Του Τάσου Τελώνη
Η πληροφορία διαδόθηκε αστραπιαία στο διαδίκτυο και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης: «Η κ. Μπαζιάνα θα είναι καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας».
Ακολούθησαν δεκάδες αναδημοσιεύσεις, σχόλια -τα περισσότερα πικρόχολα- καυτηριάζοντας την «αδιαφάνεια», το «ρουσφέτι», την «αναξιοκρατία»!
Τι συμβαίνει, λοιπόν; Η γυναίκα του πρωθυπουργού πράγματι διορίστηκε ως καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο και μάλιστα με αδιαφανείς και μεροληπτικές διαδικασίες; Εγείρονται θέματα ηθικής τάξης που αφορούν ακόμα και τον πρωθυπουργό;
Το καλοκαίρι το Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας προκήρυξε θέσεις έκτακτου εκπαιδευτικού προσωπικού για να καλύψει τις μεγάλες εκπαιδευτικές ανάγκες του.Η Μπέττυ Μπαζιάνα υπέβαλε αίτηση, ζητώντας να διδάξει τα μαθήματα που ήταν σχετικά με τη διδακτορική διατριβή και το ερευνητικό έργο της. Προσκόμισε τα απαραίτητα δικαιολογητικά και περίμενε. Την προηγούμενη εβδομάδα ειδοποιήθηκε ότι επιλέχθηκε!
Πώς επιλέχθηκε; Δίκαια; Αμερόληπτα; Με διαφανή τρόπο; Την απάντηση την έδωσε ο ίδιος ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας Αντώνιος Τσουρλιδάκης, δηλώνοντας ότι η Μπ. Μπαζιάνα επιλέχθηκε ως η καλύτερη υποψήφια για τα συγκεκριμένα μαθήματα, αποκαθιστώντας με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο τη διαδικασία αξιολόγησης των υποψηφιοτήτων. Επίσης ξεκαθάρισε ότι πρόκειται για έκτακτο και όχι μόνιμο διδακτικό προσωπικό για την τρέχουσα ακαδημαϊκή χρονιά. Προφανώς, η δραστηριότητα του πρωθυπουργού και της οικογένειάς του προκαλεί το ενδιαφέρον. Αλλά πού σταματάει το ενδιαφέρον και πού αρχίζει η ανθρωποφαγία; Μήπως, τελικά, η Μπ. Μπαζιάνα «πληρώνει» το γεγονός ότι είναι σύζυγος του πρωθυπουργού;
Οι δημοσιεύσεις της
Μια πιο διεξοδική αναζήτηση στο διαδίκτυο των προσόντων της Μπ. Μπαζιάνα μάς αποκαλύπτει ότι η υποψηφιότητά της δεν μπορούσε παρά να θεωρηθεί αξιόλογη. Η ίδια είναι διδάκτορας Ηλεκτρολόγος Μηχανικός του ΕΜΠ με ειδίκευση τα οπτικά δίκτυα. Διαθέτει 14 δημοσιεύσεις σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά με κριτές και 21 δημοσιεύσεις σε διεθνή επιστημονικά συνέδρια με κριτές. Επίσης, εδώ και 13 χρόνια είναι επιστημονική συνεργάτις στο ΕΜΠ, πολύ πριν ο σύζυγός της αναδειχθεί σε πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ και μετά πρωθυπουργός!
Η ίδια αισθάνεται μεγάλη τιμή και ευθύνη για την επιλογή της από το Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας. «Τιμή γιατί ένα ΑΕΙ με επιλέγει να διδάξω και ευθύνη γιατί η διδασκαλία είναι μια πολύ απαιτητική δουλειά». Και επισημαίνει ότι πρόκειται για ένα δημόσιο πανεπιστήμιο σε μια επαρχιακή πόλη.
Δηλώνει ότι πρέπει να συνδυάσει τα νέα της καθήκοντα με αυτά στο ΕΜΠ, στο οποίο υπηρετεί ως εργαστηριακό εκπαιδευτικό προσωπικό μετά την απόσπασή της από την πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Γι’ αυτόν τον λόγο ζήτησε από το ΕΜΠ υπηρεσιακή άδεια για τη διδασκαλία στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας μια ημέρα την εβδομάδα, χωρίς να παρακωλύεται η άσκηση των καθηκόντων της στο ΕΜΠ.
Οταν τη ρωτούν πώς απαντά σε αυτούς που την κατηγορούν ότι «επιλέχθηκε επειδή είναι σύζυγος του πρωθυπουργού», τονίζει πως δεν αναγνωρίζει στον εαυτό της κάποιον ρόλο ή κάποιο αξίωμα λόγω της θέσης του συζύγου της. «Δεν θα μπορούσα να σταματήσω να εργάζομαι», δηλώνει και συμπληρώνει: «Εθεσα το έργο μου στην κρίση του πανεπιστημίου και εκείνο έκανε την επιλογή του με βάση συγκεκριμένα κριτήρια». Με πλήρη συνείδηση δηλώνει: «Ας κριθώ γι’ αυτό που είμαι και γι’ αυτό που πράττω, όχι για τον σύζυγό μου. Μια τέτοια αντίληψη είναι υποτιμητική για κάθε γυναίκα». Είναι κατηγορηματική λέγοντας ότι «τα αξιώματα εκπίπτουν αναπόφευκτα κάποια στιγμή», έτσι θα γίνει και με τον σύζυγό της. Μέχρι τότε, «ας ζήσουμε με αξιοπρέπεια, ας κάνει ο καθένας τη δουλειά του όσο καλύτερα μπορεί και ας έχουμε καθαρό πρόσωπο όταν η εξουσία θα φύγει από τη ζωή μας».
Οταν τη μέμφονται ότι «πήρε τη θέση ενώ δουλεύει και θα μπορούσε να εργαστεί κάποιος άνεργος», δηλώνει ότι οι προσλήψεις στα ΑΕΙ γίνονται με βάση κάποια τυπικά προσόντα. Στηλιτεύει το γεγονός ότι οι πόροι προς την τριτοβάθμια εκπαίδευση και ακαδημαϊκή έρευνα είναι υποτυπώδεις και πως οι Ελληνες ερευνητές -ακόμα και εκλεγμένοι καθηγητές ΔΕΠ- αναγκάζονται να μεταναστεύσουν σε άλλες χώρες για να κυνηγήσουν τους ερευνητικούς τους στόχους. Και αποκαλύπτει ότι το 2014 είχε γίνει δεκτή σε γνωστό ευρωπαϊκό πανεπιστήμιο ως ερευνήτρια στον τομέα των οπτικών δικτύων και ετοιμαζόταν να εγκατασταθεί εκεί, υπολογίζοντας το οικογενειακό κόστος. «Οι εκλογές του Ιανουαρίου άλλαξαν την οργάνωση της οικογένειας και γι’ αυτό εγκατέλειψα την ιδέα της μετεγκατάστασης. Ισως στο μέλλον… Ποιος ξέρει;».
Τέλος, στην ερώτηση «γιατί το κάνει» απαντά «για τη διδακτική εμπειρία». Οσο για τον μισθό της, χαμογελάει δηκτικά: «Είμαι μια πολύ φτηνή επιλογή για το πανεπιστήμιο». Είναι δημόσιος υπάλληλος και θα αμείβεται βάσει νόμου με το 1/3 του μισθού του έκτακτου διδάσκοντα. Δηλαδή, δεν θα φτάνει ούτε για τις μετακινήσεις της. «Δεν το σκέφτομαι καθόλου. Η δουλειά αυτή δίνει πολύ μεγάλη χαρά».