Της Κύρας Αδάμ
Η προσφυγική κρίση και η διαχείρισή της ήταν το 2015 -και θα παραμείνει και το 2016- το μείζον θέμα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, καθώς επηρεάζει βαθύτατα και μέχρι τώρα αρνητικά, την σχέση της χώρας με τους υπόλοιπους 27 της Ευρωπαϊκής Ένωσης – σε βαθμό ίδιο, ίσως και μεγαλύτερο, από την κρίση του grexit τον περασμένο Ιούλιο.
Η προσφυγική κρίση όμως μπερδεύει ακόμα περισσότερο της ελληνοτουρκικές σχέσεις και το Κυπριακό, που χάνουν το μέχρι τώρα πλεονέκτημα της άσκησης μόνιμης πίεσης στην Τουρκία στις διαπραγματεύσεις της με την ΕΕ.
Η ελληνική κυβέρνηση, προσπαθώντας να κρατήσει τα ρουθούνια της έξω από το νερό, φορτωμένη ένα βαρύ μνημόνιο ύστερα από την καταστροφική μη-διαπραγμάτευση με την ευρωζώνη μέχρι τον περασμένο Ιούλιο, ουδόλως μπόρεσε να εκτιμήσει και πολύ περισσότερο να διαχειριστεί την προσφυγική κρίση, που κτύπαγε τα ελληνικά παράλια από το καλοκαίρι με ολοένα αυξανόμενους ρυθμούς, μέχρι τις 800.000 και πλέον πρόσφυγες που πάτησαν το ελληνικό έδαφος μέσα στον χρόνο.
Οι υπερφίαλες και ανόητες μέσα στην άγνοια υπουργικές δηλώσεις της πρώτης περιόδου ( από το ανέκδοτο με τους πρόσφυγες που λιάζονται και μετά εξαφανίζονται μέχρι την «απειλή» ότι η Ελλάδα θα στέλνει τζιχαντιστές στο Βερολίνο, αν οι εταίροι δεν «υπέκυπταν» στους ελληνικούς όρους της διαπραγμάτευσης στο eurogroup), κάθε άλλο πάρα βελτίωσαν τις βαριά διαταραγμένες σχέσεις εμπιστοσύνης ανάμεσα στην Αθήνα και στις Βρυξέλλες, με αποτέλεσμα καμία από τις δυο πλευρές να μην επιδιώξει μια στοιχειώδη αλληλοκατανόηση και συνεργασία στην αντιμετώπιση της προσφυγικής κρίσης- με πρώτο και μεγάλο θύμα σε ευρωπαϊκό έδαφος την ίδια την Ελλάδα.
Η κυβέρνηση Τσίπρα μέσα σε ελάχιστο χρόνο βρέθηκε αντιμέτωπη με δυο ξεχωριστές περιπτώσεις διαχείρισης κρίσης. Την πρώτη, την οικονομική, την επιδίωξε μόνη της και απέτυχε. Την δεύτερη, την προσφυγική, δεν την προκάλεσε, της έπεσε κυριολεκτικώς στο κεφάλι, αλλά και σ αυτήν απέτυχε.
Στο βωμό της πάση θυσία λεκτικής ιδεολογικής διαφοροποίησης από τους πάντες και τα πάντα, η Αθήνα όλο αυτό το διάστημα προέβαλε κατά κόρον και σε αντιδιαστολή με άλλα ευρωπαϊκά κράτη, τα ανθρωπιστικά κίνητρα της και την αλληλεγγύη της προς τους πρόσφυγες, προβάλλοντας αριθμούς και πράξεις ηρωικές στη διάσωση προσφύγων, που αξίζουν όλο τον σεβασμό και την επιβράβευση, αλλά δεν αρκούν και δεν αποτελούν διαχείριση κρίσης πανευρωπαϊκού επίπεδου.
Στον αντίποδα, οι ευρωπαίοι εταίροι, πανικόβλητοι και ψοφοδεείς οι ίδιοι απέναντι στο τεράστιο προσφυγικό πρόβλημα που τους προέκυψε, δεν θέλησαν ούτε στο ελάχιστο να συνεργαστούν με την Αθήνα για την διαμόρφωση της πανευρωπαϊκής διαχείρισης κρίσης.
Κράτησαν την Αθήνα μακριά και εν πολλοίς στο σκοτάδι για τα σχέδια τους να «καλοπιάσουν» την Τουρκία, μήπως και αυτή συγκρατήσει τις προσφυγικές ροές, έναντι αδρών οικονομικών και πολιτικών ανταλλαγμάτων. Αλλά και η Αθήνα δεν έδειξε καμία διάθεση να απαιτήσει τη συμμετοχή της στην διαμόρφωση της ευρωπαϊκής πολιτικής για το προσφυγικό, τουναντίον φαίνεται να σνομπάριζε ανοιχτά τέτοιες ενέργειες.
Έτσι, από τον περασμένο Σεπτέμβριο όταν ο υπερδραστήριος και αγχωμένος Πρόεδρος της Επιτροπής Ζαν Κλωντ Γιούνκερ άρχιζε να ετοιμάζει την προσέγγιση με την Τουρκία για το προσφυγικό, η ελληνική κυβέρνηση, (με προτροπή ή όχι του αρμοδίου Επιτρόπου κ Αβραμόπουλου να παραμένει μυστήριο), ούτε αντέδρασε ούτε ζήτησε την συμμετοχή της στις διαβουλεύσεις αυτές- κάτι που όφειλε να είχε κάνει :
α) γιατί ο πρώτος σταθμός των προσφύγων από την Τουρκία είναι το ελληνικό έδαφος και
β) λόγω των ήδη περίπλοκων και δύσκολων ελληνοτουρκικών σχέσεων σε ότι αφορά σε θαλάσσια σύνορα αλλά και θαλάσσια έρευνα και διάσωση.
Έτσι ερήμην της Ελλάδας διαμορφώθηκε ένα δυσμενέστατο για τα ελληνικά συμφέροντα και τις διεθνείς αρμοδιότητες της, Σχέδιο Δράσης ΕΕ- Τουρκίας, το οποίο η Αθήνα κατάπιε αμάσητο και υπερψήφισε στην ενδιάμεση Σύνοδο Κορυφής του Οκτωβρίου. Η κυβέρνηση Τσίπρα έδειχνε ακόμα και τότε να αισθάνεται καλά στο ελληνικής κοπής αφελές δόγμα της ότι οι πρόσφυγες απλώς πατούν σε ελληνικό έδαφος και μετά σκορπίζονται στην Ευρώπη.
Όμως σ εκείνη τη Σύνοδο του Οκτωβρίου οι ευρωπαίο εταίροι απήλλαξαν την ελληνική κυβέρνηση από τις αυταπάτες της. Απαίτησαν και πήραν χωρίς αντιστάσεις και χωρίς καμία εναλλακτική πρόταση, την απόλυτη δέσμευση της Ελλάδας να φτιάξει και να λειτουργήσει τα hot spots στα νησιά μέχρι τις αρχές Δεκεμβρίου, ώστε να γίνεται η καταγραφή και διαχωρισμός προσφύγων από μετανάστες- ανάχωμα στις προσφυγικές ροές προς τα Βαλκάνια και την κεντρική Ευρώπη, καθώς η μια μετά την άλλη οι χώρες της περιοχών αυτών ύψωναν φράχτες και τοίχους στις μεταναστευτικές ροές.
Έτσι, η ελληνική κυβέρνηση και χωρίς κανένα αντάλλαγμα της προκοπής, (π.χ. άμεση διασφάλιση της επαναπροώθησης μεταναστών στην Τουρκία), όχι μόνον δέχθηκε τα hot spots, αλλά δεσμεύτηκε χωρίς προϋποθέσεις και όρους στην αναθέρμανση των ευρωτουρκικών σχέσεων και στην ανάπτυξη της ευρωπαϊκής δύναμης φύλαξης συνόρων και ακτοφυλακής.
Η απραξία της ελληνικής κυβέρνησης φάνηκε καθαρότατα στο τέλος Νοεμβρίου όταν αποδέχθηκε την πλήρη αναθέρμανση των πολιτικών σχέσεων ΕΕ-Τουρκίας, στη διαβούλευση της οποίας ούτε πήρε μέρος η Ελλάδα, ούτε και της ζήτησε κάνεις να το κάνει.
Και όμως η δεσμευτική πολιτική αναθέρμανσης των ευρωτουρκικών σχέσεων θα έχει άμεσες και βαριές επιπτώσεις στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, οι οποίες θα διογκώνονται μέσα στο 2016 όσο θα βαθαίνουν και οι δεσμεύσεις της ΕΕ στην Τουρκία, προκειμένου η Άγκυρα να «συγκρατεί» κατά το δοκούν πρόσφυγες και μετανάστες στο έδαφος της.
Αντιθέτως αυξήθηκε κατακόρυφα η ενορχηστρωμένη διεθνής «κατακραυγή» σε βάρος της Ελλάδας να τηρήσει τις υποσχέσεις της και να λειτουργήσει τα hot spots, με αποτέλεσμα να θεωρείται πλέον δεδομένη για τους ευρωπαίους η ανάγκη «αποκατάστασης των εξωτερικών συνόρων της ΕΕ», σε σημείο μάλιστα, να αναπτυχθεί και ευρωπαϊκό λόμπυ για την έξοδο της Ελλάδας από το Σένγκεν λόγω ανικανότητας στην αποτελεσματική διαχείριση της κρίσης..
Επί ματαίω και κατόπιν εορτής η κυβέρνηση Τσίπρα άρχισε να ψελλίζει την ανάγκη μεταφοράς των hot spots σε τουρκικό έδαφος, την οποία ουδείς εταίρος έχει ενστερνιστεί μέχρι σήμερα.
Το 2016 παραλαμβάνει από το 2015 την σκυτάλη της φύλαξης των εξωτερικών συνόρων της ΕΕ που θα υλοποιηθεί μέσα στο επόμενο διάστημα επί ολλανδικής προεδρίας. Τα περιθώρια να ξεφύγει η Ελλάδα από την «υψηλή εποπτεία» της ευρωπαϊκής δύναμης στα χωρικά ύδατα των 6νμ, που ξαφνικά βαφτίστηκαν και εξωτερικά σύνορα της ΕΕ, είναι πολύ μικρή, ενώ, ανάλογα και με την τελική διατύπωση, εγείρεται η πιθανότητα η συμφωνία αυτή να απαιτεί κύρωση και από τη Βουλή.
Αλλά δεν είναι μόνον αυτό. Η εξέλιξη του προσφυγικού επέφερε μια ξαφνική, αλλά πολυδιάστατη ανατροπή στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και το Κυπριακό. Η πορεία των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας εξαρτάτο ευθέως από την αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας και την εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Αυτό το πολιτικό και διπλωματικό μέσο πίεσης προς την Άγκυρα, με το βέτο στο άνοιγμα των ενταξιακών κεφαλαίων διαπραγμάτευσης, έχει μετατραπεί τώρα σε πιστόλι στον κρόταφο Αθήνας και κυρίως Λευκωσίας, καθώς και αυτές συναίνεσαν πλήρως στην απόλυτη σύνδεση της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας με το προσφυγικό και μόνον.
Πρόκειται δηλαδή για μια εκ βάθρων αλλαγή στην ελληνική και κυπριακή πολιτική απέναντι στην Άγκυρα, προς όφελος της τελευταίας.
Οι εξελίξεις μέχρι το τέλος του πρώτου 6μηνου του 2016 προβλέπονται ραγδαίες και στο Κυπριακό, με όλους τους εξωγενείς παράγοντες να προεξοφλούν ότι η λύση είναι προ των θυρών, καθώς η Τουρκία παίζοντας άψογα το άνοιγμα και κλείσιμο κατά το δοκούν της στρόφιγγας των προσφυγικών ροών προς την Ευρώπη δεν θα αφήσει να πάει χαμένη η ευκαιρία για την εξουδετέρωση των κυπριακών αντιστάσεων.