«Σχέδιο δράσης τριών μηνών» εξελίσσεται υπό την πολιτική κηδεμονία του Αλέξη Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ, διάστημα εντός του οποίου η αξιωματική αντιπολίτευση επείγεται να παρουσιάσει στην ελληνική κοινωνία μια κυβέρνηση σε αποδρομή, πανταχόθεν κατηγορούμενη για «αλόγιστη βία», υπονομευμένη στις επιλογές της απέναντι στην πανδημία, ακυρωμένη στους σχεδιασμούς της για την οικονομία και επικοινωνιακά «ετοιμόρροπη».
Του Χρήστου Υφαντή
Οι άμεσες πολιτικές ανάγκες του επόμενου τριμήνου προκύπτουν για τον κ. Τσίπρα από την, κατά το μάλλον ή ήττον, προβλεπόμενη ως περίπου «φυσιολογική» εξέλιξη των μεγεθών της πανδημίας και της οικονομίας, από την ώρα που ξεκίνησε δυναμικά και εξελίσσεται εντός σχεδίου το πρόγραμμα των εμβολιασμών, στην επιτυχία του οποίου στηρίζονται οι κυβερνητικές προβλέψεις «για ένα καλοκαίρι διαφορετικό από το προηγούμενο».
Ο κ. Τσίπρας «καίγεται» να αναστείλει ή, ακόμη καλύτερα, να ματαιώσει τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς για την αντιμετώπιση της πανδημίας και την δυναμική επανεκκίνηση της οικονομίας, καθώς αντιλαμβάνεται ότι μια ανάλογη εξέλιξη θα υπονομεύσει έως τελικής ακύρωσης το δικό του ρόλο στο πολιτικό σκηνικό, θα αποκρούσει στην πράξη τις εγκληματικές πρωτοβουλίες του και θα τον στείλει στο ταμείο της πολιτικής ανεργίας.
Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης έχει οριοθετήσει την κινηματική του δράση, σε άμεση συνεννόηση και συνεργασία με όλο τον ακροαριστερό συρφετό και τις «αντιφασιστικές» (!!!) δυνάμεις των χούλιγκαν του ποδοσφαίρου, να εξελιχθεί έως το τέλος Μαίου, διάστημα ικανό κατά τον ίδιο να ασκήσει σημαντική πίεση στην κυβέρνηση, να διεμβολίσει, όσο γίνεται, τους σχεδιασμούς της και να την αναγκάσει σε βασικές υποχωρήσεις στον προγραμματισμό της.
Για τον κ. Τσίπρα «κάθε μέρα που μεταφέρεται προς τα πίσω η έξοδος από την πανδημία είναι μεγάλο κέρδος για την αριστερά», εκτίμηση που συνέχει και τους συνεργάτες του, άρα μια καθημερινά εντεινόμενη αποδόμηση των κυβερνητικών σχεδιασμών με την αλόγιστη, πλην σχεδιασμένη, παράθεση διαφόρων ειδών αντιδράσεων εναντίον πραγματικών και φανταστικών εχθρών, χωρίς την παραμικρή πρόταση διεξόδου, είναι ο ασφαλέστερος τρόπος για να επιβιώσει πολιτικά και να ξεκινήσει την περίοδο «μετά την πανδημία» από πολύ καλύτερη θέση. Η προγραμματισμένη εξάπλωση των κινητοποιήσεων στις συνοικίες της Αθήνας και στις πόλεις της υπόλοιπης Ελλάδας σε αυτό ακριβώς προσβλέπουν.
Στον σχεδιασμό του Προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ δεν εμφιλοχωρεί, ούτε ο απλούστερος σκεπτικισμός για τις επιπτώσεις της πολιτικής του, για την θεαματική αύξηση της διάδοσης και των κρουσμάτων από τις αλόγιστες και χωρίς πολιτική βάση κινητοποιήσεις, από την συγκρότηση «πάση θυσία» ενός δήθεν κινήματος, που το μόνο που αμφισβητεί στην πράξη είναι ο κοινός νους των εμπνευστών του.
Στην πορεία προς το γενικευμένο μπάχαλο ο Τσίπρας αλλάζει, εκτός από το σκηνικό των δρόμων και των πλατειών, τις έννοιες των όρων και την ιστορική φόρτιση κορυφαίων στιγμών της εξέλιξης των κοινωνιών.
Νομιμοποιεί την ιστορική αυθαιρεσία, την άκριτη μεταφορά γεγονότων στο χρόνο και στις συνθήκες, την συνθηματική υπερβολή και εργαλειοποιεί τις, έτσι ή αλλιώς, περιορισμένες δυνατότητες των νέων ανθρώπων να επεξεργαστούν με την απαραίτητη ταχύτητα και επάρκεια εικόνες και συνθήματα. Ο Τσίπρας επενδύει πολιτικά στην γνωστική προγλωσσία που τον διακρίνει και επιχειρεί να οδηγήσει ολόκληρη την κοινωνία σε καθεστώς πολιτικού αρχανθρώπου. Κάποιοι ισχυρίζονται ότι δεν αντιλαμβάνεται (πλήρως ή καθόλου λίγη σημασία έχει) τις βασικές διαφορές μεταξύ των δυναμικών που αναπτύσσονται από την προγλωσσική πολιτική του δραστηριότητα, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι ο ίδιος δεν το εισπράττει αυτό ως προσόν.
Η ευκολία με την οποία συνδέει στο μυαλό του και μεταφέρει στα μυαλά των συνοπαδών του, ακροαριστερών που φαντασιώνονται παντού ρήξεις και χούλιγκαν που ζουν για τη βία, τη χούντα με τη σημερινή κατάσταση, τη νόμιμη κρατική βία με τα ξερονήσια και τις φυλακές, την ελληνική δημοκρατία εν έτει 2021 με το Άουσβιτς και η διασύνδεση όλων αυτών των ιστορικών παραλογισμών με τον «Χρυσοχουντίδη» και «τη δημοκρατία του Κούλη» είναι ενδεικτικές της πολιτικής υπανάπτυξης που τον διακρίνει. Η σχέση του με αυτό το τμήμα της κοινωνίας περιγράφεται από τη λαϊκή ρήση « κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι».
Ο κ.Τσίπρας έχει νομιμοποιημένη στο μυαλό του τη βία ως κυρίαρχη μορφή άσκησης πολιτικής στην κοινωνία, αυτή αποδέχεται και υπέρ αυτής ομνύει όταν ανερυθρίαστα διατυπώνει από του βήματος της Βουλής εκτιμήσεις όπως « η βία γεννάει βία». Στο δικό του κόσμο υπάρχει και αποθεώνεται μια νόμιμη κοινωνική βία που οι μάζες απαιτείται να ασκήσουν στην κίνηση τους προς τα εμπρός, χωρίς οι ίδιες να ευθύνονται ποτέ για την άσκηση αυτή, καθώς πάντα «απαντάνε σε προκλήσεις» πραγματικές ή φανταστικές.
Μια απλή ανάγνωση των επιχειρημάτων που οι χουλιγκάνοι παραθέτουν, όταν μεταξύ τους σκοτώνονται ή συγκρούονται με την αστυνομία, είναι ενδεικτική της ίδιας λογικής βάσης από την οποία ξεκινούν οι διαφορετικοί αυτοί χώροι και τελικά συνενώνονται στο ίδιο ακριβώς ιδεολογικό πλαίσιο, που ανυψώνει τη βία σε κορυφαία κοινωνική λειτουργία και δικαιολογεί την άσκηση της με τις ίδιες ιδεοληψίες.
Ο Αλέξης Τσίπρας έχει καταφέρει να φέρει στο πολιτικό προσκήνιο όλο το λουμπεναριό των δρόμων και των γηπέδων, πέτυχε να «ηγείται» όλων των σύγχρονων «ατάκτων» και πιστεύει πως με την ηγεσία αυτή θα αποκτήσει την κοινωνική νομιμοποίηση που αναζητά, ώστε «σε ένα τρίμηνο μέσα να αλλάξει το πολιτικό σκηνικό και να μην επιτρέψει να διαχειριστεί την επόμενη μέρα μετά την πανδημία αποκλειστικά η κυβέρνηση».
Οι επιπλέον νεκροί και οι εκατοντάδες διασωληνωμένοι του μεσοδιαστήματος, όταν ο ίδιος θα ασκείται επί του πεζοδρομίου της πολιτικής, είναι απλώς παράπλευρες απώλειες.