ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ: Ένα “μήνυμα ενότητας” που διχάζει τον ορθόδοξο κόσμο-Η πρόσφατη συμπόρευση του Οικουμενικού Πατριαρχείου με τον νέο Πάπα Λέοντα ΙΔ΄, μέσα από κοινές δηλώσεις, συμπροσευχές και υψηλού συμβολισμού κινήσεις, παρουσιάστηκε διεθνώς ως «ιστορικό βήμα προσέγγισης».
Ρεπορτάζ: Γιώργος Θεοχάρης
Πίσω όμως από τις χαμογελαστές φωτογραφίες και τις προσεκτικά διατυπωμένες ομιλίες, ένα μεγάλο κομμάτι του ορθοδόξου πληρώματος αισθάνεται βαθιά ανησυχία: ποια είναι στην πραγματικότητα αυτή η «ενότητα» που χτίζεται, και σε ποιο κόστος για την Ορθοδοξία;, σχολιάζουν αναγνώστες στο tilegrafimanews.gr
Η κοινή ρητορική περί «κοινής πίστης» και «κοινού Συμβόλου της Νικαίας» δεν γίνεται σε κενό αέρος. Έρχεται μετά από δεκαετίες διαλόγων, χειρονομιών προσέγγισης και θεολογικών κειμένων, τα οποία έχουν δημιουργήσει την εντύπωση ότι η διαφορά Ορθοδοξίας – Παπισμού περιορίζεται πια μόνο σε «ιστορικές παρεξηγήσεις». Η πραγματικότητα όμως, όπως τη βιώνουν πολλοί κληρικοί, μοναχοί και θεολόγοι, είναι πολύ διαφορετική.
Από την άρση των αναθεμάτων στη “διαρκή κίνηση προς τα εμπρός”
Η αναφορά στην άρση των αναθεμάτων του 1054, το 1965, παρουσιάζεται από τις δύο πλευρές ως σημείο μη επιστροφής σε μια εποχή συγκρούσεων. Από τότε μέχρι σήμερα, κάθε επίσκεψη Πάπα στο Φανάρι, κάθε κοινή δήλωση, κάθε συμπροσευχή σε παγκόσμιο φόρουμ, θεωρείται ένα ακόμη σκαλοπάτι στην επιχείρηση «αποκατάστασης της ενότητας».
Όμως η «ενότητα» γίνεται αντιληπτή διαφορετικά από τη Ρώμη και διαφορετικά από την ορθόδοξη παράδοση. Η Αγία Έδρα μιλά για «νόμιμη ποικιλομορφία» μέσα σε ένα εκκλησιαστικό πλαίσιο όπου ο Πάπας παραμένει κέντρο αναφοράς. Για την Ορθοδοξία, αντίθετα, η ενότητα δεν στηρίζεται σε έναν υπερ-θεσμό με παγκόσμια δικαιοδοσία, αλλά στη συνοδικότητα, στην ισοτιμία των Εκκλησιών και στην ακριβή τήρηση της πίστεως όπως ορίστηκε από όλες τις Οικουμενικές Συνόδους.
Όταν λοιπόν ο Πάπας μιλά για «ενότητα χωρίς τυραννία» και «πολλαπλότητα χωρίς κατακερματισμό», ο ορθόδοξος κόσμος αναρωτιέται: ποιος θα ορίσει το πλαίσιο αυτής της ενότητας και ποιος θα κρατά στο χέρι το “τιμόνι”;
Το Σύμβολο της Νικαίας ως εργαλείο – και όχι ως όριο
Κεντρικό σημείο της κοινής ρητορικής Φαναρίου – Ρώμης είναι το Σύμβολο της Πίστεως της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου. Παρουσιάζεται ως κοινή βάση, ως «γέφυρα», ως σημείο αναφοράς για μία νέα εποχή σχέσεων. Ωστόσο, στα κείμενα και στις δηλώσεις γίνεται εντυπωσιακή σιωπή για τις αποφάσεις των υπόλοιπων Οικουμενικών Συνόδων, για τον ρόλο των Ιερών Κανόνων, για την καταδίκη των παπικών καινοτομιών στο δόγμα και στην εκκλησιολογία.
Εδώ ακριβώς εντοπίζεται ο φόβος πολλών ορθοδόξων: το Σύμβολο κινδυνεύει να χρησιμοποιηθεί όχι ως όριο ορθής πίστεως, αλλά ως «ελάχιστο κοινό παρονομαστή» πάνω στον οποίο μπορούν να σταθούν διαφορετικές, ακόμη και ασύμβατες, αντιλήψεις περί Εκκλησίας. Αν η Α΄ Σύνοδος αποσπαστεί από την συνέχεια των υπολοίπων Συνόδων, τότε ανοίγει ο δρόμος για ένα είδος «θεσμικής οικουμενικότητας» χωρίς ουσιαστική δογματική συμφωνία.
Το βάρος της παράδοσης και οι Ιεροί Κανόνες
Η ορθόδοξη παράδοση δεν αντιμετωπίζει τους Ιερούς Κανόνες ως τυπικό κανονιστικό πλαίσιο που μπορεί να προσαρμόζεται κατά το δοκούν σε γεωπολιτικές ισορροπίες. Οι Κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων αποτελούν έκφραση της πίστης, φύλαξη της εκκλησιαστικής τάξης και φραγμό σε κάθε απόπειρα αυτονομημένης εξουσιαστικής αντίληψης.
Ωστόσο, τόσο στο παπικό όσο και στο φαναριώτικο αφήγημα των τελευταίων δεκαετιών, παρατηρείται μια σταθερή περιφρόνηση αυτών των ορίων. Η Ρώμη έχει από καιρό διαμορφώσει δικό της κανονικό δίκαιο, ενώ και στο Φανάρι βλέπουμε κινήσεις που προκαλούν αντιδράσεις σε ολόκληρο τον ορθόδοξο κόσμο: ερμηνεία του «εκκλήτου» σε πανορθόδοξο υπερ-πρωτείο, μονομερής χορήγηση αυτοκεφαλιών, επεμβάσεις σε άλλες δικαιοδοσίες.
Σε αυτό το κλίμα, όλο και περισσότεροι πιστοί παγκοσμίως στρέφονται σε φωνές που υπενθυμίζουν ότι η Εκκλησία δεν είναι ιδιωτικό εγχείρημα καμίας έδρας, ούτε της Κωνσταντινούπολης, ούτε της Ρώμης, ούτε της Αθήνας. Η ίδια η Εκκλησία της Ελλάδος έχει βρεθεί αρκετές φορές μπροστά στο δίλημμα πώς να συνδυάσει σεβασμό προς το Οικουμενικό Κέντρο με την υπακοή στην πατερική και συνοδική παράδοση.
Η “πενταρχία” και οι σιωπηλές απουσίες
Ένα άλλο ανησυχητικό στοιχείο είναι ο τρόπος με τον οποίο προβάλλονται οι συναντήσεις Πατριάρχη – Πάπα ως δήθεν «εκπροσώπηση της Ορθοδοξίας συνολικά». Την ίδια στιγμή, άλλες τοπικές Εκκλησίες είτε απουσιάζουν, είτε δηλώνουν, εμμέσως ή αμέσως, τις επιφυλάξεις τους.
Το Πατριαρχείο Αντιοχείας και το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων – δύο πρεσβυγενείς θρόνοι με τεράστιο ιστορικό και πνευματικό κύρος – δεν συμμετέχουν πάντα σε αυτά τα εγχειρήματα όπως θα περίμενε κανείς, κάτι που δείχνει πως δεν υπάρχει αυτονόητη πανορθόδοξη συναίνεση.
Όταν λοιπόν προωθείται, de facto, ένα σχήμα «4+1» (Ρώμη και τα ανατολικά Πατριαρχεία με το Φανάρι σε κεντρικό ρόλο), χωρίς ουσιαστική συνεννόηση με τις υπόλοιπες αυτοκέφαλες Εκκλησίες, η ενότητα κινδυνεύει να μετατραπεί σε επικοινωνιακή κατασκευή, όχι σε πραγματικό καρπό της συνοδικότητας.
Τι σημαίνει πρακτικά αυτή η συμπόρευση για την Ορθοδοξία;
Πέρα από τις θεολογικές διατυπώσεις, η κοινή πορεία Πάπα – Πατριάρχη ανοίγει τον δρόμο για συγκεκριμένες κινήσεις:
• Πιθανή συμφωνία για κοινό Πασχάλιο στο μέλλον, χωρίς προηγούμενη πανορθόδοξη συναίνεση.
• Σταδιακή “απονοηματοδότηση” των δογματικών διαφορών, με την ψευδαίσθηση ότι όλα είναι θέμα γλώσσας ή πολιτισμού.
• Ενίσχυση ενός διπλού παγκόσμιου “πρωτείου” (Δύσης – Ανατολής), σε βάρος της συνοδικότητας και του πραγματικού ρόλου των τοπικών Εκκλησιών.
• Πίεση προς τις σιωπηλές Ορθόδοξες Εκκλησίες να ευθυγραμμιστούν με έτοιμες αποφάσεις, στις οποίες δεν συμμετείχαν.
Για πολλούς ορθοδόξους, όλα αυτά συνιστούν όχι «ποιμαντική μέριμνα» αλλά βαθιά αλλοίωση της εκκλησιολογίας, μια μετατόπιση από τη θεολογία της Σταύρωσης προς μια θεολογία θεσμικής ισχύος και διπλωματίας.
Η ευθύνη των πιστών και των ποιμένων
Το κρίσιμο ερώτημα, τελικά, δεν είναι αν ο διάλογος πρέπει να υπάρχει – η Ορθοδοξία ποτέ δεν φοβήθηκε τη συζήτηση. Το ερώτημα είναι με ποιο τίμημα και σε ποιο θεμέλιο. Άλλο πράγμα ο διάλογος «εν αληθεία», και άλλο μια οικουμενικότητα που ζητά από τους ορθοδόξους να συνηθίσουν την ιδέα ότι τα δόγματα είναι απλώς «διαφορετικές γλωσσικές εκφράσεις της ίδιας εμπειρίας».
Απέναντι σε αυτή τη δυναμική, κλήρος, μοναχοί και λαός καλούνται να θυμηθούν ότι η ενότητα της Εκκλησίας δεν είναι αποτέλεσμα γεωπολιτικών σχεδιασμών, αλλά καρπός Πνεύματος Αγίου, σταθερής ομολογίας και υπακοής στην παράδοση των Αγίων Πατέρων. Η πίεση για μια γρήγορη, εντυπωσιακή “ένωση” μπορεί να αποδειχθεί, μακροπρόθεσμα, η πιο βαθιά διάσπαση.
Η συμπόρευση Πάπα – Πατριάρχη όπως εξελίσσεται σήμερα δεν αφήνει περιθώριο για αφέλειες. Αντί για θριαμβολογίες περί «ιστορικών στιγμών», η Ορθοδοξία χρειάζεται νηφαλιότητα, διάκριση και καθαρή φωνή. Γιατί στο τέλος, το πραγματικό διακύβευμα δεν είναι η εικόνα της Εκκλησίας στον διεθνή Τύπο, αλλά η αλήθεια της πίστης όπως παραδόθηκε «ἄχρις ἄρτι» και καλούμαστε να την παραδώσουμε, ακέραιη, και στις επόμενες γενιές.






