Θετικά αντιμετωπίζει το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών την πρόταση της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, για την ενεργοποίηση της ρήτρας διαφυγής ως προς τις αμυντικές δαπάνες σε σχέση με την εφαρμογή των ευρωπαϊκών δημοσιονομικών κανόνων.
Ήτοι, οι αμυντικές δαπάνες να εξαιρούνται από την προσμέτρηση του χρέους και του ελλείμματος, ώστε να μην χρειαστεί αλλαγή της Συνθήκης. Προς τούτο, άλλωστε, ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης δήλωσε την περασμένη Τρίτη από τις Βρυξέλλες ότι «οι πρωτοβουλίες αυτές θωρακίζουν την αμυντική μας ικανότητα και στέλνουν ένα ξεκάθαρο μήνυμα σε όσους απειλούν την ασφάλειά μας. Και πρέπει να υιοθετηθούν χωρίς καθυστέρηση»
Ωστόσο, όπως σημειώνουν τα αρμόδια στελέχη του υπουργείου, η υιοθέτηση μιας τέτοιας πρότασης επ’ ουδενί θα δημιουργεί πρόσθετο δημοσιονομικό χώρο που θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί για π.χ. επιπλέον κοινωνικές παροχές. «Θα είναι εφικτό στην περίπτωση αυτή», επισημαίνουν, «εάν αυξηθούν π.χ. οι αμυντικές δαπάνες για το 2024 από το 1,1 δισ. ευρώ στο 1,4 δισ. ευρώ, η αύξηση αυτή να γίνεται αποδεκτή χωρίς να χρειαστεί να κόψεις άλλες δαπάνες. Φυσικά θα πρόκειται για μια “ανάσα” στον προϋπολογισμό, με προσοχή πάντα να μην επηρεαστούν αρνητικά το πρωτογενές πλεόνασμα και το χρέος». Ενώ, άλλοι κυβερνητικοί παράγοντες αναφέρουν ότι η χώρα μπορεί να επωφεληθεί από την πρόταση της προέδρου της Κομισιόν, λόγω της γεωπολιτικής θέσης της και της ανάγκης για αυξημένους εξοπλισμούς.
Αυτό που δεν έχει γίνει γνωστό από την ανακοίνωση της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν είναι οι όροι και οι προϋποθέσεις για να μπορεί ένα κράτος- μέλος να υπερβαίνει τα όρια για τις αμυντικές δαπάνες. Για να καθοριστούν αυτά, θα υπάρξει πιθανότατα ένα μεγάλο «παζάρι», είτε στο πλαίσιο του Eurogroup, είτε σε διμερείς επαφές ηγετών. Σύμφωνα με πληροφορίες, το θέμα αναμένεται να συζητηθεί στην εαρινή σύνοδο κορυφής του Μαρτίου και να αποφασιστεί τελικά εάν οι νέοι όροι θα αφορούν σε κάθε κράτος- μέλος ξεχωριστά ή σε ομάδες κρατών.
Σήμερα, οι δημοσιονομικοί κανόνες επικεντρώνονται στον ανά έτος ρυθμό αύξησης των καθαρών (μετά την αφαίρεση των εσόδων και των δαπανών για συγχρηματοδοτούμενα έργα, αλλά και των έκτακτων one off δαπανών για φυσικές καταστροφές) πρωτογενών (εξαιρούνται οι δαπάνες για τους τόκους εξυπηρέτησης του χρέους) δαπανών.
Ειδικά για την Ελλάδα, ο ρυθμός αύξησης των καθαρών πρωτογενών δαπανών είναι 3,7% για το 2025 (περίπου 3,5 δισ. ευρώ), 3,6% το 2026, 3,1% το 2027 και 3% το 2028. Με τα σημερινά δεδομένα, εάν η χώρα επιθυμεί να δαπανήσει επιπλέον π.χ. 1 δισ. ευρώ από το όριο των 3,5 δισ. ευρώ, τότε θα πρέπει το πρόσθετο ποσό να εξευρεθεί: Είτε από την επιβολή νέων φόρων ή αύξηση των υπαρχόντων είτε από έσοδα σε μόνιμη βάση που θα έχουν την ίδια ισχύ. Τα συγκεκριμένα έσοδα μπορούν να προκύψουν ή από την άνοδο του ΑΕΠ, ή από άλλες πηγές όπως η αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής. Και καθώς μια μισή μονάδα αύξησης των εσόδων από την ανάπτυξη προϋποθέτει άνοδο του ΑΕΠ κατά 5%, εκ των πραγμάτων, όπως κατ’ επανάληψη έχει δηλώσει ο κ. Χατζηδάκης, το μεγάλο βάρος ρίχνεται στην αποκάλυψη φορολογητέας ύλης και στην καταπολέμηση της φοροαποφυγής και φοροδιαφυγής