Τους λόγους που ο Πρόεδρος της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, θα ρίσκαρε έναν πόλεμο με την Ελλάδα, αναλύει ένας Αμερικανός αναλυτής.
Το ενδεχόμενο μιας σύρραξης της Τουρκίας με την Ελλάδα φαντάζει πιθανό αν κρίνει κανείς από την εμπρηστική ρητορική του Ερντογάν, των συμμάχων του, του φιλοκυβερνητικού Τύπου, αλλά και από τις δηλώσεις ακόμη και της αντιπολίτευσης στη γείτονα, εκτιμά Αμερικανός αναλυτής.
Ο Ράιαν Γκινγκέρας, ο οποίος είναι καθηγητής της Naval Postgraduate School του αμερικανικού Πολεμικού Ναυτικού στην Καλιφόρνια, ειδικός στην ιστορία της ύστερης οθωμανικής αυτοκρατορίας και συγγραφέας πέντε βιβλίων για την Τουρκία και πολυάριθμων άρθρο στους New York Times, το Foreign Affairs και άλλα έντυπα, επιχειρεί να αναλύσει τα ρίσκα και τους λόγους για τους οποίους ο Τούρκος Πρόεδρος θα ριψοκινδύνευε έναν πόλεμο με την Ελλάδα προσεχώς.
Τα ρίσκα ενός πολέμου για τον Ερντογάν
«Υπάρχουν πολλοί λόγοι να αμφισβητεί κανείς τη σοβαρότητα των απειλών του Ερντογάν. Μια ισχνή πλειοψηφία των Τούρκων ψηφοφόρων σύμφωνα με δημοσκόπηση, παραμένουν πεπεισμένοι ότι τα λόγια του αποτελούν απλώς μια εκλογική στρατηγική για τη «δημιουργία μιας ατζέντας» ενόψει των εκλογών του ερχόμενου χρόνου. Ακόμη μεγαλύτερο ποσοστό, 64% δεν πιστεύουν ότι υπάρχει «εχθρότητα μεταξύ του τουρκικού και του ελληνικού λαού».
Και ακόμη λιγότερες είναι οι αμφιβολίες ότι μια σύρραξη Ελλάδας – Τουρκίας θα είχε καταστροφική επίπτωση στις εύθραυστες οικονομίες αμφοτέρων.
Τα έσοδα από τον τουρισμό, ειδικά στις παραθαλάσσιας πόλεις στις ακτές του Αιγαίου αντιπροσωπεύουν περίπου το 18% του ΑΠΕ της Τουρκίας (και περίπου το 18% της Ελλάδας). Επίσης, οι δύο χώρες εξαρτώνται σημαντικά από το εμπόριο διά θαλάσσης.
Εκτός από τις πιθανές οικονομικές ζημιές οι διεθνείς συνέπειες της σύρραξης δεν θα ήταν λιγότερο σοβαρές. Τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν υποδηλώσει έλλειψη ανοχής για οποιαδήποτε επίθεση σε κυρίαρχο ελληνικό έδαφος. Αντίθετα, ούτε οι Βρυξέλλες ούτε η Ουάσιγκτον φαίνεται να έχουν υπομονή για τους τουρκικούς ισχυρισμούς για ελληνική επιθετικότητα», γράφει ο Αμερικανός αναλυτής.
Όμως, ο αναλυτής εξηγεί ότι οι κίνδυνοι μιας ελληνο-τουρκικής σύρραξης δεν φαίνεται να αποθαρρύνουν πλήρως τον Ερντογάν ή τους συμμάχους του, όπως ο Ντεβλέτ Μπαχτσελί και τους πολιτικούς του αντιπάλους, που δεν θέλουν να υστερήσουν σε «πατριωτισμό».
Ίσως η προσωπική απογοήτευση του Ερντογάν με την ενισχυθείσα ισχύ της Ελλάδας στην διεθνή αρένα, να τον ωθήσει σε κλιμάκωση.
Η επιθυμία για μια εκλογική ώθηση, ή ακόμη και δυνατότητα που του παρέχει το τουρκικό Σύνταγμα να αναβάλει τις εκλογές υπό την απειλή ενός πολέμου θα μπορούσε επίσης να παίξει έναν ρόλο.
Παράλληλα, φαίνεται ότι υπάρχει ένα γενικό κλίμα αυτοπεποίθησης στην Τουρκία αναφορικά με την έκβαση μιας αντιπαράθεσης με την Ελλάδα. Υπ’ αυτή την έννοια το πολιτικό κλίμα στην Τουρκία παρουσιάζει ισχυρή ομοιότητα με εκείνο στις ΗΠΑ πριν την εισβολή του 2003 στο Ιράκ. Όπως πολλοί Αμερικανοί θεωρούσαν τότε το Ιράκ ως μια υπερώριμη απειλή για την ασφάλεια της Μέσης Ανατολής, υπάρχει μια παρόμοια απτή αίσθηση τουρκικής έξαρσης και ανυπομονησίας όταν πρόκειται για ελληνικά θέματα.
Όπως και με την προσέγγιση της Ουάσιγκτον έναντι του Σαντάμ Χουσεΐν το 2002, υπάρχει μια έντονη αίσθηση αισιοδοξίας στην Άγκυρα ότι οποιαδήποτε σύγκρουση με την Ελλάδα θα ήταν σύντομη, αποφασιστική και νικηφόρα.
Οι σχολιαστές στην Τουρκία συμμερίζονται γενικώς την πεποίθηση του Ερντογάν ότι επεμβάσεις της στη Συρία, το Ναγκόρνο Καραμπάχ, το Ιράκ και τη Λιβύη έχουν δείξει τη στρατιωτική ικανότητα της ίδιας της Τουρκίας. Και όπως με τους υπαινιγμούς φανατισμού στην αμερικανική κάλυψη ειδήσεων του πολέμου το 2003, εξέχοντες Τούρκοι σχολιαστές περιγράφουν επίσης τους Έλληνες ανταγωνιστές τους ως εγγενώς αδύναμους και εκθηλυσμένους.
Εν ολίγοις, αν ο Ερντογάν όντως επιλέξει τον πόλεμο, μπορεί να οφείλεται στο ότι, όπως πολλοί άλλοι, πιστεύει ότι η επιτυχία είναι εξασφαλισμένη», σημειώνει ο αναλυτής.
Ο Ράιαν Γκινγκέρας σημειώνει στο άρθρο του στο ahvalnews ότι αν διατάξει ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν επίθεση στην Ελλάδα, θα προκαλέσει ανεπανόρθωτο πλήγμα στις σχέσεις της Τουρκίας με τις ΗΠΑ, την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ, δεδομένου και του αμυντικού συμφώνου της Ελλάδας με τη Γαλλία και την εύρωστη αμερικανική παρουσία στο Αιγαίο. Τονίζει δε ότι στη σκιά του πολέμου στην Ουκρανία, μια απόπειρα κατάληψης ελληνικών εδαφών θα επιφέρει αναπόφευκτα συγκρίσεις μεταξύ του Ερντογάν και του Βλαντίμιρ Πούτιν.
«Ωστόσο η ιστορία δείχνει ότι ίσως ο Ερντογάν να είναι πρόθυμος να υπομείνει τις επιπτώσεις», όπως έδειξε η εισβολή στην Κύπρο και οι τουρκικές επιχειρήσεις στη βόρεια Συρία. «Αντί να αποφύγει την αντιπαράθεση, ο Ερντογάν έχει διαφημίσει αυτές τις κινήσεις ως μια προσπάθεια να νικήσει μια συνωμοσία του ΝΑΤΟ και της Αμερικής για την καταστροφή της Τουρκίας. Εάν ο Ερντογάν πιστεύει, όπως το έθεσε ένας αρθρογράφος, ότι “η Αμερική είναι ο εχθρός μας και όχι η Ελλάδα”, τότε είναι πιθανό να βλέπει τους κινδύνους μιας ρήξης ως ένα οδυνηρό αλλά ουσιαστικό τίμημα που πρέπει να πληρωθεί στο όνομα της τουρκικής εθνικής ασφάλειας», καταλήγει ο Αμερικανός αναλυτής.