγκαίο για να προχωρήσει στους σχεδιασμούς του. Θα είναι το δεύτερο ξεκαθάρισμα, το πρώτο έγινε το καλοκαίρι του 2015.
Ο δεύτερος λόγος είναι το ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ και ο κ. Ανδρουλάκης, η δυναμική των οποίων σε ποσοστά διψήφια και με μια σταθερότητα που εκπλήσσει, ανάγκασε τον κ. Τσίπρα να βγάλει από το σεντούκι συνθήματα και πολιτικές της περιόδου του «πρωτοΠΑΣΟΚ» του Ανδρέα, σε μια προφανή και συνάμα αστεία προσπάθεια να στριμώξει τον νέο Πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ και να τον αναγκάσει (έτσι πιστεύει ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ) να πάρει θέση «εδώ και τώρα» για το μετεκλογικό τοπίο στην πρώτη εκλογική μάχη με την απλή αναλογική.
Χωρίς αυτή την προσδοκώμενη απάντηση εκ μέρους του κ. Ανδρουλάκη, όλη η κατασκευή του κ. Τσίπρα είναι άλμα στο κενό, δεν ακουμπάει πουθενά, δεν νομιμοποιείται πολιτικά, δεν πείθει εκλογικά, ειδικά από την ώρα που Κουτσούμπας, Βαρουφάκης και Βελόπουλος είναι off από πιθανοί «συνεργάτες» της κυβερνητικής πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ.
Όλη αυτή η καρακιτσαρία μιας αίθουσας γεμάτης από χρήσιμους ηλίθιους χειροκροτητές μιας φαντασιακής δήθεν αριστερής πρότασης εξουσίας δεν έχει κανένα άλλο λόγο ύπαρξης, δεν προέκυψε ούτε για να ανταλλαχθούν απόψεις, ούτε για να επικοινωνηθούν διαφωνίες μιας κωμικής εσωκομματικής αντιπολίτευσης.
Οι της «Ομπρέλας» του κ. Τσακαλώτου είναι ήδη σφαγμένοι από χέρι τόσο στις αποφάσεις του Συνεδρίου όσο και στις εκλογές που θα ακολουθήσουν, η επιρροή τους είναι υπό το μηδέν οι αντιστάσεις τους αστείες και οι επιλογές τους … καμία.
Στο φάντασμα του ΠΑΣΟΚ και του Ανδρουλάκη απευθύνεται όλη αυτή η γραφική φτιάξη, αυτό επιχειρεί να ξορκίσει, αυτό επιδιώκει να ελέγξει, αυτό το φάντασμα προσκαλεί σε μετεκλογικές κυβερνητικές συνεργασίες.
Είναι η πρώτη φορά που οργανώνεται Συνέδριο ενός κόμματος μόνο και μόνο για να απευθυνθεί σε ένα άλλο κόμμα από το οποίο «απαιτεί» εδώ και τώρα απαντήσεις για δεδομένα που θα προκύψουν μετά από δέκα μήνες!
Δεν είναι καταπληκτικό; Ο ΣΥΡΙΖΑ το κατάφερε και αυτό!