Γίνεται φανερό πως η ανάγκη εξεύρεσης λύσεων για το ιδιωτικό χρέος και δη για τα «χρέη» της πανδημίας είναι επιτακτική και ο διάλογος μεταξύ της Πολιτείας και των φορέων της Aγοράς πρέπει να αποφέρει βιώσιμες λύσεις το συντομότερο δυνατόν.
Tου Γιώργου Καρανίκα*
Τα δύσκολα για την αγορά δεν θα τελειώσουν με την αποκλιμάκωση της πανδημικής κρίσης. Αντίθετα, το τεντωμένο σχοινί πάνω στο οποίο ισορροπούν επί μήνες χιλιάδες μικρομεσαίες εμπορικές επιχειρήσεις θα κινδυνεύσει να σπάσει την «επόμενη μέρα», όταν θα βρεθούν αντιμέτωπες με τις συσσωρευμένες υποχρεώσεις από την πολύμηνη «απραξία», την αδυναμία προμήθειας νέων εμπορευμάτων λόγω των άδειων ταμείων και την μειωμένη κρατική στήριξη που, όπως πρόσφατα έχει ειπωθεί χαρακτηριστικά από κυβερνητικά χείλη, είναι «πεπερασμένη».
Στο στάδιο αυτό το «ξεπάγωμα» των χρεών αναμένεται να αυξήσει τις υπερχρεωμένες επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά και να φέρει πιο κοντά την απειλή των λουκέτων και των απολύσεων.
Γίνεται φανερό πως η ανάγκη εξεύρεσης λύσεων για το ιδιωτικό χρέος και δη για τα «χρέη» της πανδημίας είναι επιτακτική και ο διάλογος μεταξύ της Πολιτείας και των φορέων της αγοράς πρέπει να αποφέρει βιώσιμες λύσεις το συντομότερο δυνατόν.
Το ιδιωτικό χρέος δεν αποτελεί φυσικά συνέπεια μόνο της πανδημικής κρίσης αφού από το 2018 το παγκόσμιο χρέος ανερχόταν στο 226% του διεθνούς ΑΕΠ και από αυτό τα ¾ είναι ιδιωτικό.
Στην Ελλάδα το ιδιωτικό χρέος (ληξιπρόθεσμες οφειλές σε ΑΑΔΕ, ευρύτερο χρηματοπιστωτικό τομέα και ασφαλιστικά ταμεία) ανέρχεται προσεγγιστικά στα 234 δις ευρώ, όντας γύρω στο 127,5% του ΑΕΠ. Βέβαια, αν συνυπολογιστούν οι ληξιπρόθεσμες οφειλές στη ΔΕΗ και στις υπόλοιπες ΔΕΚΟ (γύρω στα 4 δις ευρώ) αλλά και τα χρέη μεταξύ ιδιωτών, το «ανεπίσημο» ιδιωτικό χρέος είναι ακόμα υψηλότερο. Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας το ύψος των επιταγών που ανακυκλώνεται στην ελληνική αγορά προσέγγισε το 2019 τα 90 δις ευρώ.
Με άλλα λόγια, καταγράφεται μια «γκρίζα ζώνη» ιδιωτικού χρέους, η οποία μεγεθύνεται μέσα από τις μεταχρονολογημένες επιταγές. Η συγκεκριμένη «γκρίζα ζώνη» συνιστά το αποτέλεσμα της αδυναμίας πρόσβασης των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων στο τραπεζικό σύστημα, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης. Αν λάβουμε δε υπόψη ότι τα εξυπηρετούμενα δάνεια ανέρχονται σε 105,27 δις ευρώ, κατανοούμε τον κίνδυνο περαιτέρω διολίσθησης λόγω και της πανδημίας.
Μάλιστα, η μέση οφειλή προς τις τράπεζες μεγεθύνεται κατά 33% μεταξύ 2019-2020 και το ίδιο διάστημα, σύμφωνα με το ΙΝΕΜΥ – ΕΣΕΕ οι περισσότερες κατηγορίες οφειλών των εμπορικών επιχειρήσεων παρουσιάζουν αύξηση Και ενώ οι οφειλές προς την εφορία και τα ασφαλιστικά ταμεία – παρά τις αυξομειώσεις τους – παρουσιάζουν μια σταθερή εικόνα τα τελευταία πέντε χρόνια, αυξάνονται οι οφειλές προς προμηθευτές. Είναι το σημείο που χρήζει μεγάλης προσοχής γιατί μπορεί να έχει αρνητικά πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα στην αγορά.
Στο πρόσφατο webinar που διοργάνωσε η ΕΣΕΕ με θέμα «Ιδιωτικό Χρέος και πανδημική κρίση» έγκριτοι οικονομολόγοι κατέθεσαν τολμηρές προτάσεις τόσο σε ευρωπαϊκό επίπεδο όσο και ειδικότερα για το ελληνικό ιδιωτικό χρέος. Τέτοιες είναι: η φορολόγηση του πλεονάσματος του κύκλου εργασιών όσων επιχειρήσεων σημείωσαν αύξηση τζίρου κατά τη διάρκεια της πανδημίας, η αξιοποίηση των πόρων του ταμείου Ανάκαμψης για τη δημιουργία ενός κεφαλαίου προεξόφλησης, η υιοθέτηση μιας πιο γενναίας αντιμετώπισης των ανεπίδεκτων χρεών και η συμμετοχή του δημοσίου στην εξυγίανση επιχειρήσεων και νοικοκυριών. Ως κριτήρια τέθηκαν ο εκσυγχρονισμός των επιχειρήσεων, η εφαρμογή μεταρρυθμίσεων, η υιοθέτηση καινοτόμων μεθόδων παραγωγής και η προστασία των εργαζομένων.
Με άλλα λόγια, οι ειδικοί μας λένε πως το ζήτημα του ιδιωτικού χρέους και πρέπει, και μπορεί να αντιμετωπισθεί. Στην προβληματική που αναπτύσσεται είναι αναγκαίο να προσθέσουμε την κλαδική διάσταση του χρέους, καθώς η πανδημία έπληξε περισσότερο συγκεκριμένους κλάδους της ελληνικής οικονομίας, όπως είναι οι εμπορικές επιχειρήσεις ένδυσης και υπόδησης, απειλώντας πλέον σε αρκετές περιπτώσεις να μετατρέψει υγιείς επιχειρήσεις σε προβληματικές. Πρόκειται για επιχειρήσεις που δεν θα μπορέσουν να εισπράξουν τις απαιτήσεις τους και για εκείνες που λόγω σχεδόν μηδενικών τζίρων και εσόδων δεν θα μπορέσουν να καλύψουν τις τραπεζικές τους υποχρεώσεις.
Για τους λόγους αυτούς η ΕΣΕΕ θεωρεί ότι είναι σκόπιμο τα συναρμόδια υπουργεία να εξετάσουν: α) δυνατότητες παροχής κρατικών εγγυήσεων για εκείνες τις επιχειρήσεις που ήταν φερέγγυες πριν την πανδημική κρίση και παρουσιάζουν μια ανάγκη ρευστότητας, και β) παροχή κινήτρων για την αναδιάρθρωσή του ιδιωτικού χρέους. Επιπλέον, μεγάλη έμφαση πρέπει να δοθεί στη βιώσιμη ρύθμιση του θέματος των μεταχρονολογημένων επιταγών ώστε καμία πλευρά να μην ζημιωθεί.
Μια εκτίναξη του Ιδιωτικού Χρέους θα επηρεάσει τόσο τα δημόσια έσοδα όσο και το τραπεζικό σύστημα. Γι’ αυτό χρειάζεται να συζητήσουμε όλοι οι εμπλεκόμενοι φορείς Κυβέρνηση, Κοινωνικοί Εταίροι και Τράπεζες ρεαλιστικούς τρόπους αντιμετώπισης του. Κατανοούμε ότι όλα αυτά θα πρέπει να είναι συμβατά με τον διαθέσιμο δημοσιονομικό χώρο της οικονομίας. Αυτό όμως δεν μπορεί να αποτελέσει δικαιολογία για την αποφυγή διαλόγου στο Νο1 πρόβλημα, το οποίο θα βρούμε μπροστά μας πολύ σύντομα.
*Πρόεδρος της ΕΣΕΕ