Γράφει η ΒΑΣΩ ΓΙΛΔΙΖΗ*
Ήταν γύρω στο καλοκαίρι του 2014, όταν κάποιοι Τούρκοι ‘ειδικοί’ άρχισαν να γεμίζουν ιστοσελίδες και μπλογκς με το απίθανο σενάριο για το τι πρόκειται να συμβεί όταν λήξει η Συνθήκη της Λωζάνης εκατό χρόνια από την υπογραφή της, δηλαδή το 2023.
Οι ‘ειδικοί’ υποστήριζαν ότι Τούρκοι και Βρετανοί διπλωμάτες είχα υπογράψει διμερή μυστική συμφωνία στη Λωζάνη σύμφωνα με την οποία όταν θα έληγε η Συνθήκη τα βρετανικά στρατεύματα θα ανακαταλάμβαναν οχυρά κατά μήκος του Βοσπόρου, ο «Ελληνορθόδοξος» Πατριάρχης θα ανέστηνε το οικουμενικό ρόλο του, όπως στο Βυζάντιο, εντός των τειχών της Κωνσταντινούπολης.
Παράλληλα όμως η Τουρκία θα αποκτούσε το δικαίωμα να αξιοποιήσει τα εκτός τωρινών συνόρων της αποθέματα πετρελαίου [στη Μοσούλη] και ίσως να μπορούσε να ανακτήσει τη Δυτική Θράκη. Περιοχές που η Οθωμανική Αυτοκρατορία έχασε με την Ανακωχή του Μούδρου το 1918.
Φυσικά τίποτα από όλα αυτά δεν πρόκειται να συμβεί. Η Συνθήκη της Λωζάνης η οποία βασίζεται στο διεθνές δίκαιο δεν έχει καμιά ρήτρα λήξης, ούτε καν μυστική και διμερή.
Το Τουρκικό «Πάλι με χρόνους, με καιρούς…»
Το σενάριο που μοιάζει αποκύημα αχαλίνωτης ανατολίτικης φαντασίας έχει τις ρίζες του στο λεγόμενο Misak-i Milli. Μια «Εθνική Συμφωνία» ή «Εθνικός ‘Ορκος» που επικυρώθηκε από το κοινοβούλιο της οθωμανικής αυτοκρατορίας τον Ιανουάριο του 1920 και υιοθετήθηκε τέσσερις μήνες αργότερα και από την νεοϊδρυθείσα Τουρκική Εθνοσυνέλευση των εθνικιστών του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ στην Άγκυρα.
Η αποφάσεις αυτές περιελάμβαναν έξι σημεία που μεταξύ άλλων προέβλεπαν δημοψηφίσματα των κατοίκων στις επονομαζόμενες «αδούλωτες περιοχές» που είχε χάσει η Οθωμανική Αυτοκρατορία με την Ανακωχή του Μούδρου. Στα δημοψηφίσματα αυτά οι κάτοικοι θα αποφάσιζαν επανένωση με την «μητέρα πατρίδα» Οθωμανική Αυτοκρατορία και μετέπειτα Τουρκία. Οι περιοχές αυτές αφορούσαν στο Βόρειο Ιράκ στα νοτιοανατολικά σύνορα, στις επαρχίες Καρς, Αρνταχάν και Βατούμι στα βορειο- ανατολικά αλλά και στην δυτική Θράκη.
«Το καθεστώς της Δυτικής Θράκης θα καθοριστεί από τις ψήφους των κατοίκων της,» έγραφαν χαρακτηριστικά.
Άλλα σημεία αφορούσαν στις μεταφορές και ελεύθερες συναλλαγές μέσω των Στενών του Βοσπόρου και των Δαρδανελίων που θα καθορίζονταν «από την Τουρκία και άλλες χώρες», στα δικαιώματα των μειονοτήτων που θα εκδίδονταν «με την προϋπόθεση ότι τα δικαιώματα των μουσουλμανικών μειονοτήτων σε γειτονικές χώρες προστατεύονται» και ότι η νέα Τουρκία θα πρέπει να είναι «θα πρέπει να είναι ανεξάρτητη και ελεύθερη» να αρθούν όλοι οι περιορισμοί με στόχο την πολιτική, δικαστική και οικονομική ανάπτυξη.
Οι επίσημες αυτές θέσεις είχαν ως αποτέλεσμα να τεθούν σε συναγερμό οι δυνάμεις της Αντάντ (Βρετανία, Γαλλία και Ιταλία) και να καταλάβουν τα Στενά του Βοσπόρου τον Μάρτιο του 1920 πυροδοτώντας εκ νέου τον πόλεμο μεταξύ Οθωμανών/Νεότουρκων και Ευρωπαίων συμμάχων.
Στην ομιλία του στην τουρκική εθνοσυνέλευση ο Ατατούρκ είχε πει ότι “Είναι η σιδερένια γροθιά του έθνους που γράφει την Εθνική Συμφωνία που είναι η κύρια αρχή της ανεξαρτησίας μας στα χρονικά της ιστορίας.”
Οι αποφάσεις της «Εθνικής Συμφωνίας» χρησιμοποιήθηκαν από τον Ατατούρκ ως βάση για τις απαιτήσεις της νέας Τουρκικής Δημοκρατίας στην Συνθήκη της Λωζάνης. Οι Νεότουρκοι μπορεί να μην κατόρθωσαν τότε να πάρουν όλα όσα ήθελαν και η σημερινή νέο-οθωμανική πολιτική ηγεσία να τους κατηγορεί σήμερα γι’ αυτό μέσα στη γενικότερη προσπάθεια αναθεώρησης του ιστορικού παρελθόντος της χώρας.
Από την ίδρυση της όμως και μετά η Τουρκική Δημοκρατία ακολουθεί συγκεκριμένους στόχους στην εξωτερική της πολιτική και εφαρμόζει πιστά την πάγια τακτικής της δεδομένων των συγκυριών και δοθεισών ευκαιριών.
Μέσα σ΄ αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να δούμε, λοιπόν, και την βαθύτερη πραγματικότητα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, ειδικά υπό τον ισλαμιστή πρόεδρο της Τουρκικής Δημοκρατίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Ζεϊμπέκικα και κουμπαριές δεν άλλαξαν την εξωτερική πολιτική της Άγκυρας
Η εξωτερική πολιτική της γείτονος δεν αλλάζει όπως δεν άλλαξε η γεωγραφίας της και η γεωπολιτική της θέση. Αυτό απέδειξαν και τα ζεϊμπέκικα Παπανδρέου-Τζεμ, οι κουμπαριές Ερντογάν-Καραμανλή και οι συγχορδίες Κοτζιά-Τσαβούσογλου στο πρόσφατο παρελθόν.
Οι θερμές χειραψίες και τα διάπλατα χαμόγελα, η διπλωματία των σεισμών, οι σύνδεσμοι ελληνο-τουρκικής φιλίας, οι αμοιβαίες επισκέψεις, τα ταξίδια, τα συνέδρια, τα ώπα! και τα νατοϊκά We are the champions δεν μετακίνησαν ούτε μισό εκατοστό τις πάγιες τουρκικές θέσεις και διεκδικήσεις.
Το μόνο που κατάφεραν ήταν να αποσυμφορήσουν την ένταση στις διμερείς σχέσεις που είχε προκύψει από τον Αμπτουλλά Οτζαλάν το 1999. Οι διερευνητικές επαφές που ξεκίνησαν μεταξύ των υπουργείων εξωτερικών μεταξύ των δύο χωρών από τις στις αρχές του 2000 δεν έχουν καταλήξει πουθενά και μάλλον ούτε και πρόκειται.
Θυμάμαι πολύ καλά το σοκ της Αθήνας όταν ένα χρόνο μετά τους σεισμούς και το ιστορικό ζεϊμπέκικο του Παπανδρέου, ο τότε υπουργός εξωτερικών Ισμαήλ Τζεμ ανέλυε μία προς μία τις τουρκικές θέσεις, διεκδικήσεις και «γκρίζες ζώνες» απέναντι στην Ελλάδα μέσω ενός άρθρου του σε ιταλική εφημερίδα. «Μα, πώς συνέβη αυτό;» με ρωτούσαν έντρομοι από την Αθήνα. ‘Ελα μου, ντε, πώς συνέβη;
Καλύπτοντας την Τουρκία από το 1990, είχα διαπιστώσει το εξής: ότι η Άγκυρα έμενε πιστή στην εξωτερική της πολιτική, ενώ η Αθήνα ακολουθούσε μια ευκαιριακή και συγκυριακή, ενίοτε και καθαρά κομματική εξωτερική πολιτική μέσα από ένα σύμπλεγμα ηττοπάθειας, στρουθοκαμηλισμού και εθελοτυφλίας.
Όποιος δεν ήθελε να δει αυτά τα τουρκικά δεδομένα δεν θα τα έβλεπε και μετά θα ρωτούσε «γιατί». Στην πρώτη δεκαετία του 2000, η αντίδραση της Ελλάδας απέναντι στην Τουρκία ήταν συχνά πως ό,τι λέγεται, « λέγεται για εσωτερική κατανάλωση». Κάτι που δυστυχώς κατέληξε να είναι πάγια εξωτερική πολιτική. Εκτός κι αν το τουρκικό ΥΠΕΞ ποστάρει στην ιστοσελίδα του μια μακροσκελή ανακοίνωση όπου επαναλαμβάνει τα γνωστά.
«Εσωτερική κατανάλωση» ή νέα στρατηγική;
Η αναφορά του Ερντογάν στην Συνθήκη της Λωζάνης στους κοινοτάρχες ούτε τυχαία είναι, ούτε για «εσωτερική κατανάλωση» όπως προσπαθεί να υποβαθμίσει το γεγονός το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών στοχεύοντας ουσιαστικά στο να καθησυχάσει την ελληνική «κοινή γνώμη» στην κατεύθυνση της δικής μας «εσωτερικής κατανάλωσης.»
Ούτε ήταν μια απλή «αστοχία» να συνδέσει ο τούρκος πρόεδρος τη Συνθήκη με τα νησιά του Αιγαίου, παρότι η Τουρκία τα παραχώρησε στην Ιταλία το 1923 βάσει μιας προηγούμενης διμερούς συνθήκης του 1912, ενώ η ελληνική κυριαρχία στα Δωδεκάνησα απεκτήθη το 1947.
Το σημαντικό είναι ότι η αμφισβήτηση της Συνθήκης της Λωζάνης ακούστηκε για πρώτη φορά από επίσημα χείλη και μάλιστα σε ανώτατο επίπεδο. Αφορά δεν σε πολλές εμπλεκόμενες χώρες και όχι μόνο σ’ αυτές που υπέγραψαν την συνθήκη. Αφορά στη Ρωσία και τα Στενά του Βοσπόρου, τη Συρία, το Ιράκ, και βέβαια την Ελλάδα και την Κύπρο.
Ασκώντας κριτική στη Συνθήκη της Λωζάνης και χαρακτηρίζοντας την ως «ήττα» ο τούρκος πρόεδρος δεν προσπαθεί απλά να βάλει κατά του Κεμαλισμού για «εσωτερική κατανάλωση» με στόχο την αναθέρμανση του εθνικισμού, την σύμπνοια του λαού κατά των «ξένων δυνάμεων» – βλέπε: Ευρωπαϊκή ‘Ένωση – και απώτερο σκοπό την συνταγματική αναθεώρηση.
Ο Τούρκος πρόεδρος χαράσσει τους άξονες της νέας εξωτερικής πολιτικής της χώρας τη στιγμή που βλέπει ΝΑΤΟϊκά πλοία να πλέουν μια σπιθαμή από τα τουρκικά παράλια και τους Ευρωπαίους να του ορθώνουν δασκαλίστικα το δάχτυλο, ενώ ο ίδιος θεωρεί ότι έχει κάνει πάρα πολλές υποχωρήσεις χωρίς ουσιαστικό αντάλλαγμα. Τη στιγμή που βλέπει ακόμα τα νοτιοανατολικά σύνορα της χώρας να φλέγονται και που τρέμει στην ιδέα της πιθανής ίδρυσης ενός Κουρδικού κράτους που θα απλώνεται μεταξύ Συρίας και Ιράκ με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ίδια την Τουρκία.
Η αμφισβήτηση της Συνθήκης της Λωζάνης ικανοποιεί κυρίως τους οπαδούς του Ερντογάν που θα καλόβλεπαν λίγο πετρέλαιο από τη Μοσούλη και κάποια εδάφη από τη Δυτική Θράκη. Όσο για τους Κεμαλιστές, αυτοί διακατέχονται από την δικαιολογημένη δυσπιστία για το μέχρι που μπορεί να φθάσει ο ισλαμιστής Ερντογάν για να υποσκάψει τις αρχές του Κεμάλ Ατατούρκ. Σε τελική ανάλυση, όμως, η Άγκυρα παγίωσε το θέμα των «γκρίζων ζωνών» με τους Κεμαλιστές στην εξουσία. Η διαμάχη που ξέσπασε για τη Συνθήκη της Λωζάνης μεταξύ Ερντογάν και της Κεμαλικής αντιπολίτευσης (CHP) είναι για «εσωτερική κατανάλωση» και όχι η αναφορά «δώσαμε τα νησιά στην Ελλάδα.»
Ο Ερντογάν είπε κάτι που υποστηρίζει η Άγκυρα από το 1996 μετά τα Ίμια – απλά το είπε με άλλα λόγια.
Χλιαρή η αντίδραση της Αθήνας
Η χλιαρή αντίδραση της Αθήνας στην «νέα τουρκική πρόκληση» μετά την σύγκληση του ΚΥΣΕΑ δεν είναι επαρκής.
Η Άγκυρα δεν τρομάζει από ένα μήνυμα του ελληνικού ΥΠΕΞ στο Twitter.
Εδώ χρειάζεται άμεση και επίσημη ενημέρωση των Ευρωπαίων εταίρων, των Βρυξελλών και των Ηνωμένων Εθνών. Δεν μπορεί η Γερμανία να κάνει πρώτη αναφορά στο Διεθνές Δίκαιο και μετά η Ελλάδα που είναι και άμεσα εμπλεκόμενη.
Οι απαντήσεις της Αθήνας στις προκλήσεις της Άγκυρας θα πρέπει να είναι αυτοματοποιημένες και αυστηρές και μάλιστα προς όλες τις κατευθύνσεις. Και σίγουρα όχι με χρονοκαθυστέρηση ώστε επικοινωνιακά να μοιάζει ότι η Ελλάδα χρειάζεται πρώτα να πραγματοποιήσει συσκέψεις με όλες τις συμβαλλόμενες πλευρές και μετά να μπορέσει να πάρει μια απόφαση, να κάνει μια δήλωση για τα αυτονόητα.
* Η Βάσω Γιλδίζη είναι δημοσιογράφος. Διετέλεσε για μια δεκαετία ανταποκρίτρια του MEGA στην Άγκυρα.
Πηγή: onalert