Σήμερα συμπληρώνονται 71 χρόνια από την ίσως πιο συγκλονιστική μέρα που έζησε η Αθήνα στην σύγχρονη Ιστορία της.
Ήταν 12 Οκτώβρη 1944, ημέρα Πέμπτη και ώρα 9.45πμ, όταν το κουρέλι του ναζισμού κατεβαίνει από την Ακρόπολη και ο λαός ξεχύνεται στους δρόμους της πρωτεύουσας για να υποδεχτεί την Λευτεριά μετά από 1264 μέρες Κατοχής, τρόμου, θηριωδίας και ναζιστικής κτηνωδίας.
Πριν ακόμα οι Γερμανοί προλάβουν να εκκενώσουν την Αθήνα, ο λαός της πρωτεύουσας, από τις συνοικίες και όλες τις γειτονιές της πόλης, από τα εργοστάσια, τα σχολεία, τα υπουργεία και τα καταστήματα, ξεχύνεται στους αθηναϊκούς δρόμους ζητωκραυγάζοντας για την απελευθέρωσή του.
Κατά κύματα η λαοθάλασσα πλημμυρίζει την πλατεία Συντάγματος, την Πανεπιστημίου, την Σταδίου, την Ακαδημίας, το Ζάππειο, την πλατεία Ομονοίας.
Μέσα σε λίγες ώρες κάθε σημείο της Αθήνας ντύνεται με γαλανόλευκες, συμμαχικές και κόκκινες σημαίες.
Κάτω από τα τεράστια πανό του ΕΑΜ και του ΚΚΕ που υψώνονται στους δρόμους της Αθήνας, παρελαύνουν σε μια θύελλα ζητωκραυγών και ενθουσιασμού τα ένοπλα τμήματα του ΕΛΑΣ και της ΕΠΟΝ που βδομάδες πριν την αποχώρηση των Γερμανών έχουν ήδη απελευθερώσει τους δήμους γύρω από την πρωτεύουσα.
Ανήμερα της Απελευθέρωσης, σε έκτακτο παράρτημά του, ο «Ριζοσπάστης» στο σχόλιό του με τίτλο «ΧΑΙΡΕ Ω ΧΑΙΡΕ ΛΕΥΤΕΡΙΑ!», γράφει:
«Χρόνια παλεύαμε νάρθης. Αιματοποτισμένοι οι δρόμοι μας, γεμάτα τα νεκροταφεία μας. Γκρεμισμένα τα σπίτια μας, χτικιό στα στήθη μας και κουρέλια σκεπάζουν το κορμί μας, μα κοίτταξέ μας φτερουγίζομε, λάμπομε! Η περηφάνεια λάμπει σαν φωτοστέφανος στων αγωνιστών τα κούτελα. Είμαστε εμείς που νικήσαμε τη σκλαβιά! Εμείς που σπάσαμε τις αλυσίδες! Εμείς που χύσαμε το αίμα μας! Εμείς που θα σε ξαναχτίσομε Ελλάδα Λεύτερη! Ανεξάρτητη, λαοκρατούμενη. Χωρίς τυράννους και τυραννίες. Χωρίς φασίστες και διχτάτορες. Ενας λεβέντικος λαός γιορτάζει σήμερα τη νίκη του. Η μεγάλη ηρωική καρδιά της Ελλάδας, η Αθήνα μας Αναστήνεται».
Στο ρεπορτάζ της ίδιας μέρας διαβάζουμε:
«Ωρα έντεκα π.μ. – Η ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΦΤΕΡΟΥΓΙΖΕΙ ΠΑΝΩ ΑΠ’ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΜΑΣ – Οι Γερμανοί εκκενώνουν οριστικά την πρωτεύουσα – Ο γερμανός διοικητής και όλο το στρατηγείο του Λυκαβηττού ανεχώρησαν – Η Αθήνα κηρύχτηκε ανοχύρωτη».
Και στη συνέχεια:
«Πριν φύγουν και οι τελευταίοι Ούννοι ο λαός ξεχύθηκε με σημαίες και ζητωκραυγές στους δρόμους. Απ’ το Πανεπιστήμιο, απ’ τις Τράπεζες, απ’ όλα τα κέντρα οι τηλεβόες του ΕΛΑΣ σαλπίζουν το χαρμόσυνο μήνυμα. Οι συνοικίες σε παραλήρημα ενθουσιασμού ετοιμάζονται για το μεγάλο γιορτασμό. Στο μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη αντιπροσωπείες του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ κατέθεσαν στεφάνι. Εξαλλος από τον ενθουσιασμό ο συγκεντρωμένος κατά χιλιάδες λαός ζητωκραύγαζε. Δακρύζοντας οι πολίτες αγκάλιαζε ο ένας τον άλλο (…)».
Την επομένη της Απελευθέρωσης, την Παρασκευή 13 Οκτώβρη 1944, η εφημερίδα στο ρεπορτάζ με τίτλο «ΛΕΥΤΕΡΙΑ! ΛΕΥΤΕΡΙΑ! Η ΑΘΗΝΑ ΓΙΟΡΤΑΖΕΙ», ανάμεσα στα άλλα έγραφε:
«Χάθηκε το βρωμερό κουρέλι του φασισμού απ’ την Ακρόπολη. Τούτο το σύνθημα περίμενε η Αθήνα. Η μπαρουτοκαπνισμένη Αθήνα, που γνώρισε την πείνα και το βόλι του κατακτητή, το στιλέτο του προδότη, η αδάμαστη Αθήνα, που τρία χρόνια πάλεψε, ξεχύθηκε ζωντανή ανθρωποθάλασσα να διαλαλήσει τη Νίκη, να γιορτάσει τη Λευτεριά της. Πέντε λεφτά φτάσανε για να κολυμπήσει όλη η πόλη στο γαλάζιο. Για ν’ ανέβουν οι ΕΠΟΝίτες στα καμπαναριά και ν’ αντηχήσουν χαρούμενα οι καμπάνες. Διαδηλώσεις, που πρώτη φορά βλέπει η Αθήνα, ξεχύνονται από παντού. Από το Σύνταγμα ως την Ομόνοια ένα ρεύμα είναι ο κόσμος. Γελούν, δακρύζουν, αγκαλιάζονται.
Λευ-τε-ρω-θή-κα-με ! Νι-κή-σα-με !
Και πάνω απ’ όλα, μια φωνή που αγκαλιάζει όλη την Αθήνα, που κλείνει όλους τους σκληρούς τρίχρονους αγώνες, όλη την πίστη στη λευτεριά, όλη τη χαρά της Νίκης: Ε-Α-Μ ! Ε-Α-Μ !(…)
Ανεβασμένοι στ’ αυτοκίνητα, ρίχνουν οι ΕΑΜίτες τα συνθήματα, που τ’ αρπάζει με μια φωνή ο κόσμος και τα κάνει βουή και σάλπισμα για να φτάσουν απ’ άκρη σ’ άκρη της Ελλάδας. Κανένα άσυλο στους προδότες! Λευτεριά – Λαοκρατία!
Από τον εξώστη του Μετοχικού ακούγεται η φωνή του ΚΚΕ (…). Κι η θριαμβευτική κραυγή, η κραυγή της Ελλάδας, αντηχεί ατέλειωτη, ΕΑΜ – ΚΚΕ. ΕΛΑΣίτες περνούν σ’ αυτοκίνητα και μοτοσικλέτες. Ακράτητος ο κόσμος τους κυκλώνει: Ζήτω ο Λαϊκός Στρατός! Ζήτω ο Στρατός της Λευτεριάς μας! Το δίκοχο του ΕΛΑΣίτη, όπου εμφανιστεί, ξεσηκώνει θύελλα ενθουσιασμού.
(…) το πένθιμο εμβατήριο αντηχεί από χιλιάδες στόματα που υπόσχονται πίστη στον αγώνα, το τελικό τσάκισμα του Φασισμού και τη Λαοκρατία (…)».
Στη λαοθάλασσα των εκατομμυρίων πατριωτών που ξεχύθηκαν στους δρόμους και ζητωκραύγαζαν το θάνατο του αγκυλωτού στις 12 Οκτώβρη 1944, προσπαθούν «να χωθούν» ετεροχρονισμένα και κάποιοι αποδεδειγμένα απόντες, ισχυριζόμενοι ότι «ήταν και αυτοί εκεί».
Είναι οι ίδιοι που προσπαθούν να κρύψουν την απουσία των προγόνων τους και τη δική τους πίσω από την «αθώα» φρασούλα: «Τότε όλοι οι Έλληνες ήταν “ένα”ί»….
Όμως:
Ο ελληνικός λαός που πολεμούσε τους Γερμανούς στις πόλεις και στα βουνά, σε σχέση με τους άλλους, εκέινους που είχαν πάρει τον «πατριωτισμό» τους – μαζί με το χρυσό της χώρας – και τον είχαν φυγαδεύσει στα ασφαλέστατα «χαρακώματα» του Καΐρου και του Λονδίνου, δεν είναι «ένα», είναι «δυο – και μάλιστα εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους – πράγματα».
Ήταν άλλο πράγμα το ΕΑΜ κι άλλο εκείνοι που συνεργάστηκαν με τον Χίτλερ, οι δοσίλογοι, οι ταγματασφαλίτες και οι γερμανοντυμένοι. Στους οποίους, αν και προδότες, οι του Καΐρου και του Λονδίνου, όταν επέστρεψαν, στο πλαίσιο της «εθνικής τους ενότητας», επιδαψίλευσαν τιμές και αξιώματα..
Άλλο πράγμα ήταν αυτοί που πολεμούσαν και τραγουδούσαν «το ΕΑΜ μας έσωσε απ’ τη πείνα, θα μας σώσει κι από τη σκλαβιά» κι άλλο πράγμα οι «παπατζήδες» που (στις 2-5-1944) σε ομιλία τους στην Αλεξάνδρεια, παρουσία των αξιωματικών του Πολεμικού Ναυτικού, έκαναν λόγο για τη «βρωμιά του ΕΑΜ»!
Άλλο πράγμα ήταν αυτοί που πολέμησαν τον Χίτλερ και με τα ίδια όπλα πολέμησαν τον Τσόρτσιλ και τον Βαν Φλιτ, κι άλλο εκείνοι που για να καταπνιγεί κάθε εγχείρημα λαϊκής κυριαρχίας στον τόπο ζητούσαν «εντυπωσιακή» ιμπεριαλιστική επέμβαση ξένων δυνάμεων στην Ελλάδα και τηλεγραφούσαν στον Τσόρτσιλ τα εξής:
«Δύναμαι να σας διαβεβαιώσω ότι η σταθερότης της ελληνικής κυβερνήσεως θα διατηρηθεί πλήρως κατά τας επικείμενους κρίσιμους στιγμάς. Δεν γνωρίζω τους λόγους διά την απουσία της Βρετανίας. Μόνον η άμεσος παρουσία εντυπωσιακών βρετανικών δυνάμεων εις την Ελλάδα και ως τας τουρκικάς ακτάς θα ήτο δυνατό να μεταβάλει την κατάστασιν»(Γεώργιος Παπανδρέου, 22/9/1944, τηλεγράφημα προς τον Τσόρτσιλ).
Άλλο πράγμα ήταν να κατεβάζεις την ναζιστική σημαία από την Ακρόπολη κι άλλο πράγμα να εξεγείρεσαι εναντίον «της αντεθνικής ταύτης ενεργείας»(«Αθηναικά Νεα», 2/6/1941)
Άλλο πράγμα να κατεβάζουν ο Γλέζος και ο Σάντας την ναζιστική σημαία από την Ακρόπολη κι άλλο πράγμα να καταγγέλλεις το κατέβασμά της σαν «έγκλημα παραφρόνων»! Απολαύστε τον σχετικό «πατριωτισμό» (Βραδυνή, 2/6/1941):
«Δεν είναι δυνατόν να ήσαν άνθρωποι με σώας τας φρένας αυτοί που υπηξαίρεσαν εν ώρα νυκτός, την Γερμανικήν σημαίαν, η οποία εκυμάτιζεν, επί της Ακροπόλεως, παραπλεύρως της Εθνικής μας Σημαίας. (…) Διότι μόνον παράφρονες ή όργανα ξένης προπαγάνδας ημπορούσαν να διαπράξουν μιαν τόσο επαίσχυντο (…) πράξιν (…). Το Ελληνικό Έθνος αποδέχθη την σημαίαν του Νέου Ράιχ, που δημιούργησεν η μεγαλοφυής διάνοια του Αδόλφου Χίλτερ, ως σημαίαν ενός υπό πάσαν άποψιν μεγάλου και ανέκαθεν φίλου προς την Ελλάδα λαού, ως εν σύμβολον αποκαταστάσεως μιας ειρηνικής περιόδου, ως εν σύμβολον δικαιοσύνης (…) και πολιτισμού. Και είναι βέβαιον ότι αν ο δράσται του εγκλήματος της, περιήχοντο εις χείρας του ελληνικού λαού, θα λυντσάροντο από αυτόν τον ίδιον ως εχθροί της πατρίδος μας».
Επιπλέον:
Άλλο πράγμα αυτοί που έδωσαν την ψυχή, την καρδιά και το αίμα τους για τη λευτεριά της Ελλάδας και για τη σωτηρία του λαού, κι άλλο οι μαυραγορίτες, τα κόμματά τους και οι εφημερίδες που έφταναν να δίνουν ακόμα και το παράγγελμα των εκτελεστικών αποσπασμάτων (!), αυτοί που κράδαιναν ενάντια στο μεγαλειώδες κίνημα της Αντίστασης τη «νομιμότητα» του κατακτητή και των ντόπιων οργάνων του και έγραφαν:
«Καλώς συνετάγη ο νόμος που τιμωρεί με θάνατο τους Ελληνες υπηκόους όσοι μετέχουν σε πολεμικές εχθροπραξίες κατά των Γερμανών»(«Καθημερινή», 1/6/1941).
Και κάτι ακόμα:
Άλλο πράγμα οι εκτελεσμένοι στον τοίχο της Καισαριανής κι άλλο πράγμα οι «Τσολάκογλου» και οι «Ραλληδες». Άλλο πράγμα ο Έκτωρ Τσιρονίκος, ο δοσίλογος και συνεργάτης των Γερμανών επί Κατοχής. Πρόκειται για τον αντιπρόεδρο στη γερμανοδιορισμένη «κυβέρνηση» του Ιωάννη Ράλλη, της κυβέρνησης δηλαδή των γερμανοτσολιάδων που ίδρυσε τα «Τάγματα Ασφαλείας».
Κάτι τέτοιοι σαν τον Τσιρονίκο, με τέτοια «πατριωτική» προϋπηρεσία, είναι που απαρτίζουν τους «ήρωες» της Χρυσής Αυγής, η οποία εμφανίστηκε στο νομαρχιακό συμβούλιο της Αθήνας να συμφωνεί με τις εκδηλώσεις εορτασμού της απελευθέρωσης της Αθήνας…
Δείτε, λοιπόν, ποιοι «γιορτάζουν»:
Στο περιοδικό της Χρυσής Αυγής, στη δεύτερη σελίδα, μέσα σε ειδικό πλαίσιο ώστε να τονίζεται ευδιάκριτα ο ναζισμός τους, δημοσιεύτηκε κείμενο (τεύχος Δεκέμβρη 1983) υπό τον τίτλο «ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΚΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑ», το οποίο καταλήγει ως εξής:
«Γιατί ΕΜΕΙΣ, μόνο ΕΜΕΙΣ είμαστε ΕΘΝΙΚΟΣΟΣΙΑΛΙΣΤΕΣ, μελλοντικοί ανατροπείς της διαφθοράς, μελλοντικοί Δημιουργοί της Πολιτείας του Ήλιου, της Πολιτείας του Ελληνικού Μεγαλείου, της ΕΘΝΙΚΟΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ».
Η υπογραφή του εν λόγω δημοσιεύματος (και μάλιστα με κεφαλαία γράμματα) είναι: «ΕΚΤΩΡ ΤΣΙΡΟΝΙΚΟΣ».
Το συμπέρασμα είναι προφανές: Η Ιστορία και η αλήθεια είναι πεισματάρικα πράγματα. Και επιμένουν: Όπως και σήμερα, έτσι και τότε, «μαζί» και «ενωμένος» στον αγώνα για την Απελευθέρωση και στη γιορτή για την Απελευθέρωση ήταν, πράγματι, ο ελληνικός λαός. Οι δοσίλογοι και οι πατριδοκάπηλοι ήταν – και θα είναι πάντα – στην άλλη μπάντα.