Η πανδημία ανέδειξε με εμφατικό τρόπο την ανάγκη επένδυσης στη φροντίδα των παιδιών και στα συστήματα υγείας.
ΜΙΧΑΛΗΣ ΧΡΥΣΟΧΟΪΔΗΣ
Είναι ιστορικά καταγεγραμμένο ότι έπειτα από μεγάλα γεγονότα παγκόσμιας διάστασης, λαοί και κυβερνήσεις αναδιατυπώνουν τη σχέση μεταξύ κράτους και πολιτών. Μετά τη Μεγάλη Ύφεση και τις πληγές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι ΗΠΑ συνέταξαν το κοινωνικό συμβόλαιο που διατηρήθηκε σε ισχύ για δεκαετίες και άνοιξε μια νέα εποχή για το κοινωνικό κράτος.
Το ίδιο συνέβη στην κατεστραμμένη μεταπολεμική Δυτική Ευρώπη, όπου οι πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις συμφώνησαν σε ένα ιστορικό κοινωνικό συμβόλαιο, που κατέληξε στο ευρωπαϊκό μοντέλο κράτους πρόνοιας.
Οι κρίσεις, οι πόλεμοι, η οικονομική κατάρρευση, βγάζουν στην επιφάνεια τις αδυναμίες των κοινωνικών και οικονομικών συστημάτων και επιβάλλουν αλλαγή στον τρόπο που ασκείται η πολιτική. Εκεί βρισκόμαστε πάλι σήμερα: σε αναστοχασμό, επαναξιολόγηση του κοινωνικού συμβολαίου και κατ’ επέκταση του κοινωνικού κράτους, με αφορμή την πανδημία και τον τρόπο αντιμετώπισής της από τις κυβερνήσεις.
Είναι πρωτοφανή τα ποσά που οι κυβερνήσεις ανά τον κόσμο διοχέτευσαν στη στήριξη των ανέργων, των οικογενειών, των επιχειρήσεων, των συστημάτων υγείας. Ακόμη και οι θηριώδεις οικονομικές παρεμβάσεις που έγιναν κατά τη διάρκεια της τελευταίας χρηματοπιστωτικής κρίσης στις ΗΠΑ για τη διάσωση των τραπεζών ή στην πατρίδα μας την προηγούμενη δεκαετία για τον αντίστοιχο σκοπό, μοιάζουν πενιχρές συγκριτικά με τη βαρύτητα και τον καταλυτικό ρόλο της κρατικής παρέμβασης κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Υπολογίζεται ότι μέχρι στιγμής έχουν δαπανηθεί από τις κυβερνήσεις των ανεπτυγμένων χωρών περίπου πενταπλάσια ποσά από αυτά που διατέθηκαν για την αντιμετώπιση της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Στις ΗΠΑ, η Κυβέρνηση Μπάιντεν διέθεσε 1,9 τρισ. δολάρια για στήριξη –μεταξύ άλλων– των ανέργων και των υγειονομικών μονάδων, παιδική προστασία, προμήθεια εμβολίων, ενίσχυση επιχειρήσεων και τοπικών κυβερνήσεων.
Η Ε.Ε. αποφάσισε τη χρηματοδότηση των μελών της μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης, προκειμένου να περιορίσει τις οικονομικές συνέπειες της πανδημίας και να βοηθήσει τις οικονομίες στη μετάβασή τους προς την ψηφιακή εποχή και την πράσινη ανάπτυξη, δαπανώντας 723,8 δισ. ευρώ. Η ελληνική κυβέρνηση διέθεσε 44 δισ. ευρώ για στήριξη των ανέργων, ενίσχυση των επιχειρήσεων και των δομών υγείας· μία από τις πιο γενναίες παγκοσμίως χρηματοδοτήσεις σε σχέση με το ΑΕΠ.
Η πανδημία ωστόσο έδειξε ότι το κοινωνικό κράτος πάσχει, χρειάζεται ανασύσταση και εκσυγχρονισμό. Γεννήθηκε σε άλλες εποχές, με διαφορετικές οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες, για αντιμετώπιση άλλης εμβέλειας κινδύνων και προκλήσεων.
Ήδη, πριν από την πανδημία, τα θεμέλια του κράτους πρόνοιας έτριζαν, καθώς απέτυχε σε παρά πολλές περιπτώσεις να προστατεύσει τους εργαζομένους από επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης που σχετίζονται με τις ραγδαίες τεχνολογικές αλλαγές, που εντέλει οδήγησαν σε μαζική απώλεια θέσεων εργασίας.
Και ενώ το κόστος της υγειονομικής περίθαλψης και των συντάξεων αυξάνεται ραγδαία, την ίδια στιγμή μειώνονται οι παροχές του κράτους πρόνοιας προς τις νεότερες γενιές, με πλέον θιγμένους τους νέους εργαζόμενους για τους οποίους η αγορά εργασίας αλλάζει ταχύτατα επί τα χείρω.
Σε αντίθεση με προηγούμενες κρίσεις, η κρίση του κορωνοϊού βάλλει οριζόντια κράτη και κοινωνίες και θέτει προκλήσεις σε σχεδόν όλους τους τομείς δημοσίων πολιτικών: την πρόνοια, την υγεία, την αγορά εργασίας, την ανεργία, τις κοινωνικές υπηρεσίες, την οικογένεια, τους ηλικιωμένους.
Η πανδημία ανέδειξε με εμφατικό τρόπο την ανάγκη επένδυσης στη φροντίδα των παιδιών και στα συστήματα υγείας.
Υπό την επίδραση της πανδημίας, της κλιματικής κρίσης, της ραγδαίας τεχνολογικής εξέλιξης και του δημογραφικού ζητήματος, οι άνεμοι της αλλαγής πνέουν πλέον με σφοδρότητα και ταχύτητα, επιταχύνοντας τη νέα δομή της οικονομίας. Στην πραγματικότητα, η πανδημία μας έκανε να «ανακαλύψουμε» ξανά την κοινωνία. Χρειάζεται επανεκτίμηση του ρόλου του κράτους πρόνοιας σε σχέση με την αξιολόγηση και την αναδοχή των οικονομικών και κοινωνικών κινδύνων, αλλά και τη δυνατότητά του να απορροφά κάθε φορά τους κραδασμούς. Χρειάζονται μηχανισμοί αποτελεσματικής προστασίας των πολιτών από οικονομικά και κοινωνικά σοκ, όπως αυτό της πανδημίας. Χρειάζονται πολιτικές προστασίας των ανέργων, χωρίς ωστόσο να αποθαρρύνουν την εργασία.
Ενδεικτικά αναφέρω πολιτικές. Κορυφαία προϋπόθεση αποτελεί η ριζική αλλαγή της δημόσιας διοίκησης, κατά βάση μέσω ψηφιοποίησης των υπηρεσιών, χρήσης της τεχνολογίας για την εξάλειψη της γραφειοκρατίας, με τελικό στόχο την άμεση, χωρίς διαμεσολάβηση, ταχεία καταβολή των ενισχύσεων στήριξης στους δικαιούχους. Η ελληνική διοίκηση ήδη έχει ενσωματώσει στα δύο χρόνια της πανδημίας πολλές τέτοιες πρακτικές, με κύριο χαρακτηριστικό την ευθεία και ταχεία σχέση διοίκησης και δικαιούχου.
Η καθολική επίσης πρόσβαση στο Διαδίκτυο και στους τραπεζικούς λογαριασμούς σημαίνει ότι μπορούν όλα τα νοικοκυριά να εισπράττουν τις πληρωμές που η κυβέρνηση αποφασίζει. Αυτού του είδους οι αλλαγές εξασφαλίζουν αυτό που χρόνια τώρα αποτελεί διακηρυγμένο πολιτικό στόχο: την αδιαμεσολάβητη σχέση κράτους – πολίτη.
Προκρίνονται δράσεις που αφορούν σε ενεργές πολιτικές στήριξης της εργασίας απέναντι στην ευελιξία της αγοράς, κυρίαρχης σε μεγάλο μέρος του ανεπτυγμένου κόσμου λόγω του ανταγωνισμού. Η αύξηση των μισθών των χαμηλόμισθων και ευάλωτων εργαζομένων, η στήριξη εργαζομένων σε τομείς που χάνουν εύκολα την απασχόληση, οι εξειδικευμένες πολιτικές στήριξης της μητρότητας, η στήριξη όσων αντικαθίστανται οι θέσεις εργασίας τους από την τεχνολογία, αποτελούν ενδεικτικά αναγκαίες δράσεις των κυβερνήσεων.
Σημαντική παράμετρο συνιστά επίσης η γενναιόδωρη αύξηση των δαπανών για επανεκπαίδευση όσων χάνουν τη δουλειά τους, ώστε οι άνεργοι να είναι ενεργοί και ανταγωνιστικοί στην αναζήτησή μιας νέας θέσης εργασίας. Η πανδημία ανέδειξε, τέλος, με εμφατικό τρόπο την ανάγκη επένδυσης στη φροντίδα των παιδιών και στα συστήματα υγείας.
Το απηρχαιωμένο κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας απέτυχε να ανταποκριθεί στις ανάγκες των ανθρώπων κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Η πανδημία το έκανε ακόμη πιο φανερό. Η νέα εποχή επιβάλλει την ανοικοδόμηση ενός σύγχρονου, ανανεωμένου κράτους πρόνοιας που θα καλύπτει τους πραγματικά έχοντες ανάγκη, θα ενθαρρύνει την εργασία, αλλά και θα παρεμβαίνει γρήγορα και αποτελεσματικά όταν έρχεται κρίση ή καταστροφή.