Ιούνιος 2005. Ηρώδειο. Ο Μανώλης Μητσιάς τραγουδάει «Τάχα τι να ζήλεψαν στα χλωμά σου μάτια / που γιομαν’ τ’ απόβραδο γλύκα πρωινή / ήρθαν και βασίλεψαν τα βαθιά σου μάτια / κάποιο Σαββατόβραδο στην Καισαριανή» και ο Παντελής Βούλγαρης «στέλνει» ένα ένα τα ονόματα των 200 εκτελεσμένων από τους Γερμανούς κατακτητές στο σκούρο φόντο του ρωμαϊκού ωδείου. Να μεγαλώνει όσο να το γεμίσει και να χάνεται, σαν με μία τουφεκιά, όσο ακούγεται το «Σαββατόβραδο στην Καισαριανή» των Λευτέρη Παπαδόπουλου και Σταύρου Ξαρχάκου.
Ας μου επιτραπεί να ξεκινήσω με μια πιο προσωπική εμπειρία. Με την «Κιβωτό» που είχαν στήσει ο Μανώλης Μητσιάς με τον Παντελή Βούλγαρη και τον Αλέκο Φασιανό (συμμετείχα στην επιμέλεια των τραγουδιών), την πρώτη ουσιαστικά δημόσια «αφήγηση» του σκηνοθέτη των «Πέτρινων χρόνων» πάνω στην ιστορία των 200 ανδρών (ανάμεσά τους και 13χρονοι και ανάπηροι πολέμου!) που εκτελέστηκαν στο Σκοπευτήριο Καισαριανής, την Πρωτομαγιά του 1944. Μια αφήγησή του, που έφτασε να γίνει ταινία μεγάλου μήκους το 2017, υπό τον τίτλο «Το τελευταίο σημείωμα». Δεν είναι δε τυχαίο ότι, όπως και η σκηνή του γάμου της Ελένης με τον Μπάμπη στα «Πέτρινα χρόνια», το «Σημείωμα» γυρίστηκε (από την άνοιξη) στις άλλοτε φυλακές –και πολιτικών κρατουμένων- του οθωμανικού φρούριου Ιτζεδίν στη Σούδα των Χανίων. Ιστορική σύμπτωση: Το ίδιο φρούριο απαθανατίστηκε και στις «Μέρες του ‘36» του Θόδωρου Αγγελόπουλου.
Στα «Πέτρινα χρόνια» του Παντελή Βούλγαρη το οθωμανικό φρούριο υποδύθηκε τις Φυλακές Αβέρωφ. Στο «Τελευταίο σημείωμα», 32 χρόνια μετά, υποδύεται τις φυλακές πολιτικών κρατουμένων, αλλά και χιλιάδων Εβραίων, ανδρών και γυναικών επί ναζιστικής Κατοχής, μέσα στο Στρατόπεδο Χαϊδαρίου. Από εκείνη τη φυλακή μέσα στο εν λειτουργία στρατόπεδο, ως –ελάχιστο- διατηρητέο μνημείο πλέον, έχει απομείνει μόνον το φοβερό Μπλοκ 15 της απομόνωσης των θανατοποινιτών, προτού εκτελεστούν. Από εκεί ξεκίνησαν και οι 200 της Καισαριανής…
Όμως ήμασταν σε κείνο το πρώτο «Σαββατόβραδο στην Καισαριανή» που ο Παντελής Βούλγαρης είχε ενδύσει με τη μνήμη των 200 ονομάτων. Των ανδρών που μεταφέρθηκαν το ξημέρωμα της Πρωτομαγιάς του 1944 με δέκα φορτηγά από το Χαϊδάρι στην Καισαριανή, πετώντας στο δρόμο μικρά σημειώματα με το όνομά τους και δυο λόγια, τα οποία κάτοικοι της Καισαριανής βρήκαν και έδωσαν στις οικογένειές τους.
Εκείνο το «Σαββατόβραδο» του Λευτέρη Παπαδόπουλου, γραμμένο είκοσι χρόνια μετά την εκτέλεση, η οποία διατάχθηκε σε αντίποινα για την επίθεση Διμοιρίας του 8ού Συντάγματος του ΕΛΑΣ στην πομπή του διοικητή της 41ης Μεραρχίας Οχυρών, υποστράτηγου των ναζιστικών στρατευμάτων Κατοχής Φραντς Κρεχ, έξω από τους Μολάους Λακωνίας, στις 27 Απριλίου 1944, με θύμα τον ίδιο τον Generalmajor και τρία μέλη της συνοδείας του. Αυτό δε, μία μόλις ημέρα, μετά την περίφημη απαγωγή του Γερμανού υποστράτηγου Χάινριχ Κράιπε από 11 Κρητικούς αντιστασιακούς και τους Βρετανούς Πάτρικ Λι Φέρμορ και Ουίλιαμ Μος, στην περιοχή του Ηρακλείου Κρήτης. Στην περίπτωση εκείνη διατάχθηκε «η ισοπέδωσις των Ανωγείων και η εκτέλεσις παντός άρρενος Ανωγειανού όστις ήθελεν ευρεθεί εντός του χωρίου και πέριξ αυτού εις απόστασιν ενός χιλιομέτρου» και εκτελέσθηκαν τελικά κάπου 165 άνδρες.
Το ίδιο και για την εκτέλεση του υποστρατήγου Κρεχ διατάχθηκε η εκτέλεση των 200 πολιτικών κρατουμένων του Χαϊδαρίου, αλλά και «ο τυφεκισμός όλων των ανδρών τους οποίους θα συναντήσουν τα γερμανικά στρατεύματα επί της οδού Μολάων – Σπάρτης έξωθεν των χωρίων», πέρα από την εκτέλεση «100 Κομμουνιστών από τα ελληνικά εθελοντικά σώματα ιδία πρωτοβουλεία, ως αντίποινα δια το έγκλημα τούτο», όπως ανέφερε η ανακοίνωση των δυνάμεων Κατοχής («Η Καθημερινή», 30 Απριλίου 1944).
Όμως ακόμη και 61 χρόνια μετά την εκτέλεση των 200 στην Καισαριανή (μαζί με τους 100 από τα «ελληνικά εθελοντικά σώματα» και άλλους 25 που εκτιμάται ότι εκτελέστηκαν στο δρόμο Μολάων – Σπάρτης, σε αντίποινα) και 40 χρόνια αφότου γράφτηκαν οι στίχοι του Λευτέρη Παπαδόπουλου, που μελοποίησε ο Σταύρος Ξαρχάκος, για να πρωτοδισκογραφηθούν το 1965, σε 45αρι, από το Γρηγόρη Μπιθικώτση, ακουγόταν ακόμη στη λογοκριμένη εκδοχή το «Σαββατόβραδο στην Καισαριανή» (το οποίο ο Λευτέρης Παπαδόπουλος έλεγε σε συνέντευξή του ότι δεν το έγραψε «για ένα-δύο συγκεκριμένα πρόσωπα, αλλά για αυτό το μακέλεμα, για το ότι οι Γερμανοί πήγαιναν τα παιδιά και τα εκτελούσαν επειδή ήταν παιδιά της Αντίστασης»).
[irp posts=”154555″ name=” Το ΓΡΑΜΜΑ ΜΙΑΣ ΑΓΝΩΣΤΗΣ” στο Μεταξουργείο με την Κατερίνα Θεοχάρη”]
Οι λογοκριτές εξαρχής είχαν αφαιρέσει το κουπλέ «Γνώριζες τα βήματα, ξέκρινα τους ήχους / και μπογιές ‘τοιμάζαμε με σβηστή φωνή. / Τις βραδιές συνθήματα γράφαμε στους τοίχους / πέφταμε και κράζαμε “κάτω οι Γερμανοί”», που πρωτοδισκογραφήθηκε το 1988 στη «Συναυλία» του Γιώργου Νταλάρα.
Πίσω στις φυλακές Χαϊδαρίου και στις ημέρες πριν από την εκτέλεση των 200. Πίσω στην ταινία του Παντελή Βούλγαρη. Και στην ιστορία που απαθανάτισε με το τραγούδι του «Χαϊδάρι» ο Μάρκος Βαμβακάρης, αλλά και η ελληνική ποίηση. Ο Κώστας Βάρναλης κατέγραψε το κλίμα πριν την εκτέλεση: «Δεν ήρθαν μελλοθάνατοι με κλάμα και λαχτάρα, / μόν’ ήρθανε μελλόγαμπροι με χορό και τραγούδι. / Και πρώτος άρχος του χορού, δυο μπόγια πάνου απ’ όλους / κι από το Χάρο τρεις φορές πιο πάνου ο Ναπολέος».
Μιλάμε για τον 34χρονο Κρητικό, μικρασιατικής καταγωγής, μορφωμένο και πολύγλωσσο, Ναπολέοντα Σουκατζίδη, τον κρατούμενο υπό εκτέλεση με αριθμό 71. Πολιτικός κρατούμενος που έζησε στη φυλακή από το Φεβρουάριο του 1937, που ξεκίνησε ο εγκλεισμός στο φρούριο της Ακροναυπλίας αντιφρονούντων στη δικτατορία Μεταξά. Το 1941 οι κρατούμενοι της Ακροναυπλίας παραδόθηκαν και τυπικά στους Ιταλούς, 300 στάλθηκαν στο Στρατόπεδο Λάρισας – Τρικάλων, και μετά το 1943 στους Γερμανούς που μετέφεραν όσους δεν είχαν εκτελεστεί σε αντίποινα στο Στρατόπεδο Συγκέντρωσης Χαϊδαρίου.
Από τους 200 που εκτελέστηκαν στην Καισαριανή, οι 170 ήταν Ακροναυπλιώτες –όπως ο ήρωας της ταινίας Ναπολέων Σουκατζίδης, τον οποίο ενσαρκώνει στο «Τελευταίο σημείωμα» ο Ανδρέας Κωνσταντίνου («Ουζερί Τσιτσάνης», «Μικρά Αγγλία»)– και οι υπόλοιποι πρώην εξόριστοι στην Ανάφη.
«Για το Χαϊδάρι υπάρχει η ιστορία του Ναπολέοντα Σουκατζίδη, ο οποίος ήταν διερμηνέας και κληρώθηκε να σκοτωθεί», κατέγραφε την ιστορία ο ποιητής και δημοσιογράφος Λευτέρης Παπαδόπουλος. «Οι Γερμανοί όμως επειδή τον είχαν ανάγκη τού είπαν “δεν θα σε σκοτώσουμε εσένα, θα βάλουμε κάποιον άλλον στη θέση σου”. Εκείνος αρνήθηκε. “Ή δεν θα βάλετε κανέναν ή θα βάλετε εμένα που κληρώθηκα”, απάντησε. Και τον εκτέλεσαν.
H Καισαριανή ήταν γεμάτη από τέτοιου είδους γεγονότα. Ένα από αυτά ήταν την Πρωτομαγιά του 1944: σκότωσαν 200 παλικάρια. Ανάμεσά τους ήταν ο αδερφός του Μανόλη Γλέζου, ο Νίκος Γλέζος». Η παράλληλη, ερωτική, ιστορία στην οποία εστιάζει η νέα ταινία του Παντελή Βούλγαρη (βαθιά πολιτική, στο ίδιο κλίμα με τα «Πέτρινα χρόνια» και το «Ψυχή βαθιά»), πάνω στο σενάριο της Ιωάννας Καρυστιάνη, «μείγμα ιστορίας και μυθοπλασίας», έχει ένα ακόμη πρόσωπο: τη μνηστή του Σουκατζίδη, Χαρά Λιουδάκη, που σχεδόν σιωπηλά υπομένει την μόνη επαφή τους, στα επισκεπτήρια. Την ενσαρκώνει στην ταινία η Ελληνοαμερικανίδα ηθοποιός Μελία Κράιλινγκ (γνωστή από τις τηλεοπτικές σειρές «Tyrant» και «The Borgias»). Ενώ τον διοικητή του Στρατοπέδου Χαϊδαρίου, Καρλ Φίσερ -που προσπαθεί να σώσει τον διερμηνέα του, Ναπολέοντα Σουκατζίδη, με τον οποίο έχει αναπτύξει μια πιο ανθρώπινη σχέση στην ταινία- υποδύεται ο Γερμανός ηθοποιός Αντρέ Χένικε («Η πτώση», «Μια επικίνδυνη μέθοδος»).
Αν και με αριθμό 71, ο Σουκατζίδης εκτελέστηκε στην τελευταία εικοσάδα. Δίχως κι εκείνος, όπως όλοι, να δεχτεί να του καλύψουν τα μάτια. Δίχως να δεχθεί τη χάρη του διοικητή του Στρατοπέδου Χαϊδαρίου. Και αφού είχε βοηθήσει αρκετούς συγκρατούμενούς του, μέσα στα φορτηγά που τους μετέφεραν από το Χαϊδάρι στην Καισαριανή, να συντάξουν μικρά σημειώματα για τις οικογένειές τους, που -όπως προαναφέραμε- κατάφεραν να τα πετάξουν στο δρόμο από τα καμιόνια, για να τα βρουν οι κάτοικοι της Καισαριανής και να τα παραδώσουν στους δικούς τους.
Τα τελευταία σημειώματα. Σαν εκείνο του Χανιώτη γεωπόνου Νίκου Μαριακάκη «Καλύτερα να πεθαίνει κανείς στον αγώνα για τη λευτεριά, παρά να ζει σκλάβος». Ή το «Αγαπημένοι μου, ο θάνατός μου δεν θα πρέπει να σας λυπήσει, αλλά να σας ατσαλώσει πιο πολύ για την πάλη που γίνεται» του Μήτσου Ρεμπούτσικα, από την Αχαγιά. Το «Πρωτομαγιά. Γεια σας, όλοι πάμε στην μάχη» από τον Ηπειρώτη δάσκαλο Κώστα Τσίρκα. Ή το δραματικό του 14χρονου Ανδρέα Λυκουρίνου από την Καλλιθέα: «Πατέρα, με πηγαίνουν στην Καισαριανή για εκτέλεση με άλλους επτά κρατούμενους. Μη λυπάστε. Πεθαίνω για τη Λευτεριά και την Πατρίδα».
Το τραγικό φινάλε περιγράφεται στο «Σκοπευτήριο Καισαριανής» του Γιάννη Ρίτσου, με ποίηση: «Ακούσατε τις ομοβροντίες στα μυστικόφωτα αττικά χαράματα / Είδατε τα πουλιά, που πέταξαν αντίθετα στις σφαίρες / αγγίζοντας με τα φτερά τους τον ανατέλλοντα πυρφόρον / Είδατε τα παράθυρα της γειτονιάς ν’ ανοίγουνε στο μέλλον». Ο δε Μυτιληνιός συγγραφέας Ασημάκης Πανσέληνος (1903-1984) στο βιβλίο του «Τότε που ζούσαμε» περιέγραφε: «Την Πρωτομαγιά του 1944 πήραν διακόσους από το στρατόπεδο του Χαϊδαριού και τους σκοτώσαν αράδα στο σκοπευτήριο της Καισαριανής. Φορτώσαν τα πτώματα, ζεστά σε καμιόνια και τα περάσαν μέσα από το συνοικισμό, τρέχαν ποτάμι τα αίματα όθε περνούσαν, κι ο κόσμος έκλεινε τα παράθυρα, δε βαστούσε να βλέπει. Μερικοί σκοτωμένοι δεν είχαν καλά καλά ξεψυχήσει», γράφει το protagon.gr.
Info
«Το Τελευταίο Σημείωμα» βγαίνει στις αίθουσες στις 26 Οκτωβρίου 2017, από την Tanweer, σε παραγωγή του Γιάννη Ιακωβίδη και της Black Orange, συμπαραγωγή των COSMOTE TV και Μικρά Αγγλία Α.Ε. και με την υποστήριξη του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου.