Της Ειρηάννας Δραγώνα, Θεατροπαιδαγωγού
Άνοιξε και πάλι φέτος ο ασκός του Αιόλου και αέρας αλλαγής πνέει στο ελληνικό σχολείο. Κάνοντας μια σύντομη ιστορική ανασκόπηση παρατηρούμε ότι από την Μεταπολίτευση μέχρι σήμερα έχουν διατελέσει 31 υπουργοί παιδείας, 13 εκ των οποίων τον 21ο αιώνα, δηλαδή από το 2000 μέχρι το 2016.
Δεκατρείς αλλαγές υπουργών μέσα σε δεκαέξι έτη. Επίσης, το όνομα του Υπουργείου έχει αλλάξει από το 2009 έως και σήμερα πέντε φορές. Παρατηρούμε, λοιπόν μια λαχτάρα των κυβερνήσεων την τελευταία δεκαπενταετία για «αλλαγές» στην Παιδεία και την Εκπαίδευση, που εξαντλείται δυστυχώς στους τίτλους και στα πρόσωπα και δεν προχωρά στην ουσία.
Και πώς θα μπορούσαμε άλλωστε να μιλήσουμε για ουσιαστικές αλλαγές στο εκπαιδευτικό σύστημα, όταν δεν γνωρίζουμε ποιο είναι το όραμά μας σχετικά με την Παιδεία; Όταν δεν εχουμε αναρωτηθεί ποτέ πραγματικά «Τι Παιδεία θέλουμε;» ή ακόμη καλύτερα «Γιατί θέλουμε Παιδεία;». Τι εφόδια θέλουμε να έχουν τα παιδιά μας τελειώνοντας το σχολείο;Τελειώνοντας το σχολείο τα παιδιά είτε βρίσκονται στην ευχάριστη θέση να έχουν κατοχυρώσει μια θέση στα ελληνικά Ά.Ε.Ι. και Τ.Ε.Ι. έχοντας περάσει μια από τις πιο ψυχοφθόρες διαδικασίες του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος, τις Πανελλήνιες Εξετάσεις.
Είτε, τα παιδιά βρίσκονται στη δυσάρεστη θέση να μην έχουν καταφέρει να εισαχθούν σε κάποιο δημόσιο ίδρυμα ανώτατης εκπαίδευσης, καθώς δεν μπόρεσαν να ανταπεξέλθουν στο υπάρχον εξεταστικό σύστημα. Δημιουργείται λοιπόν ένα τεράστιο δίπολο, από τη μία επιτυχημένων μαθητών και από την άλλη αποτυχημένων. Για ποια επιτυχία όμως μιλάμε; Οι προηγούμενες γενιές τελειώνοντας το Πανεπιστήμιο είχαν σίγουρη επαγγελματική αποκατάσταση στον τομέα που επέλεξαν. Οι τωρινές γενιές αντιθέτως πρέπει να συνεχίσουν στις Μεταπτυχιακές σπουδές, ακόμη και στις Διδακτορικές για να βγουν, έπειτα από κοντά μια δεκαετία σπουδών, στην αγορά εργασίας και να αντιμετωπίσουν τις κλειστές πόρτες και την ανεργία. Μορφωμένοι και σπουδαγμένοι νέοι στα πρόθυρα της κατάθλιψης και της παραίτησης. Μήπως τελικά δεν υπάρχει αυτό το δίπολο; Μήπως τελικά θα έπρεπε να μιλάμε για μια και μεγάλη αποτυχία; Την αποτυχία του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος. οι νέοι οφείλουν πλέον να είναι εφευρετικοί, επινοητικοί και δημιουργικοί. Οφείλουν να επινοούν θέσεις εργασίας για να μπορούν να εργαστούν. Επίσης,οφείλουν να έχουν ανεπτυγμένες σε μεγάλο βαθμό κοινωνικές και επικοινωνιακές δεξιότητες, έτσι ώστε να αποκτήσουν την απαραίτητη κοινωνική δικτύωση.Παράλληλα, οφείλουν να έχουν γνώσεις οικονομίας και να έχουν αναπτύξει κριτική σκέψη, για να μπορούν να κατανοήσουν και να ερμηνεύσουν τις οικονομικο-πολιτικές συνθήκες μέσα στις οποίες πρέπει να δράσουν.
Τέλος, οφείλουν να έχουν υψηλά επίπεδα αυτοεκτίμησης και αυτοπεποίθησης, καθώς το γενικότερο πνεύμα είναι αρνητικό και αποκαρδιωτικό. Ποιες από αυτές τις δεξιότητες αναπτύσσουν οι μαθητές κατά τη διάρκεια των δώδεκα σχολικών ετών; Μάλλον καμία. Αντιθέτως, υπό το πρίσμα των σύγχρονων οικονομικών, πολιτικών και κοινωνικών εξελίξεων, το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα φαίνεται να είναι απαρχαιωμένο.Μεγάλος αριθμός μεμονωμένων μαθημάτων, όπως γλώσσα, ιστορία, μαθηματικά,φυσική, χημεία, θρησκευτικά και άλλα, τα οποία διδάσκονται μονοπρισματικά και μονοδιάστατα.
Αποτέλεσμα αυτού είναι μεγάλος αριθμός μαθητών να αναρωτιούνται πού θα τους χρησιμεύσει στη ζωή τους το ένα μάθημα ή το άλλο.Πόσο πιο χρήσιμη θα ήταν, στα πλαίσια ενός πολύπλοκου και παγκοσμιοποιημένου περιβάλλοντος, μια διεπιστημονική προσέγγιση των μαθημάτων;Επίσης, όλο το εκπαιδευτικό σύστημα είναι προσανατολισμένο στις τελικές,εισαγωγικές, πανελλήνιες εξετάσεις.
Άπόρροια αυτού είναι τα παιδιά να εστιάζουν από πολύ μικρή ηλικία στα μαθήματα στα οποία γνωρίζουν ότι θα εξεταστούν. Και από εκείνο το σημείο ξεκινά ένας συνεχής αγώνας επιπλέον μαθημάτων σε φροντιστήρια και ιδιαίτερα, γεγονός που ενισχύει την παραπαιδεία. Ο τρόπος εξέτασης προάγει μόνο την πλήρη αποστήθιση και τον μη υγειή ανταγωνισμό. Οι μαθητές αφιερώνουν τουλάχιστον τα τρία τελευταία σχολικά έτη αποστηθίζοντας ολόκληρα βιβλία. Όσο καλύτερα έχει μάθει «απέξω» ένας μαθητής την εξεταστέα ύλη, τόσο καλύτερα γράφει και άρα έχει περισσότερες πιθανότητες να εισαχθεί σε κάποια σχολή. Όσοι μαθητές δεν καταφέρουν να προσαρμοστούν σε αυτό το αντιπαραγωγικό και αποστειρωμένο εξεταστικό σύστημα, στιγματίζονται ως αποτυχημένοι, γεγονός που επηρεάζει αρνητικά την ψυχολογία τους.Παράλληλα, τα τεχνολογικά μέσα με τα οποία θα μπορούσε να ενισχυθεί η διδασκαλία και το ενδιαφέρον των μαθητών περιορίζονται μόνο σε κάποια ιδιωτικά σχολεία.
Οι ομαδικές εργασίες και το κλίμα συνεργασίας, επαφίονται στην διακριτική ευχέρεια του δασκάλου, ο οποίος μη έχοντας κάποιο κίνητρο, επιλέγει τις συμβατικές μεθόδους διδασκαλίας. Φυσικά, οι τέχνες κατέχουν τον πανηγυρικό τίτλο των «χόμπυ» και άρα δεν αξιοποιείται ούτε στο ελάχιστο η θετική επίδραση που μπορούν να έχουν στην εκπαιδευτική και μαθησιακή πραγματικότητα.Μπορεί λοιπόν το υπάρχον ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα να ανταποκρινόταν στα δεδομένα του προηγούμενου αιώνα, σίγουρα όμως δεν ανταποκρίνεται στα δεδομένα του αιώνα που διανύουμε και αν δεν γίνει κάτι γι’αυτό, απλώς θα διαιωνίζεται μια κατάσταση που τίποτα δεν έχει να προσφέρει στις νέες γενιές.