Ο Σπύρος Χαγκαμπιμάνα, ο Έλληνας αξιωματικός που έζησε την φρίκη των φυλακών του Μπουρουντί, βρέθηκε την Δευτέρα στο υπουργείο Εξωτερικών, εκφράζοντας την ευγνωμοσύνη του στον υπουργό Νίκο Κοτζιά.
Πρόκειται για τον άνδρα που ξεσήκωσε την κοινή γνώμη με τη δραματική κραυγή αγωνίας προς την Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ένωση από τις φυλακές του Μπουρούντι, όταν ως ανώτερος αξιωματικός της αστυνομίας και υπεύθυνος επιχειρήσεων αρνήθηκε να κάνει χρήση βίας και να σκοτώσει άμαχους διαδηλωτές.
«Νοιώθω πάρα πολύ τυχερός που από τη χώρα των φυλακών του Μπουρούντι βρίσκομαι στην Αθήνα, όπου είχα ανθρώπους που μου έδειξαν αγάπη και συμπαράσταση», αναφέρει ο Έλληνας αξιωματικός.
«Σας αγαπά πολύς κόσμος εδώ στην Ελλάδα, πήρα εκατοντάδες γράμματα για εσάς» του είπε ο υπουργός, σημειώνοντας ότι το ευχαριστώ που του απηύθυνε ο Σπύρος Χαγκαμπιμάνα ανήκει «στις υπηρεσίες του υπουργείου Εξωτερικών που έκαναν καλή και συστηματική δουλειά».
«Έστω και ένας άνθρωπος ελεύθερος είναι επιτυχία για το υπουργείο Εξωτερικών» τόνισε ο κ. Κοτζιάς συγχαίροντας και τον δικηγόρο του Σπύρου, Αλέξη Αναγνωστάκη, για τη δική του συμβολή.
«Είναι βέβαιο ότι δεν ξεχνάω τους ανθρώπους που άφησα πίσω μου στις φυλακές που βασανίζονται και σκοτώνονται, η μνήμη μου γυρίζει πίσω», δήλωσε ο Σπύρος Χαγκαμπιμάνα μετά την κατ’ ιδίαν συνάντηση με τον κ. Κοτζιά επισημαίνοντας ότι πλήρωσε «το τίμημα για την αντίστασή του στις εντολές του καθεστώτος», αλλά σήμερα, ενώ είναι μέρα χαράς για τον ίδιο που βρίσκεται έξω από τη φυλακή και το Μπουρούντι, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι «ο αγώνας πρέπει να συνεχιστεί για τους άλλους συνανθρώπους μας που έμειναν πίσω».
Να σημειωθεί, πως ο Σπύρος Χαγκαμπιμάνα μιλά άψογα ελληνικά, είναι απόφοιτος της Ελληνικής Σχολής Ναυτικών Δοκίμων. Κατά την παραμονή του στην Ελλάδα, απέκτησε το όνομα Σπύρος -τον έλεγαν Ρίτσαρντ- και πήρε την ελληνική υπηκοότητα, ενώ αργότερα εγκαταστάθηκε στην Μπουζουμπούρα στο Μπουρούντι και έγινε αξιωματικός της αστυνομίας.
Στα τέλη του περασμένου Ιουλίου, ο Σπύρος-Ρίτσαρντ Χαγκαμπιμάνα συνελήφθη με την κατηγορία της συμμετοχής σε απόπειρα πραξικοπήματος, η οποία του αποδόθηκε μετά την άρνησή του να ανοίξει πυρ κατά των άμαχων διαδηλωτών στη χώρα της Κεντρικής Αφρικής. Από τη φυλακή έστειλε μία επιστολή ζητώντας από την Ελλάδα και την ΕΕ να τον βοηθήσει: «Συνελήφθηκα στις 27 Ιουνίου 2015 από τους άνδρες της προεδρικής αστυνομίας και οδηγήθηκα αμέσως στα κρατητήρια των μυστικών υπηρεσιών. Επί δέκα ολόκληρες ημέρες υποβλήθηκα σε φρικτά και απάνθρωπα βασανιστήρια, με σκοπό τον εξαναγκασμό μου σε απόσπαση δήθεν ομολογίας. Στις 8 Ιουλίου οδηγήθηκα στις φυλακές της Μουραμούγια με την ψευδή και ανυπόστατη κατηγορία της συμμετοχής σε “απόπειρα πραξικοπήματος”, που επισείει εξοντωτικές ποινές. Βρίσκομαι στην άνω φυλακή υπό άθλιες και φρικτές συνθήκες κράτησης. Έχω δικαιολογημένους φόβους ότι δεν θα τύχω της απαιτούμενης Δίκαιης Δίκης. H προφυλάκισή μου δεν στηρίζεται σε πιστευτή και νομικά βάσιμη κατηγορία. Είναι κόντρα προς το Διεθνές Δίκαιο περί Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, του Αφρικανικού Χάρτη Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Δικαιωμάτων των Λαών, του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που έχουν κυρωθεί από το Μπουρούντι» έγραφε.
Παρά τις δυσκολίες λόγω έλλειψης ελληνικής πρεσβείας στο Μπουρούντι, το υπουργείο Εξωτερικών κινήθηκε συστηματικά και αποτελεσματικά με τη βοήθεια δύο άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Μετά από ένα εξάμηνο περίπου, στα μέσα Γενάρη, η περιπέτεια του Σπύρου Χαγκαμπιμάνα πήρε αίσιο τέλος με μία αθωωτική δικαστική απόφαση. Ωστόσο, παρά την τυπική αθώωση η ζωή του δεν έπαψε να κινδυνεύει, όπως μας εξήγησε ο δικηγόρος του, όταν, επιχειρώντας ο Σπύρος Χαγκαμπιμάνα να επιστρέψει στην Αθήνα, οι αρχές του αρνήθηκαν την έξοδο με την αιτιολογία ότι έπρεπε να πάρει ειδική άδεια εξόδου από τη χώρα.
Από τον Ιανουάριο μέχρι προ δεκαημέρου που έφθασε στην Ελλάδα, ο Σπύρος Χαγκαμπιμάνα έζησε μία δεύτερη περιπέτεια με τη ζωή του να κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή από παρακρατικές οργανώσεις αναγκάζοντάς τον να κρυφτεί αρχικά, και επιχειρήσει να εγκαταλείψει το Μπουρούντι στη συνέχεια διαφεύγοντας μέσω γειτονικής χώρας και μετά από ένα μακρύ ταξίδι να φθάσει στην Αθήνα. Στην Αθήνα, που όπως μας είπε, είχε ανθρώπους που τον αγαπούν.