Άρθρο του Δρ. Ευάγγελου Στεργιούλη*
Mετά από μία σειρά αποτρόπαιων εγκλημάτων των τζιχαντιστών που μεταδίδονταν από μέσα ενημέρωσης και κοινωνικής δικτύωσης, η διεθνής κοινότητα αποφάσισε τη διεξαγωγή πολεμικών επιχειρήσεων εναντίον στόχων του αποκαλούμενου ισλαμικού κράτους. Τούτο όμως δεν κατέστη δυνατό να αποτρέψει τον τρόμο και τη φρίκη να μεταφερθούν μέσα στη καρδιά της Ευρώπης, δυστυχώς για άλλη μια φορά, και παρά τις δημόσιες ανακοινώσεις-προειδοποιήσεις για σχεδιασμό επιθέσεων στις ΗΠΑ και Γαλλία.
Η κατάσταση διεθνούς συναγερμού που έχει τεθεί σε ισχύ για την έγκαιρη αντιμετώπιση της όποιας απειλής, είναι βέβαιο ότι θα παρατείνεται επ’ αόριστον. Κατά το παρελθόν, δημόσιες δηλώσεις τόσο του Πενταγώνου όσο και άλλων κρατικών υπηρεσιών επιβεβαίωναν ότι ο πόλεμος κατά του ισλαμικού κράτους δεν φαίνεται να επιτυγχάνει άμεσα αποτελέσματα, τόσο λόγω της συνεχούς ροής εθελοντών ενίσχυσης των jihadists όσο και της χρηματοδότησης τους. Πρόκειται για δύο σημαντικότατες παραμέτρους οι οποίες χαρακτηρίζουν την αυξημένη ρευστότητα της κατάστασης, η οποία όσο περισσότερο διαρκεί τόσο περισσότερο θα αυξάνεται και το επίπεδο απειλής των jihadists σε στόχους της διεθνούς κοινότητας.
Κατ’ αρχήν, όλα τα κράτη που συμμετέχουν, άμεσα ή έμμεσα, στις πολεμικές επιχειρήσεις της διεθνούς κοινότητας αποτελούν εν δυνάμει στόχους αντεκδίκησης τζιχαντιστών. Αναμφίβολα, η Ελλάδα δεν κατατάσσεται στις χώρες υψηλής επικινδυνότητας όπως οι ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία, Ιταλία κλπ., καθόσον δεν συμμετέχει σε πολεμικές επιχειρήσεις κατα του ισλαμικού κράτους, δεν παύει ωστόσο να αποτελεί μέρος του προβλήματος που αντιμετωπίζει ολόκληρος ο δυτικός κόσμος.
Η γεωγραφική θέση της χώρας υπήρξε εδώ και μήνες το έναυσμα για την προβολή δημοσιευμάτων στον ελληνικό και ξένο τύπο περί διελεύσεως ή παραμονής στη χώρα ακραίων ισλαμικών στοιχείων φιλικά προσκείμενων στους Jihadists. Το στοιχείο της γεωγραφικής θέσης της Ελλάδας αποτελούσε ανέκαθεν το ευαίσθητο σημείο στις αναλύσεις και εκτιμήσεις απειλών της διεθνούς τρομοκρατίας και δυστυχώς σήμερα φαίνεται να επιβεβαιώνεται.
Επιπλέον, το στοιχείο της γεωγραφικής θέσης της Ελλάδας στην εκτίμηση της απειλής επιβαρύνεται σημαντικά καθόσον πέραν της εγγύτητας της χώρας με τη Μέση Ανατολή, προστίθεται δραστικά και ο βαλκανικός χώρος, εντός του οποίου υφίστανται ισχυρότατες πλέον ενδείξεις για ύπαρξη θυλάκων ακραίων ισλαμικών στοιχείων, κυρίως μετά τη δημοσιότητα που έλαβαν και επίσημες δηλώσεις των Σκοπίων περί συμμετοχής Αλβανών μουσουλμάνων στο πολεμικό μέτωπο της Συρίας.
Δυστυχώς, η δημόσια ασφάλεια στη χώρα μας βρίσκεται αντιμέτωπη με μία νεοεμφανισθείσα απειλή, το μέγεθος της οποίας όπως και η χρονική διάρκεια της είναι εξαιρετικά δύσκολο να προσδιορισθούν. Όμως, η μελέτη του ιστορικού φονταμενταλιστικών δράσεων στην Ευρώπη σε συνδυασμό με τη γεωγραφική θέση της Ελλάδας, μπορούν να διαμορφώσουν ένα πλαίσιο συσχετισμών και συγκρίσεων προκειμένου να εξαχθούν ορισμένα χρήσιμα συμπεράσματα.
Στις τρομοκρατικές ενέργειες της 7/7/2005 στο Λονδίνο, ουδείς ανέμενε ότι θα εκτελούνταν από Βρετανούς πολίτες δεύτερης η ενδεχομένως και τρίτης γενιάς μεταναστών μουσουλμάνων στο θρήσκευμα. Παρομοίως, στις τρομοκρατικές ενέργειες της 11/3/2004 στη Μαδρίτη, ουδείς ανέμενε ότι θα ήταν έργο ακραίων ισλαμιστών, γι’ αυτό και οι πρώτες επίσημες κυβερνητικές δηλώσεις απέδιδαν τις βομβιστικές ενέργειες σε Βασκικές οργανώσεις.
H Ελλάδα, από πλευράς διεθνούς ασφάλειας, δεν αντιμετώπισε σχεδόν κανένα σοβαρό περιστατικό ακραίας ισλαμικής τρομοκρατίας. Παρά ταύτα, οι κρατικές υπηρεσίες αστυνόμευσης και ασφάλειας στην Ελλάδα κατά το παρελθόν είχαν σφοδρά επικριθεί για την αναποτελεσματικότητα τους στο χώρο της τρομοκρατίας και δη της εσωτερικής τρομοκρατίας. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια και συγκεκριμένα από τις αρχές του 2000 και εντεύθεν, οι ελληνικές αρχές ασφαλείας έχουν δώσει εξαιρετικά δείγματα αποτελεσματικού χειρισμού σοβαρών υποθέσεων εγχώριας και διεθνούς τρομοκρατίας.
Τι μέλλει όμως γενέσθαι με την απειλή των Jihadists;
Πρόκειται αναμφίβολα για μία ιδιαιτέρως ξεχωριστή απειλή η οποία διέπεται από τα στοιχεία της ρευστότητας, της αδυναμίας επακριβούς καθορισμού του μεγέθους της και της χρονικής διάρκειας, καθώς επίσης και το ιδιαίτερα μεγάλο εύρος των πιθανών στόχων. Γι’ αυτούς τους λόγους oι ελληνικές αρχές οφείλουν να καταρτίσουν ένα σχέδιο εθνικής στρατηγικής, το οποίο θα προσδιορίζει τους στόχους, θα καθορίζει τις μορφές δράσης, όπως η συλλογή, ανάλυση και η αξιοποίηση των σχετικών πληροφοριών, το επίπεδο συνεργασίας τόσο σε εσωτερικό όσο και σε διεθνές επίπεδο και κάθε άλλη σχετική και αναγκαία παράμετρο.
Τόσο στην κατάρτιση όσο και στην υλοποίηση αυτής της εθνικής στρατηγικής, οι Ελληνικές Αρχές μπορούν να διασφαλίσουν την ενεργό συμμετοχή και υποστήριξη τόσο της Interpol όσο και της Europol. Πρόκειται για δύο διεθνείς οργανισμούς ασφαλείας στους οποίους η Ελλάδα συμμετέχει από ιδρύσεως των και μπορεί ανά πάσα στιγμή να χρησιμοποιήσει και να αξιοποιήσει τις εξειδικευμένες δυνατότητες που διαθέτουν ιδίως στην ανάλυση μεγάλου όγκου πληροφοριών και δεδομένων. Κυρίως η Interpol λόγω της διεθνούς εμβέλειας της, των τεράστιων βάσεων δεδομένων (π.χ διαβατηρίων, ταξιδιωτικών εγγράφων) που λειτουργούν στην έδρα της, στη Λυών, και ενός εξαιρετικά ανεπτυγμένου παγκόσμιου δικτύου επικοινωνίας που λειτουργεί επί 24ωρου βάσεως, διαθέτει εξειδικευμένη τεχογνωσία και πληροφόρηση.
Η κατάρτιση μιας εθνικής στρατηγικής για την αντιμετώπιση της εν λόγω απειλής είναι αναγκαία όσο ποτέ άλλοτε, διότι στη χώρα μας πληροφορίες σχετικές με την καταπολέμηση της τρομοκρατίας δεν διαχειρίζονται μόνο η Ελληνική Αστυνομία και η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών, αλλά και άλλες υπηρεσίες, ενδεχομένως με περιορισμένη εδαφική αρμοδιότητα όπως για παράδειγμα το Λιμενικό Σώμα, αλλά και η ειδική υπηρεσία του ΣΔΟΕ για την καταπολέμηση της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, που αναμφισβήτητα αποτελούν εξίσου σημαντικούς παράγοντες στον καθορισμό μιας ενιαίας εθνικής στρατηγικής.
Τέλος, η κατάρτιση μιας εθνικής στρατηγικής για την αντιμετώπιση της απειλής από το αποκαλούμενο ισλαμικό κράτος θα συμβάλει στην αποφυγή λαθών και παραλείψεων που θα μπορούσαν να είχαν τραγικά αποτελέσματα σε επίπεδο δημόσιας ασφάλειας. Η αποτροπή των τρομοκρατικών επιθέσεων στις ΗΠΑ την 9/11 δεν κατέστη δυνατή, κυρίως, λόγω έλλειψης μιας τέτοιας εθνικής στρατηγικής με τις γνωστές τραγικές συνέπειες. Αυτός ήταν άλλωστε και ο λόγος της ίδρυσης της Homeland Security, μιας νέας υπηρεσίας εσωτερικής ασφάλειας που συντονίζει τις αρμόδιες αμερικανικές υπηρεσίες σε εθνικό επίπεδο.
* Ευάγγελος Στεργιούλης, Διδάκτωρ Παντείου Πανεπιστημίου, ε.α υποστράτηγος της Ελληνικής Αστυνομίας. Διετέλεσε υπεύθυνος εξωτερικών σχέσεων της Ευρωπαϊκής Αστυνομίας (Europol), προϊστάμενος της Εθνικής Μονάδας Europol και του Εθνικού Γραφείου Interpol.