Δεν είναι μόνο η περίπτωση της άτυχης τετράχρονης Μελίνας, η οποία πριν καν προλάβει να κάνει τα πρώτα της βήματα στη ζωή πέθανε, κάτω από το αδιάφορο βλέμμα της ηγεσίας του υπουργείου Υγείας, κατά τη διάρκεια επέμβασης ρουτίνας στο Βενιζέλειο Κρατικό Νοσοκομείο Κρήτης όπου εισήχθη για να αφαιρέσει τα κρεατάκια.
Είναι και η περίπτωση 20χρονου στρατιώτη τεθωρακισμένων, ο οποίος πήγε να υπηρετήσει την πατρίδα, αλλά ποτέ δεν επέστρεψε στο πατρικό του στη Θεσσαλονίκη.
Οι πυώδεις υπερτροφικές αμυγδαλές του άτυχου μαυροσκούφη, από την αδιαφορία και αμέλεια υπιάτρου, μετεξελίχθηκαν σε μυοπερικαρδίτιδα, γεγονός που μέσα σε πέντε μέρες τον οδήγησε στον θάνατο.
Ο υπεύθυνος υπίατρος καταδικάστηκε από το Πενταμελές Αναθεωρητικό Δικαστήριο Ξάνθης (Στρατοδικείο) με ψήφους 4 έναντι 1 για ανθρωποκτονία από αμέλεια (η απόφαση κατέστη αμετάκλητη από τον Αρειο Πάγο) – και αυτό γιατί ως στρατιωτικός γιατρός (και μάλιστα διευθυντής) ενήργησε από αμέλεια.
Ωστόσο, το υπουργείο Εθνικής Αμυνας, οι στρατιωτικοί, αλλά και διοικητικοί δικαστές επιδίκασαν χρηματικό ποσό συνολικά 839.000 ευρώ ως αποζημίωση για ψυχική οδύνη στους γονείς και τους άλλους συγγενείς του 20χρονου μαυροσκούφη.
Από την πλευρά της, η Στρατιωτική Δικαιοσύνη επέδειξε ιδιαίτερη επιείκεια, καθώς επέβαλε στον υπίατρο ποινή φυλάκισης μόλις 1,5 έτους με τριετή αναστολή.
Μάλιστα εάν δεν εκλιπαρούσε η μάνα του στρατιώτη, το παιδί της δεν θα προλάβαινε καν να πάει σε στρατιωτικό νοσοκομείο, αλλά θα άφηνε την τελευταία του πνοή στον θάλαμο οπλιτών της μονάδας στην οποία υπηρετούσε.
Το χρονικό της ασθένειας
Ο άτυχος στρατιώτης, στην εκπνοή του Ιουλίου του 1999, κατετάγη για να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία. Από τον Μάιο του ίδιου έτους υπηρετούσε στην 23 ΕΥΠ/ΛΥΓ Αλεξανδρούπολης (Στρατόπεδο Κανδηλάπτη).
Στις 22/9/1999 ο 20χρονος μετέβη στα ιατρεία του ΣΤΕΠ (Σταθμός Επανακτησίμων) της Φρουράς Αλεξανδρούπολης με πόνο στον λαιμό. Διευθυντής του ΣΤΕΠ και επόπτης ιατρός ήταν ο υπίατρος Μ.Μ.
Ο στρατιώτης εξετάστηκε και διαπιστώθηκε ότι έχει «υπερτροφικές αμυγδαλές με πυώδη βύσματα», ενώ είχε πυρετό 38,1° C, «χωρίς ακροαστικά ευρήματα και αυχένα χωρίς δυσκαμψία». Του χορηγήθηκαν ταμπλέτες ΟSΡΕΝ 1.500 mg (πενικιλίνη), καθώς και ταμπλέτες μεφαιναμικού οξέος, ενώ βγήκε ελεύθερος υπηρεσίας για δύο ημέρες.
Εντεκα ημέρες μετά επανήλθε στον ΣΤΕΠ παραπονούμενος και πάλι για πονόλαιμο.
Εξετάστηκε και η διάγνωση ήταν «οξεία αμυγδαλίτιδα μικροβιακής αιτιολογίας, με υπερτροφικές εξέρυθρες αμυγδαλές χωρίς πυώδη βύσματα και ψηλαφητούς υπογνάθιους λεμφαδένες αμφοτερόπλευρα».
Του χορηγήθηκαν ερυθρομυκίνη των 500 mg (αντιβιοτικό ευρέος φάσματος), παρακεταμόλη των 500 mg (αντιπυρετικό) και Betadine 1% για πλύσεις-γαργάρες και κρίθηκε ελεύθερος υπηρεσίας επί τετραήμερο.
Παρ’ όλα αυτά, η κατάσταση της υγείας του δεν βελτιώθηκε, αντίθετα χειροτέρευε. Δύο ημέρες μετά ο πυρετός ανέβηκε στους 38,6° C και ο πόνος στις αμυγδαλές ήταν αβάσταχτος. Μέσα στο βράδυ πήγε για τρίτη φορά στον ΣΤΕΠ, όπου διαγνώστηκε πλέον των άλλων και «μείωση της ακουστικής του ικανότητας».
Εισήχθη για νοσηλεία στον ΣΤΕΠ, συνεχίζοντας την ίδια φαρμακευτική αγωγή, και παρέμεινε εκεί για πέντε ημέρες, χωρίς να αλλάξει κάτι στην κατάσταση της υγείας του. Αντίθετα, εμφανίστηκαν νέα συμπτώματα, όπως υπνηλία, αδυναμία, εμετοί, κάτι δηλαδή που σηματοδοτούσε αφυδάτωση.
Ο θεράπων υπίατρος, όμως, αντί να ανησυχήσει για την εξέλιξη της υγείας του άτυχου μαυροσκούφη και να τον παραπέμψει στο 492 Γενικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο Αλεξανδρούπολης, όπου υπάρχουν γιατροί όλων των ειδικοτήτων και μπορούν να γίνουν εργαστηριακές εξετάσεις για να εντοπιστεί έγκαιρα το αίτιο της μη υποχώρησης της αμυγδαλίτιδας, αλλά και της έντονης πλέον μυϊκής αδυναμίας, την έκτη ημέρα παραμονής του στρατιώτη στον ΣΤΕΠ διέταξε να επιστρέψει στον θάλαμο των οπλιτών χωρίς καν να τον βγάλει ελεύθερο υπηρεσίας.
Αντίστροφη μέτρηση
Από τότε άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για τον άτυχο οπλίτη, καθώς η υγεία του συνεχώς χειροτέρευε. Ο υψηλός πυρετός συνεχιζόταν, η διόγκωση και το πύον στις αμυγδαλές του αυξανόταν, η αδυναμία των κάτω άκρων έφτασε μέχρι στο σημείο να μην μπορεί να βαδίσει, ενώ επιδεινωνόταν η ανορεξία και η απώλεια βάρους.
Οπως γλαφυρά αλλά και τραγικά περιγράφεται στις δικαστικές αποφάσεις, ο 20χρονος οπλίτης δεν μπορούσε να περπατήσει μόνος του, αλλά μόνο με τη βοήθεια συναδέλφων του. Για τον λόγο αυτό, άλλωστε, ο διοικητής της μονάδας του, παρόλο που ο στρατιώτης δεν είχε κριθεί ελεύθερος υπηρεσίας, τον απάλλαξε από οποιαδήποτε υπηρεσία.
Ηδη είχε σημάνει συναγερμός στην οικογένεια του μαυροσκούφη και μετά από έντονες παρακλήσεις της μητέρας του ο υπίατρος, δύο ημέρες μετά την επιστροφή του στρατιώτη στον θάλαμο, αποφάσισε, αρκετά καθυστερημένα, ότι ο ασθενής πρέπει να διακομιστεί στο 492 ΓΣΝ Αλεξανδρούπολης. Οι γιατροί του στρατιωτικού νοσοκομείου διέγνωσαν μυοπερικαρδίτιδα και αμέσως ξεκίνησαν την κατάλληλη θεραπεία. Τα πράγματα όμως δεν πήγαιναν καλά και δύο ημέρες μετά αποφασίστηκε η διακομιδή του ασθενούς στο 424 ΓΣΝΕ Θεσσαλονίκης, με πιθανή διάγνωση ραβδομυόλυσης.
Στο 424 ΓΣΝΕ διακομίστηκε στις 15 Οκτωβρίου 1999 και αμέσως εισήχθη στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας. Παρά τις προσπάθειες όμως των γιατρών του νοσοκομείου, η κατάσταση του στρατιώτη παρουσίασε ραγδαία επιδείνωση και τις μεσημβρινές ώρες της 17ης Οκτωβρίου επήλθε ο θάνατός του.
Σύμφωνα με την ιατροδικαστική εξέταση, ο θάνατός του οφειλόταν σε «διάχυτη παρουσία εκτεταμένης περικαρδίτιδας-μυοκαρδίτιδος, μορφή αρχομένης βρογχοπνευμονίας». Και συνεχίζει: «Η βαρύτατη αυτή πάθηση της καρδίας του θανόντος στρατιώτη ήταν συνέπεια της προηγηθείσης οξείας αμυγδαλίτιδος και βέβαια της μη έγκαιρης παροχής σ’ αυτόν της δεούσης ιατρικής περιθάλψεως σε κατάλληλο νοσηλευτικό ίδρυμα».
Το δικαστήριο έκρινε ότι ο θάνατος οφειλόταν στο γεγονός ότι ο υπίατρος, ο οποίος ήταν ο αρχαιότερος στον ΣΤΕΠ (άρα είχε εμπειρία), παρά την ύπαρξη και τη διάρκεια των ιδιαίτερα έντονων συμπτωμάτων που είχαν εμφανιστεί στον στρατιώτη, δεν διέταξε έγκαιρα τη διακομιδή του στο στρατιωτικό νοσοκομείο, όπου θα εξεταζόταν από ειδικούς γιατρούς και θα γίνονταν οι απαραίτητες ειδικές εξετάσεις, αλλά ούτε ζήτησε τη διενέργεια εργαστηριακών εξετάσεων (αίματος, ούρων, βιοχημικό έλεγχο και ταχύτητα καθίζησης ερυθρών).
Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν να χαθεί πολύτιμος χρόνος, τόσο ως προς την έγκαιρη διάγνωση τη σοβαρής νόσου (μυοπερικαρδίτιδα) όσο και ως προς «τη λήψη της κατάλληλης ιατροφαρμακευτικής αγωγής και φροντίδας, γεγονός που είχε ως συνέπεια το θανατηφόρο αποτέλεσμα, το οποίο θα είχε αποφευχθεί αν είχαν λάβει χώρα οι εξετάσεις, από τις οποίες θα εμφαινόταν ως πολύ πιθανή η μετεξέλιξη της εμμένουσας λοίμωξης του αναπνευστικού σε μυοπερικαρδίτιδα».
Τα δικαστήρια έκριναν τον υπίατρο Μ.Μ. ένοχο για ανθρωποκτονία από αμέλεια, καθώς από τις 8 έως τις 13 Οκτωβρίου 1999 «από αμέλεια, δηλαδή από έλλειψη προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του και επέφερε τον θάνατο άλλου».
Ακόμη, οι δικαστές έκριναν ότι, αν και ο υπίατρος είχε την υποχρέωση, παρέλειψε να παράσχει ενδεδειγμένη επιμέλεια, προσοχή, ζήλο, ευσυνειδησία και αφοσίωση. Αντίθετα, δεν παρέσχε την άμεση βοήθεια, σύμφωνα «με τους γενικώς αποδεκτούς κανόνες της διάγνωσης ιατρικής τέχνης και επιστήμης, τόσο σε επίπεδο διάγνωσης όσο και σε επίπεδο ενδεδειγμένης νοσηλείας και ιατροφαρμακευτικής αντιμετώπισης του ασθενούς στρατιώτη».
Αποζημίωση συγγενών εκτός του θείου
Μετά την τραγική αυτή κατάληξη, οι συγγενείς προσέφυγαν στα δικαστήρια διεκδικώντας αποζημίωση για την ψυχική οδύνη που υπέστησαν από τον χαμό του άτυχου παιδιού τους.
Οι γονείς διεκδίκησαν από 510.000 ευρώ ο καθένας, τα δύο αδέλφια του από 340.000 ευρώ, ο παππούς 170.000 ευρώ και ο θείος 209.000 ευρώ (συνολικά 2.079.000 ευρώ).
Το Διοικητικό Πρωτοδικείο επιδίκασε στους γονείς 260.000 ευρώ στον καθένα, στα αδέλφια 140.000 ευρώ στον καθένα, στον παππού 30.000 ευρώ και στον θείο 9.000 (συνολικά 839.000 ευρώ). Ωστόσο, μετά από εφέσεις και αντεφέσεις των δύο μερών (συγγενών και Δημοσίου), τόσο το Διοικητικό Εφετείο όσο και το Συμβούλιο της Επικρατείας επικύρωσαν το ύψος της αποζημίωσης που επιδικάστηκε στους συγγενείς, εκτός του θείου (9.000 ευρώ). Το ΣτΕ δέχτηκε τον ισχυρισμό του Δημοσίου ότι ο θείος δεν δικαιούται αποζημίωση, καθώς δεν περιλαμβάνεται στη νομική έννοια της «οικογένειας του θύματος». Και αυτό γιατί, σύμφωνα με τον Αστικό Κώδικα, στην έννοια της οικογένειας του θύματος δεν ανήκουν συγγενείς πέραν του πρώτου βαθμού εξ αγχιστείας και του δεύτερου βαθμού εξ αίματος.
Ποιοι δικαιούνται αποζημίωση
Αξίζει να αναφερθεί ότι τα δύο μεγάλα δικαστήρια της χώρας, ο Αρειος Πάγος και το Συμβούλιο της Επικρατείας, μέσα από την ερμηνεία του Αστικού Κώδικα έχουν προσδιορίσει τα συγγενικά πρόσωπα που μπορούν να διεκδικήσουν δικαστικά χρηματική ικανοποίηση για την ψυχική οδύνη που υφίστανται σε περίπτωση θανάτου, τραυματισμού, ατυχήματος, τροχαίου, εργατικού ατυχήματος κ.τ.λ. συγγενών τους.
Οι δικαστές προσδιόρισαν την έννοια της οικογένειας του θύματος, που αναφέρεται στο άρθρο 932 του Αστικού Κώδικα. Ετσι, στην έννοια της οικογένειας του θύματος εμπίπτουν οι εγγύτεροι συγγενείς του θανόντος, οι οποίοι, όσο αυτός ζούσε, συνδέονταν στενά με αυτόν και δοκιμάστηκαν ψυχικά από την απώλειά του. Και όλα αυτά ασχέτως του αν οι εγγύτεροι συγγενείς του θανόντος διαβίωναν μαζί του ή διέμεναν χωριστά. Ετσι, στην έννοια της οικογένειας του θύματος που μπορούν να λάβουν αποζημίωση (χρηματική ικανοποίηση) λόγω ψυχικής οδύνης περιλαμβάνονται οι ανιόντες και κατιόντες σε ευθεία γραμμή συγγενείς του θύματος, οι οποίοι είναι: ο/η σύζυγος, ο πατέρας, η μητέρα, τα παιδιά, τα αδέλφια, ο παππούς, η γιαγιά και τα εγγόνια.
Οι εξ αγχιστείας συγγενείς πρώτου βαθμού οι οποίοι δικαιούνται αποζημίωση είναι ο πεθερός, η πεθερά, ο γαμπρός και η νύφη. Κατά κανόνα, οι δικαστές δείχνουν μια ευαισθησία στα ανήλικα παιδιά του θύματος, τόσο ως προς το ύψος της αποζημίωσης όσο και ως προς τη διάρκειά της (τις μηνιαίες αποζημιώσεις μέχρι την ενηλικίωσή τους), ενώ για τον καθορισμό του ύψους της καθοριστικό στοιχείο είναι η ηλικία του θύματος.