Γράφει η Μαρία Βασιλειάδου, Δόκιμη Αναλύτρια ΚΕΔΙΣΑ (Κέντρο Διεθνών Στρατηγικών Αναλύσεων)
Στο δεύτερο μέρος του άρθρου θα γίνει μια προσπάθεια καταγραφής των γεγονότων που αφορούν στο Μακεδονικό ζήτημα και συνέβησαν κατά την περίοδο των τελευταίων 15 ετών.
Επιπλέον, θα γίνει μια προσπάθεια εξήγησης του λόγου που παρότι και οι δυο πλευρές παρουσιάζονταν πρόθυμες και αποφασισμένες να προχωρήσουν σε λύση του προβλήματος της ονομασίας όσο το δυνατόν γρηγορότερα, μέχρι σήμερα δεν έχει βρεθεί μια κοινή γραμμή πλεύσης. Τέλος, θα γίνει μια επισκόπηση των αντιδράσεων των χωρών υπό διεθνολογικό πρίσμα. Κατά την περίοδο 1997 – 2002 δεν υπήρξαν σημαντικές εξελίξεις όσον αφορά στην ονομασία και την συνεργασία των δύο χωρών . Η τελευταία πρόταση που τέθηκε προς συζήτηση ερχόμενη από την Ελλάδα ήταν ο όρος «Μακεδονία των Σκοπίων» το 1998, ο οποίος έγινε δεκτός από τους μεσολαβητές όχι όμως από την ΠΓΔΜ. Αλλάζοντας δεκαετία στην Ελλάδα διεξάγονται εκλογές και στην εξουσία παραμένει το ΠΑΣΟΚ με πρωθυπουργό τον Κώστα Σημίτη. Υπουργός Εξωτερικών ορίζεται ο Γιώργος Παπανδρέου, ο οποίος το 2001 ζητά τη συμβολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ύπατου Αρμοστή για θέματα εξωτερικής πολιτικής, Χαβιέ Σολάνα με σκοπό να επιταχύνει τις διαδικασίες εύρεσης λύσης. Παρά το γεγονός ότι και οι δυο πλευρές εξέφραζαν την έντονη θέληση τους για να υπάρξει σύντομα λύση στο θέμα της ονομασίας ουσιαστική πρόοδος δεν παρουσιάστηκε.
Το 2003, υπογράφεται διμερής συμφωνία μεταξύ ΗΠΑ και ΠΓΔΜ, στην οποία χρησιμοποιήθηκε το όνομα Μακεδονία για την προσφώνηση της ΠΓΔΜ. Το γεγονός αυτό πυροδότησε έντονες αντιδράσεις από την ελληνική πλευρά. Το θέμα ετέθη στον πρέσβη των ΗΠΑ από τον Έλληνα Υπουργό Εξωτερικών. Παράλληλα η αντιπολίτευση κάνει λόγο για αδράνεια της κυβέρνησης ενώ δέχεται κριτική και μερικών βουλευτών του ΠΑΣΟΚ, οι οποίοι μιλούν για πισώπλατη μαχαιριά των Αμερικανών. Ο Ρίτσαρντ Μπάουτσερ, εκπρόσωπος του State Department, προέβη σε δηλώσεις τονίζοντας πως η χρήση του ονόματος Μακεδονία χρησιμοποιήθηκε ανεπίσημα ενώ παράλληλα δήλωσε πως αυτή η συμφωνία δεν πρόκειται να επιφέρει καμία αλλαγή στην υπάρχουσα κατάσταση και πως η Αμερική θα συνεχίσει να υποστηρίζει τις διαδικασίες διαπραγμάτευσης μέσω του ΟΗΕ. Το 2004 υπάρχει αλλαγή πολιτικού σκηνικού στην ΠΓΔΜ.
Στις 31 Μαΐου αναλαμβάνει πρωθυπουργός ο τεχνοκράτης Χάρι Κοστόφ χωρίς όμως μεγάλη διάρκεια θητείας καθώς στις 15 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους στην εξουσία έρχεται ο σοσιαλδημοκράτης Βλάντο Μπουτσκόφσκι. Στην Ελλάδα, την εξουσία αναλαμβάνει η Νέα Δημοκρατία στις εκλογές που διεξάγονται τον Μάρτιο του 2004. Το ίδιο έτος η ΠΓΔΜ υποβάλλει αίτηση για την ένταξη της στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ο πρόεδρος της ελληνικής Δημοκρατίας δηλώνει πως η ευρωπαϊκή πορεία της ΠΓΔΜ περνάει από την Ελλάδα. Το 2005 παρά τις προτάσεις του μεσολαβητή των Ηνωμένων Εθνών Μάθιου Νίμιτς διαπιστώνεται αδιέξοδο στο θέμα της ονομασίας. Η πρόταση Νίμιτς «Republika Makedonija – Skopje» απορρίπτεται από την ΠΓΔΜ ενώ από την ελληνική πλευρά έγινε δεκτή ως βάση για περαιτέρω συζήτηση. Εδώ παρατηρείται η αδιαλλαξία της ΠΓΔΜ που αν και δηλώνει πρόθυμη να βρεθεί μια συμβιβαστική λύση, απορρίπτει τις προτάσεις του ειδικού μεσολαβητή του ΟΗΕ.
Το 2006 συμβαίνουν δύο αξιοσημείωτα γεγονότα. Αρχικά, τον Μάιο ο πρόεδρος της ΠΔΓΜ κάνει λόγο κατά τη διάρκεια μιας ομιλίας του για σλαβόφωνη μειονότητα στην Ελλάδα, δήλωση η οποία προκαλεί μεγάλες αντιδράσεις στην Ελλάδα και έχει ως αποτέλεσμα την απάντηση του Προέδρου της Δημοκρατίας, Κάρολου Παπούλια, στο Ευρωκοινοβούλιο κατά την οποία φυσικά και διαψεύδει την ύπαρξη σλαβόφωνης μειονότητας. Το Νοέμβριο του ίδιου έτους, προαναγγέλλεται η ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ μέχρι το 2008. Η δήλωση της Ελλάδας ήταν πως η πορεία της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ περνάει από την Ελλάδα.
Το 2008 είναι η χρονιά που η αντιπαράθεση των δύο χωρών βρίσκεται στα μεγαλύτερα επίπεδά της καθώς είναι η χρονιά που πραγματοποιείται η Σύνοδος του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι με ένα από τα θέματα προς συζήτηση και λήψη απόφασης την ένταξη της ΠΓΜΔ. Παρότι έγιναν προσπάθειες και από την ΠΓΔΜ αλλά και από τις ΗΠΑ να διαχωριστεί το θέμα της ονομασίας από το θέμα της ένταξης, ο πρωθυπουργός της Ελλάδας, Κώστας Καραμανλής, επέμενε στη θέση του «αποδεκτή λύση ή μη ένταξη στο ΝΑΤΟ». Στην προσπάθεια αυτή, ο Μάθιου Νίμιτς σε νέα συνάντηση στη Βιέννη τον Μάρτιο προτείνει πέντε εναλλακτικές ονομασίες: Συνταγματική Δημοκρατία της Μακεδονίας, Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας, Ανεξάρτητη Δημοκρατία της Μακεδονίας, Νέα Δημοκρατία της Μακεδονίας και Δημοκρατία της Άνω Μακεδονίας. Την τελευταία ονομασία συζητά η Ελλάδα ενώ η ΠΓΔΜ κάνει δεκτές δύο από τις πέντε (Ανεξάρτητη Δημοκρατία της Μακεδονίας και Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας). Επομένως ούτε αυτή τη φορά αποδίδουν αποτελέσματα οι διαπραγματεύσεις. Η Σύνοδος Κορυφής του ΝΑΤΟ ολοκληρώνεται και η ΠΓΔΜ δεν γίνεται δεκτή στους κόλπους της Ατλαντικής Συμμαχίας. Η διαδικασία λήψης αποφάσεων του ΝΑΤΟ είναι η ομοφωνία και σε αυτήν την περίπτωση αυτή δεν επήλθε. Ένα λάθος της Ελλάδας ήταν πως έπειτα από τη Σύνοδο διακήρυττε πως έθεσε βέτο στην ένταξη της ΠΓΔΜ ενώ στην πραγματικότητα στο ΝΑΤΟ τα μέλη δεν διαθέτουν το δικαίωμα αυτό. Αντίθετα, όταν δεν λαμβάνεται μια απόφαση με ομοφωνία το Συμβούλιο του ΝΑΤΟ παίρνει την ευθύνη και όχι ένα κράτος-μέλος. Παρόλα αυτά η Ελλάδα συνέχιζε να διαμηνύει πως έθεσε βέτο. Με αυτό τον τρόπο δίνει έρεισμα στην ΠΓΔΜ να κατηγορήσει την Ελλάδα για παραβίαση της ενδιάμεσης συμφωνίας του 1995 η οποία προέβλεπε ότι κανένα από τα δύο μέρη δεν θα εμποδίσει την είσοδο σε διεθνείς οργανισμούς του άλλου κράτους. Με αποτέλεσμα, η ΠΓΔΜ να προσφύγει στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης κατά της Ελλάδας. Στην απόφασή του το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης καταδικάζει την Ελλάδα (με ψήφους 15 προς 1) για παραβίαση της ενδιάμεσης συμφωνίας.
Τα τελευταία χρόνια η κατάσταση έχει παραμείνει σταθερά χωρίς λύση. Αν και το 2009 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έδωσε καθεστώς υποψήφιας προς ένταξης χώρας στην ΕΕ καθώς έκρινε πως τα πολιτικά κριτήρια που απαιτούνται πληρούνται, το Δεκέμβριο του 2012 το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο με ομόφωνη απόφαση έκρινε πως η έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων εξαρτάται από την εφαρμογή των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων, την προώθηση και τον σεβασμό των σχέσεων καλής γειτονίας και την επίλυση του ζητήματος της ονομασίας, στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων υπό την αιγίδα του ΟΗΕ. Έτσι, ουσιαστική η επίλυση του ζητήματος της ονομασίας τίθεται ως προαπαιτούμενο για την ένταξη της χώρας στην ΕΕ.
Από διεθνολογική σκοπιά, η κατάσταση του Μακεδονικού ζητήματος μας θυμίζει έντονα τα βασικά αξιώματα της θεώρησης του κλασικού ρεαλισμού. Ο κλασικός ρεαλισμός θεωρείται η παραδοσιακή θεώρηση των διεθνών σχέσεων. Ένα από τα βασικά αξιώματα του κλασικού ρεαλισμού είναι πως τα κράτη είναι οι πιο ισχυροί και οι μοναδικοί παράγοντες του διεθνούς συστήματος. Αυτό είναι εμφανές στην περίπτωση του Μακεδονικού ζητήματος καθώς παρατηρούμε πως παρά τις συνεχείς παρεμβάσεις διεθνών οργανισμών όπως ο ΟΗΕ και η ΕΕ αλλά και την πίεση τους προς την ΠΓΔΜ και την Ελλάδα για την επίλυση του θέματος της ονομασίας δεν κατάφεραν να αλλάξουν στάση σε κανένα από τα δύο κράτη έτσι ώστε να βρεθεί μια μέση λύση. Είναι επίσης πρόδηλο πως τα κράτη έχουν την πρώτη και την τελευταία λέξη όσον αφορά στις αποφάσεις που αφορούν στις σχέσεις τους με άλλα κράτη. Άλλο ένα βασικό θεώρημα του κλασικού ρεαλισμού είναι ότι τα κράτη αποτελούν ορθολογικούς δρώντες και έχουν ως βασική τους επιδίωξη την μεγιστοποίηση των κερδών τους, λειτουργούν δηλαδή με βάση το εθνικό τους συμφέρον. Αυτό παρατηρείται έντονα στις αντιδράσεις και των δύο χωρών κατά την διάρκεια των διαπραγματεύσεων, καθώς κανένα από τα δύο μέρη δεν υποχωρεί στις αρχικές του επιδιώξεις και δεν αλλάζει στόχους. Και τα δύο κράτη έχουν σαν υπέρτατο εθνικό συμφέρον την επιβίωση μέσα στο διεθνές σύστημα και για να το επιτύχουν αυτό προσπαθούν να κερδίζουν ισχύ μέσα από διάφορες διεθνοπολιτικές δραστηριότητες έτσι ώστε μέσω της απόκτησης της ισχύος να ικανοποιούν το εθνικό τους συμφέρον.
Το Μακεδονικό ζήτημα, αποτελεί ένα ευαίσθητο διεθνές θέμα και επηρεάζει τόσο τις δύο χώρες που αναμειγνύονται άμεσα σε αυτό όσο και τις Μεγάλες Δυνάμεις και την ΕΕ. Η εύρεση μια κοινά αποδεκτής λύσης κρίνεται αναγκαία για την καλή σχέση των δύο χωρών καθώς και την περαιτέρω συνεργασίας τους σε πολλούς επιμέρους τομείς (εμπορικό, τουριστικό, βιομηχανικό). Το κέρδος της Ελλάδας από την επίλυση του Μακεδονικού Ζητήματος είναι πολύ σημαντικό καθώς η επίλυση του ζητήματος θα φέρει μια σταθερότητα στην περιοχή των Βαλκανίων και θα ισχυροποιήσει τη θέση της Ελλάδας στον στρατηγικά σημαντικό αυτό χώρο. Παρά τις επίμονες προσπάθειες να βρεθεί λύση, αυτό δεν έχει καταστεί εφικτό καθώς και οι δύο χώρες παραμένουν αυστηρά προσηλωμένες στις αρχικές τους επιδιώξεις με τα σημάδια καλής θέλησης για τη επίλυση του θέματος της ονομασίας να παραμένουν υπαρκτά σε επίπεδο ρητορικής χωρίς όμως κινήσεις που να μπορούν να χαρακτηριστούν ως ένδειξη συμβιβαστικής διάθεσης.
Η ελληνική εξωτερική πολιτική θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σταθερή κατά την πάροδο των χρόνων με αστοχίες όμως που κόστισαν στην Ελλάδα. Μέχρι σήμερα 133 χώρες έχουν επίσημα αναγνωρίσει την ΠΓΔΜ με το συνταγματικό της όνομα ανάμεσα στις οποίες είναι και τα ισχυρότερα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ (ΗΠΑ, Ρωσία και Κίνα). Η Ελλάδα, λοιπόν, δεν κατάφερε να παρουσιάσει τα επιχειρήματα της ως τα μόνα λογικά και να πείσει τις υπόλοιπες χώρες πως η διεκδίκηση μιας ονομασίας που δε περιέχει τη λέξη Μακεδονία έχει λογική υπόσταση.
Βιβλιογραφία
•Τα παρασκήνια του Μακεδονικού Ζητήματος: Κουζινόπουλος Σπύρος, Εκδόσεις: Καστανιώτης, 2008
•Ιστορία της Μακεδονίας (Μέρος Α’) : Χάμμοντ Νίκολας, Εκδόσεις: Μαλλιάρης, 1995
•Εισαγωγή στις Διεθνείς Σχέσεις, Ηλίας Κουσκουβέλης, Ε’ Έκδοση, Εκδόσεις: Ποιότητα, 2007