Γράφει ο Ηλίας Ηλιόπουλος*
Αύριο, Τετάρτη, ο Πρωθυπουργός της Ελλάδος κ. Αλέξης Τσίπρας θα έχει, στην Μόσχα, μία (εφ’ όλης της ύλης και πολλαπλώς σημαντική) εκ του σύνεγγυς συνομιλία με τον Πρόεδρο της Ρωσσικής Ομοσπονδίας κ. Βλαντιμήρ Πούτιν.
Από την σκοπιά του Πολιτικού Ρεαλισμού, το να συναντάται και να συνομιλεί ο ηγέτης μιας Μικράς Δυνάμεως (όχι «μικρής χώρας»!) του διεθνούς συστήματος με τον ηγέτη μιας Μεγάλης Δυνάμεως είναι ενέργεια, κατ’ αρχήν και κατ’ αρχάς, ορθολογική και αξιέπαινη – πολλώ δε μάλλον καθ’ όσον η επίσκεψη του Πρωθυπουργού λαμβάνει χώρα στην δεδομένη ιστορική συγκυρία και υπό το κράτος του επαίσχυντου εκβιασμού και του επαπειλουμένου στραγγαλισμού της Ελλάδος, εκ μέρους της (βαθύτατα αντιδημοκρατικής και δημοφοβικής) ιθυνούσης γραφειοκρατικής ελίτ του ολοκληρωτικού υπερεθνικού μορφώματος των Βρυξελλών.
Εν τούτοις, ήδη αφ’ ότου ανεκοινώθη ότι ο Πρωθυπουργός επρόκειτο να μεταβεί στην Μόσχα, σύμπασα η καθεστωτική οργανική «διανόηση» (τρόπος του λέγειν!) εξαπέλυσε (από των εντύπων και ραδιοτηλεοπτικών Μέσων Μαζικής Επιρροής) λυσσαλέα επίθεση κατά του Αλέξη Τσίπρα για την σχετική απόφασή του. Είναι ηλίου φαεινότερον ότι η εγχώρια κοινωνικοοικονομική Ολιγαρχία (ήγουν: η νόθος, κομπραδόρικη, «λούμπεν» αστική τάξη, για να συνεννοούμεθα) «παίζει τα ρέστα της» κατά το κοινώς λεγόμενον και – εν αγαστή συμπνοία με την υπερεθνική ελίτ – αναμένει με αδημονία τα πολιτικά αποτελέσματα του σοβούντος «μετα-μοντέρνου» πραξικοπήματος κατά της νομίμου Ελληνικής Κυβερνήσεως (για την υπονόμευση και ανατροπή της οποίας αόκνως εργάζεται).
Έτσι, όποιαν καθεστωτική «έγκριτη» ημερησία και εάν ξεφυλλίσουμε, όποιο εκ των ούτω καλουμένων «μεγάλων καναλιών» και αν παρακολουθήσουμε, όποιον ιδιωτικό ραδιοσταθμό των γνωστών συγκροτημάτων και αν ακούσουμε (για να μην αναφερθούμε σε κάποιους κεντρικούς δημοτικούς), όλο και θα πέσουμε επάνω σε κάποιαν παρα-πολιτική, «δημοσιογραφική» ανθυπομετριότητα, σε κάποιον …«Μπάμπη» ή «Νότη» ή «Γιώργο», ή σε κάποιον περισπούδαστο …«ποιητή φανφάρα» (διαθέτουν πολλούς τα τοξικά «ποτάμια» του καθεστώτος), που …απειλεί (!) τον Ελληνικό Λαό, ξανά και ξανά, με το φάντασμα.
Ποιο φάντασμα; Μα ένα φάντασμα πλανάται στην ατμόσφαιρα και επικρέμαται ως «Δαμόκλειος σπάθη» έτοιμη να επιπέσει επί της κεφαλής του Πρωθυπουργού της Ελλάδος, ο οποίος τόλμησε (άκουσον-άκουσον!) να θίξει το θέμα-«ταμπού»: να θέσει, προφανώς, το ερώτημα ενός νηφάλιου, ψύχραιμου επαναπροσδιορισμού των ελληνο-ρωσσικών σχέσεων στο σύγχρονο διεθνές γεωπολιτικό περιβάλλον, και να το θέσει με πραγματικούς (ήτοι γεωπολιτικούς – όχι συναισθηματικούς) όρους: το φάντασμα των «Ορλωφικών»!
Το επιμύθιον είναι πάντοτε ένα και το αυτό: «Ξεχάστε την Ρωσσία! Μη διανοείστε ούτε καν να συζητήσετε, έστω και ως υπόθεση εργασίας, το ενδεχόμενον μιας ρεαλιστικής στρατηγικής συνεργασίας Ελλάδος – Ρωσσίας! Η Ρωσσία δεν είναι αξιόπιστος εταίρος, «afterall» (που λένε και εις την νέαν Ελληνικήν)! Δείτε τι έπαθαν οι ελαφρόμυαλοι οι …προ-προ-προ-παππούδες μας τον καιρό των Ορλώφ, όταν η Μ. Αικατερίνη εγκατέλειψε τους επαναστημένους Έλληνες εις το έλεος των Τούρκων!!!»
Το παράδοξον και άκρως ενοχλητικόν με αυτήν την τακτική είναι ότι τυγχάνει και άνιση και υποκριτική και ανιστόρητη. Και εξηγούμεθα:
Δεν νομίζω ότι υπάρχει έστω και ένας Έλληνας, ο οποίος δεν θα συμφωνήσει στο ότι, από όλες τις συμφορές και τα δεινά που έπληξαν το Ελληνικό Έθνος, κατά την διάρκεια της μακραίωνης ιστορίας του, μία από τις μεγαλύτερες, αν όχι η χειρότερη όλων, υπήρξε η Μικρασιατική Καταστροφή.
Είναι δε γνωστή η ευθύνη των λεγομένων Δυτικών «Συμμάχων» της χώρας μας για την ανείπωτη εκείνη τραγωδία – ευθύνη βαρύτατη, καίτοι, ασφαλώς, όχι ίση με την πρωταρχική ευθύνη της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας της εποχής (Ελευθέριος Βενιζέλος), η οποία ακρίτως έσπευσε να εμπλέξει την χώρα μας στο απολύτως ανεδαφικό (από την σκοπιά της ορθολογικής ρεαλιστικής γεωπολιτικής και στρατηγικής αναλύσεως) στρατιωτικό εγχείρημα στην Μικρά Ασία (παρά, μάλιστα, τις περί του εναντίου αυστηρές, ρητές, απολύτως τεκμηριωμένες και λίαν εγκαίρως, από των αρχών του 1915, εγγράφως και αρμοδίως κατατεθείσες προειδοποιήσεις του Μεταξά προς τον Βενιζέλο).
Και όμως, δεν ακούσαμε ποτέ ούτε έναν από όλους αυτούς τους σπουδαιοφανείς γνωμηγήτορες να επικαλούνται την χειρότερη, ίσως, συμφορά που έπληξε ποτέ τον Ελληνισμό ως λόγον για να παύσουμε, π.χ., να βασιζόμεθα στους Δυτικούς «εταίρους και συμμάχους», να μη τρέφουμε φρούδες προσδοκίες και να ξεχάσουμε ως σφαλερό και επιζήμιο κάθε δόγμα του τύπου «ανήκομεν εις την Δύσιν», αφού η «Δύσις» τόσον σκανδαλωδώς, κυνικώς και ανενδοιάστως μάς «επρόδωσε» κατά την μικρασιατική περιπέτεια (στην οποίαν προηγουμένως η ιδία τεχνηέντως, διά των ενταύθα ευπειθών οργάνων της πολιτικής της, μάς ενέπλεξε ή μας ενεθάρρυνε).
Ούτε ακούσαμε ποτέ κανέναν από τους εν λόγω δημοσιολογούντες να προτείνει να διαρρήξουμε κάθε δεσμό με την Δύση, επειδή εκείνη μας εγκατέλειψε στα «κρύα του λουτρού» και ουδεμίαν επέδειξε «συμμαχική αλληλεγγύη», όταν η Τουρκία προέβαινε στην εθνοκάθαρση της ελληνικής μειονότητος της Κωνσταντινουπόλεως, της Ίμβρου και της Τενέδου, φερ’ ειπείν.
Για να μην θυμηθούμε τις αλλεπάλληλες ταπεινώσεις, που υπέστη ο Ελληνικός Λαός εκ μέρους της Αγγλίας και της Γαλλίας, τις ωμές και απροκάλυπτες παραβιάσεις της Εθνικής Κυριαρχίας, τις πολιτικές και στρατιωτικές επεμβάσεις, τους …έξι (!) ναυτικούς οικονομικούς αποκλεισμούς και τις συνεπακόλουθες λιμοκτονίες, κάθε τρεις και λίγο, από το 1849 έως το 1917, με κορύφωση βεβαίως την τριετή κατοχή της χώρας μας, την επιβολή κατοχικής «Κυβερνήσεως» («Υπουργείον Κατοχής») και την λιμοκτονία και λοιμοκτονία του λαού μας τον καιρό του Κριμαϊκού Πολέμου.
Το έτερον σημείον, το οποίον προκαλεί πάντοτε απορία, σχετικά με την ιδεολογική χρήση των «Ορλωφικών», είναι το εξής: Ουδέποτε γίνεται λόγος, π.χ., περί της Συνθήκης της Αδριανουπόλεως, η οποία και αποτέλεσε, κατ’ ουσίαν, την γενέθλιο πράξη του νεωτέρου Ελληνικού Κράτους.
Έτσι, ακούμε και διαβάζουμε ότι δήθεν «η Δύση μας απελευθέρωσε από τους Τούρκους στο Ναυαρίνο» (ή, έστω, «οι Μ. Δυνάμεις»). Ουδείς λόγος γίνεται, βεβαίως, γίνεται για το πώς φθάσαμε στο Ναυαρίνο!
Ουδόλως αναφέρεται το ιστορικό γεγονός ότι ήταν ο νεοενθρονισθείς Τσάρος πασών των Ρωσσιών Νικόλαος Α΄ εκείνος ο οποίος, αμέσως μετά την ανάρρησή του στην εξουσία, σηματοδότησε με σαφήνεια προς την πλευρά του Λονδίνου την βούλησή του για απεξάρτηση από την επιρροή του Αυστριακού Καγκελλαρίου Μέττερνιχ και ριζικό επαναπροσδιορισμό της ρωσσικής πολιτικής επί του Ανατολικού Ζητήματος, κατά μήκος της παρακαταθήκης της Μ. Αικατερίνης – ήγουν: δυναμική επίλυση του Ελληνικού Ζητήματος.
Με την στάση του, ο Νικόλαος εξανάγκασε, εμμέσως, την Γηραιά Αλβιώνα να συρθεί στην δική του πολιτική. Αλλά και μετά το Ναυαρίνο (όπου – σημειωτέον – το Ρωσσικό Πολεμικό Ναυτικό αντιμετώπισε το κέντρον βάρους του Εχθρού και κατέβαλε βαρύτατο φόρο αίματος) η περιφανής εκείνη νίκη θα παρέμενε κενή περιεχομένου (αφού ο Σουλτάνος δεν εννοούσε να συμμορφωθεί προς τους όρους της Συμβάσεως του Λονδίνου), εάν ο Νικόλαος δεν ανελάμβανε και νέα δυναμική πρωτοβουλία.
Πράγματι, με τον αστραπιαίο Ρωσσο-Τουρκικό Πόλεμο του 1828-1829, τα στρατεύματα του Στρατηγού Δείμπιτς έφθασαν μέχρις Αδριανουπόλεως και, έτσι, η Υψηλή Πύλη υπεχρεώθη να υπογράψει την ομώνυμη Συνθήκη (12-24/8/1829), συμμορφούμενη προς τα γεωπολιτικά αποτελέσματα του Ναυαρίνου και αποδεχόμενη την ίδρυση διακριτού Ελληνικού Κράτους, έστω και αυτονόμου.
Κατ’ αυτόν τον τρόπον, άνοιξε ο δρόμος για την συνομολόγηση του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου του Φεβρουαρίου 1830 και την ίδρυση ανεξαρτήτου, πλέον, Ελληνικού Κράτους.
Εν κατακλείδι: Η γενναία, ορθή και ιστορικών διαστάσεων απόφαση του Έλληνα Πρωθυπουργού να αξιοποιήσει το πανίσχυρο γεωπολιτικό όπλο της «μικράς πλην εντίμου Ελλάδος» έχει προκαλέσει όχι μόνον τις απολύτως ανοίκειες και ανάρμοστες αντιδράσεις της υπερεθνικής ελίτ και των θηριωδών δυτικών χαλκείων αλλά και τον πρόδηλο πανικό της εγχώριας νόθου μεγαλοαστικής τάξεως (η οποία ανέμενε ανέκαθεν την έξωθεν …«δόση» της – τα «Δάνεια του Αγώνος» των Χάμπρω και Ρικάρντο, τα «Σχέδια Μάρσαλ», τα «πακέττα Ντελόρ/Σαντέρ» κ.λ.π., τα «ΕΣΠΑ» και τα «μνημόνια» – για να επαναβεβαιώσει τους ιστορικο-κοινωνιολογικούς όρους της εθνικής υποτελείας και να αναπαραγάγει την παρασιτική της ύπαρξη, εις βάρος του λαού και του έθνους). Και μαζί με αυτήν τελεί σε παράκρουση και η ευρω-επιδοτούμενη «μετα-μοντέρνα» ιντελλιγκέντσια, κατά τα φαινόμενα.
Ας είναι! Αφικνούμενος στο Κρεμλίνο, ο Αλέξης Τσίπρας θα φέρει στις αποσκευές του τις ειλικρινείς ευχές ολοκλήρου του Ελληνικού Λαού («πλην Λακεδαιμονίων»!) για ευόδωση των συνομιλιών του με τον ηγέτη ενός μεγάλου, ιστορικού και φίλου έθνους.
* Ο κ. Ηλίας Ηλιόπουλος είναι Διδάκτωρ Ιστορίας Ανατολικής Ευρώπης (Dr. phil) του Πανεπιστημίου Μονάχου, τ. Διευθυντής του Τμήματος Πολιτικών & Στρατηγικών Σπουδών και τ. Καθηγητής της Έδρας Πολιτικών & Στρατηγικών Σπουδών της Διεθνούς Σχολής Πολέμου Βαλτικής (Tartu, Εσθονία).