Η καλύτερη επένδυση για τη Γερμανία θεωρείται από πολλούς οικονομολόγους η «διάσωση» της Ελλάδας, αλλά και άλλων ευρωπαϊκών χωρών του Νότου. Έπειτα από έξι χρόνια ύφεσης που οδήγησαν σε απώλεια του 25% του εθνικού μας πλούτου, κάποιοι στην Ελλάδα εξακολουθούν να ανησυχούν πιο πολύ και από τους Γερμανούς πολιτικούς για το «κόστος» που πρέπει να επωμιστεί ο Γερμανός φορολογούμενος.
Η θεωρία της γερμανικής κυβέρνησης ότι η Καγκελαρία κάνει χάρη στην Ελλάδα και στους «νωθρούς» Νοτιοευρωπαίους και συνεχίζει να δανείζει ένα «βαρέλι δίχως πάτο», δυστυχώς έχει βρει ανταπόκριση στους πολίτες της Γερμανίας που τοποθετούνται πολύ επιθετικά εναντίον της χώρας μας σε διάφορες δημοσκοπήσεις.
Μάλιστα ο Σόιμπλε, έχοντας στο πίσω μέρος του μυαλού του τον Γερμανό ψηφοφόρο, έφτασε στο σημείο να πει ότι ο Γερμανός φορολογούμενος θα πληρώσει μια ενδεχόμενη αύξηση του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα – το μοναδικό ίσως μέτρο της νέας κυβέρνησης χωρίς δημοσιονομικό κόστος – και έτσι πρέπει να συνεχίσουμε να παίρνουμε όσα μας επιτρέπουν και να μη ζητάμε περισσότερα.
Πρόκειται σαφώς για ένα αυθαίρετο συμπέρασμα, ενώ το απόσπασμα αναπαράγουν και σχολιαστές σε δικά μας ΜΜΕ με σχόλια του τύπου: « ο Γερμανός καλείται να πληρώσει τα σπασμένα του Έλληνα ξανά».
Την Παρασκευή ο γνωστός Αμερικανός νομπελίστας Οικονομίας, Πολ Κρούγκμαν, σε άρθρο του για την Ελλάδα στους New York Times αναφέρει ότι «οι Γερμανοί πολιτικοί δεν εξήγησαν ποτέ στους πολίτες τους τα “μαθηματικά”, αλλά επέλεξαν τον εύκολο δρόμο της ηθικολογίας για την ανευθυνότητα των δανειζομένων».
Η Γερμανία είναι σαφώς ο μεγάλος νικητής από την κρίση χρέους τα τελευταία χρόνια. Πώς προκύπτει αυτό;
Κατ’ αρχάς τα δάνεια που Μέρκελ και Σόιμπλε έδωσαν στην Ελλάδα και σε άλλες υπερχρεωμένες χώρες του Νότου δεν είναι ευγενικές χορηγίες. Η συνολική έκθεση της Γερμανίας στην Ελλάδα υπολογίζεται στα 56 δισ. ευρώ (μέσω διμερών συμφωνιών και του ευρωπαϊκού μηχανισμού στήριξης EFSF, δείτε περισσότερα εδώ), χρήματα που αναμένεται να επιστρέψουν πίσω στην γερμανική οικονομία στο ακέραιο και με τόκο, καθώς απομακρύνεται το ενδεχόμενο για «κούρεμα» του ελληνικού χρέους.
Μάλιστα οι Γερμανοί το 2012 στην πρώτη αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους (γνωστή και ως PSI) πίεσαν, ώστε να υποστούν απώλειες οι ιδιώτες που είχαν ελληνικά ομόλογα στα χέρια τους και αφού οι γερμανικές τράπεζες είχαν ξεφορτωθεί σε μεγάλο βαθμό τα ελληνικά «σκουπίδια». Έτσι και έγινε, με τους επενδυτές, ανάμεσα τους και Έλληνες μικροομολογιούχοι, να χάνουν πάνω από το 50% των χρημάτων τους που είχαν δανείσει στο ελληνικό κράτος και τη Γερμανία φυσικά να μη χάνει ούτε ευρώ από τον υπερδανεισμό των χωρών του Νότου, που είναι οι καλύτεροι πελάτες των προϊόντων τους.
Μάλιστα το 2012 ο επικεφαλής (Γερμανός) του EFSF, Κλάους Ρέγκλινγκ, σε μια κρίση ειλικρίνειας δήλωνε στο γερμανικό περιοδικό Focus: «Τα πακέτα διάσωσης δεν έχουν κοστίσει μέχρι στιγμής ούτε ένα ευρώ στο Γερμανό φορολογούμενο. Στη Γερμανία έχει επικρατήσει η πεποίθηση ότι κάθε χρηματική βοήθεια προς την Ελλάδα επιβαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό, γιατί χρηματοδοτείται από τα χρήματα των Γερμανών φορολογουμένων. Αυτό είναι λάθος καθώς τα χρήματα αυτά είναι δάνεια που πρέπει να αποπληρωθούν».
Ο μεγαλύτερος «τοκογλύφος» της Ευρώπης
Όμως η αποπληρωμή των δανείων από την Ελλάδα με τόκο (δείτε σχετικά εδώ), είναι το μικρότερο κέρδος για το Βερολίνο. Τα μεγάλα κέρδη προκύπτουν από τη μεταφορά χρημάτων των επενδυτών στα «χαμηλού κινδύνου» γερμανικά ομόλογα λόγω της κρίσης στην Ευρωζώνη. Ειδικά μετά το 2009, οι αποδόσεις των γερμανικών ομολόγων έφτασαν στον «πάτο», ενώ σε κάποιες περιπτώσεις (π.χ 5ετή γερμανικά ομόλογα) σε αρνητικά επιτόκια.
Δηλαδή η Γερμανία όχι μόνο δεν πληρώνει για να δανειστεί, αλλά την πληρώνουν οι επενδυτές, ώστε να εξασφαλίζουν τα χρήματα τους λόγω της αβεβαιότητας που επικρατεί στη ζώνη του ευρώ.
Έτσι η Γερμανία έχει καταγράψει πολύ μεγάλα κέρδη από τα πακέτα στήριξης προς την Ελλάδα, καθώς στη χώρα εισρέουν ποσά που πιέζουν τα επιτόκια δανεισμού της προς τα κάτω. Κι αυτό γιατί η Γερμανία δανείζεται χρήμα με μικρότερο επιτόκιο και στη συνέχεια δανείζει τα ίδια χρήματα στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες με μεγαλύτερο επιτόκιο, λειτουργώντας επί της ουσίας τοκογλυφικά. Μάλιστα πρόκειται για χρήματα που «έκαναν φτερά» από τράπεζες χωρών του νότου – ανάμεσα τους και «μαύρο» χρήμα- και μεταφέρθηκαν σε ασφαλέστερα μέρη όπως η Ελβετία και το Λουξεμβούργο του κ. Γιούνκερ, επιστρέφοντας στα γερμανικά ταμεία, μέσω της αγοράς γερμανικών ομολόγων από τις τράπεζες αυτές.
Ενδεικτικά με βάση επίσημα στοιχεία που δημοσίευσε το γερμανικό περιοδικό Spiegel τον Αύγουστο του 2013, από απάντηση του γερμανικού ΥΠΟΙΚ σε ερώτηση που κατέθεσε τότε βουλευτής των Σοσιαλδημοκρατών, τα χαμηλά επιτόκια δανεισμού απέφεραν στο Βερολίνο επιπλέον έσοδα ύψους 40,9 δισεκατομμυρίων ευρώ! (2010 – 2014).
Αυτά τα κέρδη εμφανίζονται στο γερμανικό προυπολογισμό ως «διαφορά επιτοκίων». και ανέρχονται από 8 έως 17 δισ. ευρώ το έτος. Απίστευτο ποσό που οι μεγαλύτερες εταιρείες του κόσμου πασχίζουν μαζί να βγάλουν κάθε έτος…
Μάλιστα σύμφωνα με έρευνα που δημοσίευσε το London School of Economics από το 2009 και μετά, λόγω διαφοράς επιτοκίων, το όφελος αυτό φτάνει τα 80 δισ. ευρώ*.
«Η κρίση που ταλανίζει την Ευρωζώνη τα τελευταία πέντε χρόνια, έχει προκαλέσει την κατακόρυφη άνοδο της μεταβλητότητας στην αγορά κρατικών ομολόγων, με τις υπερχρεωμένες χώρες στην περιφέρεια της Ευρωζώνης να εμφανίζουν τα υψηλότερα ποσοστά.
Αποτέλεσμα της αυξημένης μεταβλητότητας ήταν να επικρατήσει η αντίληψη ότι τα γερμανικά ομόλογα αποτελούν ένα “ασφαλές καταφύγιο” για όσους επιθυμούν να επενδύσουν σε κρατικό χρέος, γεγονός που οδήγησε τις αποδόσεις των γερμανικών ομολόγων σε πρωτοφανή χαμηλά επίπεδα. Το ποσό που έχει εξοικονομηθεί την τελευταία πενταετία εξ’ αιτίας αυτής της θετικής για τη γερμανική κυβέρνηση εξέλιξη υπολογίζεται, σύμφωνα με οικονομολόγο του Kiel Institute for the World Economy, ότι ξεπερνάει τα 80 δισ. ευρώ» αναφέρει σχετικά η έρευνα.
Και δεν είναι μόνο αυτό. Το όφελος που προκύπτει από τα χαμηλά επιτόκια, αλλά και τα απροσδόκητα υψηλά φορολογικά έσοδα του γερμανικού δημοσίου, είχαν επίσης ως αποτέλεσμα να προχωρήσει η Γερμανία σε μικρότερο δανεισμό από ότι υπολόγιζε το οικονομικό της επιτελείο.
Έτσι μεταξύ 2010 και 2012 ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε δανείστηκε συνολικά 73 δισ. ευρώ λιγότερα από ότι προέβλεπε ο αρχικός σχεδιασμός. Το δε κόστος της ευρωκρίσης ανέρχεται μέχρι στιγμής και σύμφωνα με το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών μόλις στα 599 εκατομμύρια ευρώ…
Στα παραπάνω πρέπει να προσθέσουμε και το χαμηλότερο κόστος δανεισμού των γερμανικών εταιρειών που έχουν πλεονέκτημα έναντι των ανταγωνιστών τους σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Μάλιστα υπολογίζεται ότι το όφελός τους τα τελευταία πέντε χρόνια ξεπερνάει τα 60 δισ. ευρώ.
Και ένα μικρό παράδειγμα
Την ώρα που η Ελλάδα δεν μπορεί να βγει στις αγορές και οι αποδόσεις των επιτοκίων της κυμαίνονται σε διψήφια ποσοστά, η Γερμανία χρησιμοποιεί την κρίση στην ευρωζώνη, για να αναχρηματοδοτήσει το χρέος της που λήγει μετά το 2024, δίνοντας στους επενδυτές που προτιμούν την «ασφάλεια» των Γερμανικών ομολόγων αποδόσεις χαμηλότερες από την παραγωγικότητα της Γερμανίας και ίσως και από τον μελλοντικό πληθωρισμό, που θα προκύψει αναπόφευκτα στα πλαίσια των διεθνών οικονομικών κύκλων.
Συγκεκριμένα τα δεκαετή ομόλογα εκδόσεως Γερμανίας από το 2009 έως το 2014 εκδόθηκαν με επιτόκιο από 3,75% έως 1%. Τα τριανταετή ομόλογα Γερμανίας όμως που λήγουν από το 2024 έως και το 2046 έχουν κουπόνια με επιτόκιο από 6,25% έως 2,5%.
Στην ουσία οι νεοεισερχόμενοι επενδυτές αγοράζουν «ασφάλεια» με επιτόκια 3,75% έως 1% για να μπορεί η Γερμανία να αποπληρώνει παλαιότερα πολυετή ομόλογα με επιτόκια από 6,25% έως 2,5%!
Ο Γερμανός φορολογούμενος μόνο «ηττημένος» δεν βγαίνει από την κρίση. Το γεγονός ότι όλα αυτά τα υπερκέρδη δεν «περνούν» στον Γερμανό πολίτη, που έχει να δει αύξηση στις αποδοχές του εδώ και δέκα χρόνια, είναι ένα άλλο ζήτημα που έχει να κάνει με τον τρόπο που λειτουργεί το γερμανικό κεφάλαιο και η γερμανική «ηθική», η οποία εξασφαλίζει την εργασία, με «πετσοκομένες» όμως αμοιβές.
Από όλα τα παραπάνω είναι σαφές ότι η Ελλάδα είναι «απειλή», καθώς σε ένα ενδεχόμενο «κούρεμα» του χρέους μας η Γερμανία θα αναγκαστεί για πρώτη φορά στην κρίση να υποστεί απώλειες της τάξης των 23 δισ. ευρώ (αν υποθέσουμε ότι αυτό θα γινόταν για το 50% των ελληνικών δανείων).