Η απονομή του Σταυρού του Αγίου Ανδρέου από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο στον υπουργό Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού Κυριάκο Πιερρακάκη δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια ακόμα πράξη πολιτικής ανταμοιβής με εκκλησιαστικό μανδύα.
Η κίνηση αυτή, που παρουσιάζεται ως επιβράβευση για τη δημιουργία οργανικών θέσεων Κληρικών της Ομογένειας, προκαλεί εύλογα ερωτήματα για τον ρόλο της Εκκλησίας στην πολιτική σκηνή και το αμοιβαίο αλισβερίσι μεταξύ Φαναρίου και ελληνικής κυβέρνησης.
Ο υπουργός έκανε λόγο για «ύψιστη τιμή» και μια «οριστική λύση» σε ένα χρόνιο πρόβλημα. Όμως, το πραγματικό ερώτημα είναι αν αυτή η πρωτοβουλία εξυπηρετεί αποκλειστικά την Ομογένεια ή αν αποτελεί μέρος μιας μεγαλύτερης πολιτικής στρατηγικής προσέγγισης του Πατριαρχείου. Δεν είναι η πρώτη φορά που βλέπουμε ένα τέτοιο σκηνικό, όπου πολιτικοί τιμούνται από θρησκευτικούς ηγέτες ως αντάλλαγμα για πολιτικές αποφάσεις που ενισχύουν την επιρροή του Πατριαρχείου.
Η απονομή του Σταυρού του Αγίου Ανδρέου σε έναν υπουργό, και μάλιστα με τόσο άμεση χρονική σύνδεση με κυβερνητική απόφαση, δημιουργεί σοβαρές σκιές. Αν η κυβέρνηση ήθελε πραγματικά να επιλύσει τα ζητήματα των Κληρικών της Ομογένειας, όφειλε να το κάνει χωρίς τυμπανοκρουσίες και τιμητικές απονομές. Η ουσία της πολιτικής δεν βρίσκεται στα μετάλλια και στις διακρίσεις, αλλά στο έργο που παράγει για τους πολίτες.
Επιπλέον, το γεγονός ότι η ελληνική κυβέρνηση δεσμεύεται για «υποστήριξη με κάθε τρόπο» των Πρεσβυγενών Πατριαρχείων, γεννά εύλογες ανησυχίες. Τι ακριβώς σημαίνει αυτή η υποστήριξη; Αφορά αποκλειστικά τη ρύθμιση των οργανικών θέσεων ή μήπως περιλαμβάνει και άλλες παραχωρήσεις προς το Πατριαρχείο, οι οποίες δεν γίνονται σαφείς στο ευρύ κοινό;
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος έχει αποδείξει διαχρονικά ότι γνωρίζει άριστα το παιχνίδι της πολιτικής και το χρησιμοποιεί προς όφελος του Πατριαρχείου. Από την άλλη, η ελληνική κυβέρνηση, υπό το πρόσχημα της στήριξης του Οικουμενικού Ελληνισμού, εμπλέκεται σε μια ακόμα πολιτικοθρησκευτική συναλλαγή που εξυπηρετεί αμοιβαία συμφέροντα.
Το κρίσιμο ερώτημα παραμένει: πρόκειται για μια ειλικρινή προσπάθεια στήριξης των Ελλήνων της Διασποράς ή για ένα ακόμη επεισόδιο στον μακρύ κατάλογο των ανταλλαγμάτων μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας; Διότι αν είναι το δεύτερο, τότε δεν μιλάμε για «τιμή», αλλά για μια ακόμη πολιτική συναλλαγή με θρησκευτικό περιτύλιγμα.
Η αναδημοσίευση επιτρέπεται μόνο εάν προσθέσετε ενεργό σύνδεσμο στη πηγή του άρθρου