Γράφει ο Νίκος Χειλαδάκης
Τον Μαϊο του 2006 τρεις Τούρκοι συνελήφθησαν κοντά στην βάση της Σούδας να φωτογραφίζουν τις εγκαταστάσεις της βάσης.
Ο συληφθέντες αφέθησαν ελεύθεροι μετά την ανάκριση χωρίς να δοθεί έκταση στο συμβάν.
Ένα χρόνο πριν και συγκεκριμένα τον Μάιο του 2005, συλλαμβάνονται έξω από ένα τουρκικό στρατόπεδο στο Αϊδίνη, ανατολικά της Σμύρνης, οι Έλληνες υπάλληλοι της Ε.Υ.Π, Ε. Π. και Κ. Τ. να φωτογραφίζουν στρατιωτικές εγκαταστάσεις. Οι δυο Έλληνες αφού ανακριθήκαν και εξεταστήκαν, τελικά αφέθηκαν ελεύθεροι να γυρίσουν πίσω στην Ελλάδα.
Όλα αυτά δεν είναι παρά η κορυφή του παγόβουνου ενός μυστικού πολέμου που διεξάγεται εδώ και πολλά χρόνια μεταξύ των δυο χωρών στον τομέα της κατασκοπείας και της συγκέντρωσης πληροφοριών. Κάποια επεισόδια αυτού του μυστικού πολέμου είναι ιστορικά για την σημασία τους και είναι χρήσιμο να δούμε πως τα πρόβαλλαν οι ίδιοι οι Τούρκοι για ν καταλάβουμε και τις επιχειρήσεις ψυχολογικού πολέμου.
Τον Ιανουάριο του 1998 η τουρκική εφημερίδα «Μιλλιέτ» και στη συνέχεια τα τουρκικά κανάλια, έκαναν αναφορά για την υπόθεση του Έλληνα στρατιωτικού ακόλουθου, Ε. Χ. που είχε απελαθεί τον Δεκέμβριο του 1997 από την Τουρκία. Σύμφωνα με την τουρκική εφημερίδα, ο Χ παρακολουθούνταν από τον Αύγουστο του 1996, όταν είχε διοριστεί στρατιωτικός ακόλουθος στο ελληνικό προξενείο της Κωνσταντινούπολης. Οι Τούρκοι υποστήριζαν πως ο Χ ζητούσε πληροφορίες σχετικά με οπλικά συστήματα, τύπους τουρκικών τεθωρακισμένων, για το εργοστάσιο πυρομαχικών του Κιρκ-Καλέ, για το σύστημα εκτάκτου ανάγκης της πρώτης τουρκικής στρατιάς πού έχει έδρα την Κωνσταντινούπολη, ακόμα και για το εργοστάσιο πυρηνικής ενέργειας του Ικονίου.
Το θέμα παρουσίασε με περισσότερες λεπτομέρειες και το τουρκικό κανάλι NTV. Συγκεκριμένα αναφέρθηκε ή εξής ιστορία: «Στις 28 Αυγούστου 1996 ο Χ πού κατηγορήθηκε από την Τουρκία για κατασκοπεία, υπηρετούσε στο ελληνικό προξενείο της Κωνσταντινούπολης. Σε μαγνητοφωνημένη συνομιλία του με πράκτορα της τουρκικής ΜΙΤ ζήτησε απόρρητες πληροφορίες σχετικά με οπλικά συστήματα και τύπους τουρκικών τεθωρακισμένων, για το εργοστάσιο πυρομαχικών στο Κιρκ-Καλέ, για το σύστημα εκτάκτου ανάγκης της πρώτης τουρκικής στρατιάς Έβρου, καθώς και για το προγραμματισμένο εργοστάσιο πυρηνικής ενέργειας του Ικονίου, αλλά και πληροφορίες σχετικά με την αντιμετώπιση των κουρδικών οργανώσεων». Όλα αυτά σύμφωνα με τους Τούρκους έναντι μεγάλης χρηματικής αμοιβής ενώ από τότε παρακολουθούνταν στενά από τις τουρκικές μυστικές υπηρεσίες. «Στις 25 Φεβρουαρίου σε ένα μπαρ της Κωνσταντινούπολης υποδυόμενος κάποιον επιχειρηματία, γνωρίστηκε με ένα υπαξιωματικό των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών και ζήτησε να τον δωροδοκήσει με 1.150 δολάρια δηλαδή με 13 εκ τουρκικές λίρες για να πάρει στρατιωτικές πληροφορίες. Στις 26 Νοεμβρίου περίπου 2 η ώρα μ. μ σε μια γνωστή καφετέρια της Κωνσταντινούπολης συναντήθηκε με Τούρκο πράκτορα και του έδωσε χρήματα για τις πληροφορίες πού ζητούσε». Η τουρκική τηλεόραση έδειξε μερικές φωτογραφίες που τραβήχτηκαν από απόσταση και υποτίθεται ότι έδειχναν αόριστα κάποιον που υποστήριζαν πως είναι ο Χ να κάθετε σε κάποιο τραπέζι μαζί με κάποιον άγνωστο. Όλα αυτά συνέθεταν κατά τους Τούρκους αδιάσειστες αποδείξεις πού όμως δεν τις δημοσιοποίησαν ποτέ, (γιατί άραγε ;), για την ενοχή του Χ, ο οποίος σημειωτέων δεν συνελήφθηκε επ’ αυτοφώρω.
Η ιστορία αυτή αφήνει πολλά ερωτηματικά, όπως α) ο χρόνος και ο τρόπος δημοσιοποίησης της, β) η μη, όπως επισημάναμε, σύλληψη του Χ επ’ αυτοφώρω, γ) η σκηνοθετημένη φωτογράφηση και κινηματογράφηση του, στην οποία όμως δεν παρουσιάζονται καθαρά τα πρόσωπα για τα οποία αναφέρετε η υπόθεση και τέλος, δ) Η «εξαφάνιση» του πρωταγωνιστή της υπόθεσης, αφού απελάθηκε στην Ελλάδα.
Και ερχόμαστε στο δέυτερο «ιστορικό» επεισόδιο. Στις 29 Ιουνίου 1998 σύσσωμος ο τουρκικό τύπος έκανε για πρώτη φορά αναφορά με μεγάλη έμφαση σε μια αποκαλυφθείσα σοβαρή υπόθεση κατασκοπείας σε βάρος της Τουρκίας.
Τα δημοσιεύματα ανέφεραν ότι ένας Τούρκος επισμηναγός, ονόματι Μεχμέτ Μπαρούτ, 34 ετών, παντρεμένος με την Γκιουλ Μπαρούτ, 30 ετών και πατέρας ενός παιδιού, είχε συλληφθεί από τις τουρκικές αρχές για απόπειρα παράδοσης σημαντικών μυστικών των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων σε κάποιο Έλληνα αξιωματικό. Ο Τούρκος επισμηναγός υπηρετούσε στην αεροπορική βάση της Σμύρνης, όπου ξετυλίχτηκε η υπόθεση στην οποία σύμφωνα με τα πρώτα δημοσιεύματα ενέχονταν και άλλοι πέντε Τούρκοι αξιωματικοί, ενώ είχε αποκαλυφθεί και ένας μυστικός τραπεζιτικός λογαριασμός του Μεχμέτ Μπαρούτ ύψους πολλών εκατομμυρίων τουρκικών λιρών.
Χαρακτηριστικοί ήταν οι τίτλοι των τουρκικών εφημερίδων την Δευτέρα 29 Ιουνίου 1998. Ανέφεραν για μια «Γυναικεία παγίδα της Ελλάδας» σε βάρος της Τουρκίας. Συγκεκριμένα η Μιλιέτ είχε γράψει, «Η γυναικεία παγίδα της Ελλάδας», η Τουρκίγιε, «Επισμηναγός κατάσκοπος», ενώ η Χουριέτ είχε γράψει, «Κάηκε ο αχρείος κατάσκοπος». Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα ο εν λόγω επισμηναγός είχε κινήσει τις υποψίες της γυναίκας του για απιστία με άλλες γυναίκες και η ίδια είχε αρχίσει να παρακολουθεί τις κινήσεις του. Η παρακολούθηση έφερε στο φως ένα διαμέρισμα στην περιοχή Καρσίγιακα της Σμύρνης, όπου ο Μεχμέτ Μπαρούτ και οι υπόλοιποι αναφερόμενοι αξιωματικοί το χρησιμοποιούσαν σαν ερωτική φωλιά. Η σύζυγος ψάχνοντας να βρει από που έβρισκε ο άντρας της τόσα μεγάλα χρηματικά ποσά τα οποία ξόδευε σε διασκεδάσεις με διάφορες γυναίκες, ανακάλυψε έναν ύποπτο τραπεζιτικό λογαριασμό ύψους πολλών εκατομμυρίων τουρκικών λιρών.
Το γεγονός αυτό έγινε γνωστό σε ανώτερους αξιωματικούς του και από τότε άρχισε η παρακολούθηση του από το Γενικό Επιτελείο. Η παρακολούθηση κράτησε περίπου έξη μήνες, σύμφωνα με την εφημερίδα Μιλιέτ και πολύ γρήγορα αποκαλύφθηκε πως ο Μπαρούτ είχε επαφές με κάποιο πράκτορα των ελληνικών μυστικών υπηρεσιών, ο οποίος όπως είχε αποκαλυφθεί από τις τουρκικές μυστικές υπηρεσίες, είχε χορηγήσει στον Μπαρουτ το ποσό των δυο δισεκατομμυρίων εφτακοσίων εκατομμυρίων τουρκικών λιρών, για απόσπαση απορρήτων μυστικών της τουρκικής αεροπορίας.
Τις αμέσως επόμενες μέρες το γεγονός πήρε μεγάλη έκταση από τον τουρκικό τύπο και ήρθε στο φως της δημοσιότητας η πληροφορία πως ο Έλληνας κατάσκοπος είχε υπηρετήσει στο ελληνικό προξενείο της Σμύρνης, ενώ ο Μπαρουτ ομολογούσε πως προδόθηκε από την ίδια του την γυναίκα για τους παράνομους δεσμούς που είχε. Η Εφημερίδα Χουριέτ δημοσίευσε τότε την φωτογραφία μιας άλλης μυστήριας γυναίκας δικηγόρου, αγνώστων λοιπών στοιχείων που καταζητούνταν από τις τουρκικές αρχές για ανάμειξη στην υπόθεση, ενώ συνεχίζονταν οι συλλήψεις και άλλων αξιωματικών σαν υπόπτων συμμετοχής στην υπόθεση. Ο Μεχμέτ Μπαρούτ και οι υπόλοιποι αξιωματικοί οδηγήθηκαν με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας στις φυλακές Μαμάκ της Άγκυρας.
Η υπόθεση όμως δεν έληξε εδώ. Στις 3 Ιουλίου 1998 όλες οι τουρκικές εφημερίδες «αποκάλυπταν» τον κύριο δημιουργό της υπόθεσης, που δεν ήταν άλλος από ένα Έλληνα αξιωματικό της Ε.Υ.Π, που χρησιμοποιούσε το κωδικό όνομα, «Καλέρρας» και που είχε φύγει στην Ελλάδα όταν είχε αρχίσει να ξετυλίγεται το «κουβάρι» της πολύκροτης υπόθεσης.