ΑΡΧΟΝΤΕΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΘΡΟΝΟΥ – Συνεχίζεται σήμερα στην Αθήνα και συγκεκριμένα στο Ζάππειο Μέγαρο για δεύτερη ημέρα το 4ο Διεθνές Συνέδριο των Αρχόντων του Οικουμενικού Θρόνου, το οποίο ξεκίνησε από τη Δευτέρα με θέμα «Προστασία της Θρησκευτικής Ελευθερίας, της Δημοκρατίας & των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων»
Στις εργασίες της δεύτερης ημέρας δίνουν το «παρών» οι Άρχοντες του Οικουμενικού Πατριαρχείου από όλο τον κόσμο, καθώς και ο π. Άλεξ Καρλούτσος, ο Αρχιεπίσκοπος Αμερικής κ. Ελπιδοφόρος, ο Αρχιεπίσκοπος Θυατείρων κ. Νικήτας, ο Μητροπολίτης Βελγίου κ. Αθηναγόρας, ο Μ. Εκκλησιάρχης κ. Αέτιος, Διευθυντής του Ιδιαιτέρου Πατριαρχικού Γραφείου.
Μεταξύ των σημερινών ομιλητών, είναι ο πρώην Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ κ. Μάικ Πομπέο και η Δρ. Δέσποινα Χατζηβασιλείου-Τσοβίλη, Γενική Γραμματέας της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Η χθεσινή μέρα
Η έναρξη του Συνεδρίου έγινε στη Στοά του Αττάλου, ενώ η πρώτη συνεδρίαση έγινε το απόγευμα στο Μέγαρο της Παλαιάς Βουλής, με θέμα «Δημοκρατία, Αυταρχισμός και οι επιπτώσεις του (ευκαιρίες και προκλήσεις) για τις θρησκευτικές κοινότητες διεθνώς», όπου κεντρικός ομιλητής ήταν ο Σεβασμιώτατος Ρωμαιοκαθολικός Αρχιεπίσκοπος Vilnius Gintaras Grušas, Πρόεδρος του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Επισκοπικών Συνελεύσεων (CCEE). Αργότερα, πραγματοποιήθηκε ξενάγηση στο Μουσείο της Ακρόπολης και ακολούθησε δείπνο το οποίο παρέθεσε το ζεύγος Αθανασίου και Μαρίνας Μαρτίνου.
Παρών στις εναρκτήριες εργασίες ήταν ο επιχειρηματίας Δημήτρης Μελισσανίδης, ο δήμαρχος Αθηναίων, Χάρης Δούκας, ενώ ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθομολαίος έστειλε βιντεοσκοπημένο μήνυμα στους συμμετέχοντες.
Στο καλωσόρισμά του στους συμμετέχοντες του Συνεδρίου από όλο τον κόσμο, ο Δρ. Αντώνης Λυμπεράκης, Διοικητής των Αρχόντων του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Αμερική ανακοίνωσε ότι το προσεχές φθινόπωρο, οι Άρχοντες στην Αμερική θα απονείμουν στη χήρα του Αλεξέι Ναβάλνι, Γιούλια Ναβάλναγια, το «Βραβείο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Αθηναγόρας» για το 2024.
Στον δικό του, χαιρετισμό, ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος, ανέφερε μεταξύ άλλων πως «σε αυτή την εποχή όπου πολλοί σφετερίζονται κοινές αξίες της ανθρωπότητας και απαξιώνουν άλλες με τρόπο αυθαίρετο, η προβολή από το Συνεδριό σας του τρίπτυχου της θρησκευτικής ελευθερίας, της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην προοπτική της πνευματικής μας Παράδοσης αποκτά ιδιαίτερη σημασία».
Την ελληνική κυβέρνηση, εκπροσώπησε ο ο Γενικός Γραμματέας Απόδημου Ελληνισμού και Δημόσιας Διπλωματίας κ. Γιάννης Χρυσουλάκης.
Μετά την ολοκλήρωση του Συνεδρίου, ο κ. Μαρτίνος και ο Δρ. Λυμπεράκης θα συγκαλέσουν την πρώτη Διεθνή Διάσκεψη των Αρχόντων, στην οποία θα σχεδιάσουν πρωτοβουλίες για την υπεράσπιση του Οικουμενικού Πατριαρχείου και θα δημιουργήσουν μια πλατφόρμα, μέσω της οποίας θα συντονίσουν τις δραστηριότητες των Αρχόντων στις ΗΠΑ, τον Καναδά, την Ευρώπη και την Αυστραλία.
Το μήνυμα του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου
Μακαριώτατε Αρχιεπίσκοπε Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμε,
Εξοχώτατε εκπρόσωπε της Ελληνικής Κυβερνήσεως,
Εξοχώτατοι,
Τιμιώτατοι αδελφοί Αρχιερείς,
Εντιμολογιώτατοι ‘Αρχοντες, Πρόεδροι του Τάγματος του Αγίου Ανδρέου, της Αδελφότητος «Παναγία η Παμμακάριστος» και της Αδελφότητος του Αποστόλου Παύλου,
Εντιμότατοι εκπρόσωποι των Αρχών,
Εντιμολογιώτατοι ‘Αρχοντες,
Εκλεκτοί προσκεκλημένοι,
Τέκνα εν Κυρίω αγαπητά,
Χριστός Ανέστη!
Απευθυνόμεθα εκ Φαναρίου προς υμάς μετ’ αισθημάτων τιμής και αγάπης, παρόντες πνευματικώς εις το 4ον Διεθνές Συνέδριον των Αρχόντων του Οικουμενικού Θρόνου, με θέμα «Προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας, της δημοκρατίας και των δικαιωμάτων του ανθρώπου», εν τω κλεινώ άστει, βέβαιοι διά την επιτυχή διεξαγωγήν των εργασιών αυτού.
Εκφράζομεν τας ειλικρινείς ευχαριστίας της ημών Μετριότητος και την ευαρέσκειαν της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας προς τους εμπνευστάς, τους οργανωτάς και τους χορηγούς του Συνεδρίου, προς τους ομιλητάς και πάντας τους συμμετέχοντας. Το τρίπτυχον της θεματικής του Συνεδρίου παραπέμπει εις τα αξιακά και κανονιστικά θεμέλια της ανοικτής κοινωνίας, της δημοκρατίας του κράτους δικαίου και του κοινωνικού κράτους, εις τον πυρήνα του συγχρόνου πολιτικού πολιτισμού, με άξονα τα δικαιώματα του ανθρώπου, τα οποία λειτουργούν ως βαρόμετρον διά τας απειλάς κατά της ανθρωπίνης αξιοπρεπείας και διά τας θετικάς προοπτικάς του εμπράκτου και καθολικού σεβασμού της. Η δε εστίασις εις το ανθρώπινον δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας κατονομάζει την διάστασιν του Υπερβατικού, άνευ της οποίας είναι αδύνατον να θεμελιωθή ο απόλυτος σεβασμός προς το ανθρώπινον πρόσωπον.
Η Οικουμενική Διακήρυξις των δικαιωμάτων του ανθρώπου (10 Δεκεμβρίου 1948) αποτελεί «το πιθανότατα πιο γνωστό νομικό κείμενο στον σύγχρονο κόσμο», ένα «μανιφέστο ανθρωπισμού», που ανεδύθη μέσα από την μεγαλυτέραν ανθρωπιστικήν καταστροφήν εις την ιστορίαν της ανθρωπότητος. Και σήμερον, 75 και πλέον έτη μετά την πανηγυρικήν Οικουμενικήν Διακήρυξίν των υπό των Ηνωμένων Εθνών, εις το Προοίμιον της οποίας χαρακτηρίζονται ως «το κοινό ιδανικό, στο οποίο πρέπει να κατατείνουν όλοι οι λαοί και όλα τα έθνη», τα δικαιώματα του ανθρώπου παραμένουν εις το κέντρον της πολιτικής επικαιρότητος ως σύμβολον δι’ ένα παγκόσμιον πολιτισμόν τεθεμελιωμένον επί του απολύτου σεβασμού της ανθρωπίνης αξιοπρεπείας.
Βεβαίως, είναι ακριβώς αυτή η οικουμενική αξίωσίς των που αμφισβητείται εντόνως εις την εποχήν μας, κυρίως εκ μέρους των μη δυτικών λαών και πολιτισμών και των μη χριστιανικών θρησκειών. Τα δικαιώματα του ανθρώπου, με περισσήν ευκολίαν, χαρακτηρίζονται ως μία «αμιγώς δυτική ιδέα περί δικαίου», ακόμη και ως «δούρειος ίππος της Δύσης» διά πολιτισμικήν επιβολήν επί του λοιπού κόσμου. Και ευρύτερον, όμως, παρά τας επιμέρους προόδους που έχουν συντελεσθή εις το πεδίον της συνταγματικής κατοχυρώσεως και της διεθνούς προστασίας των, τα δικαιώματα του ανθρώπου παραβιάζονται βάναυσα και χρησιμοποιούνται ως πρόφασις και ως ανθρωπιστικός μανδύας διά παρεμβάσεις εις το εσωτερικόν άλλων κρατών. Καίριον πρόβλημα αποτελεί επίσης η αλόγιστος διεύρυνσις του περιεχομένου των, ώστε και ιδιωτικαί επιθυμίαι και επιλογαί να βαπτίζωνται «ανθρώπινο δικαίωμα». Διά τον λόγον αυτόν, και εις το μέλλον, τα δικαιώματα του ανθρώπου θα παραμείνουν χρέος, ζητούμενον και όχι εξασφαλισμένη πραγματικότης.
Πολλά διά την οικουμενικήν πορείαν των φαίνεται ότι εξαρτώνται από την στάσιν των θρησκειών απέναντί των, από την υιοθέτησιν των ανθρωπιστικών αιτημάτων των εκ μέρους των θρησκειών, από την συστράτευσιν των θρησκειών εις τον αγώνα διά τον σεβασμόν των. Και διά το θέμα των δικαιωμάτων του ανθρώπου ισχύει ότι, οιαδήποτε ανάλυσις της συγχρόνου καταστάσεως, η οποία δεν αναφέρεται και εις τον ρόλον της θρησκείας, είναι ελλιπής.
Ίσως τα δικαιώματα του ανθρώπου να είναι «το πιο αμείλικτο ερώτημα που τέθηκε ποτέ στις θρησκείες». Είναι το ερώτημα περί της στάσεώς των απέναντι εις τον ανθρωπισμόν, την ελευθερίαν, την ανοικτήν κοινωνίαν, τον πλουραλισμόν, απέναντι εις τας ιδικάς των ανθρωπιστικάς παραδοχάς, εν ερώτημα το οποίον δεν επιτρέπει υπεκφυγάς. Το διακύβευμα εις την συνάντησιν των θρησκειών με τα δικαιώματα του ανθρώπου είναι η αποδοχή ή μη της οικουμενικής εμβελείας των. Αι θρησκείαι οφείλουν να κατανοήσουν ότι η Οικουμενική Διακήρυξις των δικαιωμάτων του ανθρώπου αποτελεί κτήμα ολοκλήρου της ανθρωπότητος. Ευστόχως έχει γραφή, ότι «όποιος δεν αφήνει την οικουμενικότητα των δικαιωμάτων του ανθρώπου να κρίνη πρώτα τον ίδιο, δεν έχει κατανοήσει τίποτε από αυτήν».
Εις τον χώρον της Ορθοδοξίας δεν υπάρχει ενιαία στάσις απέναντι εις τα δικαιώματα του ανθρώπου. Μπορεί να λεχθή ότι κυριαρχεί μία «αμυντική» τοποθέτησις απέναντι εις αυτά, μία υποψία ότι αποτελούν απειλήν διά τας κοινοτικάς παραδόσεις μας. Είναι βέβαιον ότι μία συνολικώς απορριπτική στάσις της Ορθοδόξου Εκκλησίας απέναντι εις τα δικαιώματα του ανθρώπου και η θεώρησίς των ως αμέσου απειλής διά την ταυτότητά μας εκπηγάζει από παρανόησιν τόσον των δικαιωμάτων του ανθρώπου, όσον και του Ορθοδόξου ήθους. Οφείλομεν να κατανοήσωμεν οριστικώς ότι εάν απορρίπτωμεν συλλήβδην τα δικαιώματα του ανθρώπου, απαρνούμεθα εν σημαντικόν τμήμα της ιδικής μας ανθρωπιστικής παραδόσεως. Προφανέστατα, η Εκκλησία αναδεικνύει την Αλήθειάν της όταν στηρίζη τα δικαιώματα του ανθρώπου και όχι όταν συμπλέη με εθνικιστικά ιδεολογήματα.
Η Ορθοδοξία καλείται σήμερον να λειτουργήση ως θετική πρόκλησις εις τον σύγχρονον κόσμον, ως μία θεοκίνητος προοπτική ζωής και ελευθερίας εις μίαν εποχήν επαναπροσδιορισμού της ιεραρχήσεως των αξιών, τοποθετώντας εις την κορυφήν της αξιολογικής κλίμακος την ιερότητα του ανθρωπίνου προσώπου και την ακεραιότητα της δημιουργίας.
Η Εκκλησία ανθίσταται εις την βίαν και τας δυνάμεις που υποσκάπτουν την κοινωνικήν συνοχήν, αναδεικνύουσα το ήθος της διακονίας, της προσφοράς, της βοηθείας και της ευχαριστιακής χρήσεως της δημιουργίας, κατά της κλειστότητος, του ατομοκεντρισμού και της στάσεως του «έχειν». Τονίζει επίσης ότι το μέλλον δεν ανήκει εις τον αυτοχειροτόνητον «ανθρωποθεόν» του επιστημονισμού, ο οποίος καταργεί όρια και μέτρα, καταστρέφοντας τους όρους της «ανθρωπίνης καταστάσεως» (conditio humana) και γενικώτερον της ζωής εις τον πλανήτην γη.
Η Ορθόδοξος πίστις είναι πηγή εμπνεύσεως και δυναμισμού διά καλήν μαρτυρίαν εντός του συγχρόνου κόσμου και προωθεί τον διάλογον και την συνεργασίαν διά κοινήν αντιμετώπισιν των μεγάλων προκλήσεων της εποχής μας. Η Ορθοδοξία διαθέτει μίαν πλουσίαν παράδοσιν, μεγάλα πνευματικά αποθέματα, τα οποία πρέπει να αξιοποιηθούν εις την συνάντησιν με τα δικαιώματα του ανθρώπου. Σαφώς, τα δικαιώματα του ανθρώπου εκπροσωπούν την αμφισημίαν της νεωτερικής μεταβάσεως από τας «δεδομένας» εις τας «διαμορφουμένας» αξίας. Αυτή η μετάβασις δεν ήτο άνευ κινδύνων. Όμως, το γεγονός αυτό δεν δικαιολογεί την ταύτισιν των δικαιωμάτων του ανθρώπου με τας αρνητικότητας της νεωτερικότητος ή με «φονταμενταλισμόν του μοντερνισμού».
Και διά την Ορθόδοξον Εκκλησίαν, ιδιαιτέρως όμως διά τας μη χριστιανικάς θρησκείας, αι μεγαλύτεραι δυσκολίαι εις την συνάντησιν με τα δικαιώματα του ανθρώπου εντοπίζονται εις το θέμα της κατανοήσεως και ερμηνείας του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας.
Εις το δικαίωμα της ελευθερίας της σκέψεως, της συνειδήσεως και της θρησκείας αναφέρεται το άρθρον 18 της Οικουμενικής Διακηρύξεως των δικαιωμάτων του ανθρώπου διά των εξής: «Κάθε άτομο έχει το δικαίωμα της ελευθερίας της σκέψης, της συνειδήσεως και της θρησκείας• στο δικαίωμα αυτό περιλαμβάνεται η ελευθερία για την αλλαγή θρησκείας ή πεποιθήσεως, όπως και η ελευθερία να εκδηλώνει κανείς τη θρησκεία του ή τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, μόνος ή μαζί με άλλους, δημόσια ή ιδιωτικά, με τη διδασκαλία, την άσκηση, τη λατρεία και με την τέλεση θρησκευτικών τελετών».
Ιδιαιτέραν σημασίαν διά το θέμα μας έχει και η σαφής αναφορά της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου (Κρήτη, 2016) εις το δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας: «Θεμελιώδες ανθρώπινον δικαίωμα είναι η προστασία της αρχής της θρησκευτικής ελευθερίας υπό πάσας τας προοπτικάς αυτής, ήτοι της ελευθερίας της συνειδήσεως, της πίστεως, της λατρείας και όλων των ατομικών και συλλογικών εκφράσεων θρησκευτικής ελευθερίας, συμπεριλαμβανομένου και του δικαιώματος εκάστου πιστού να τελή ακωλύτως από οιανδήποτε κρατικήν παρέμβασιν τα θρησκευτικά του καθήκοντα, καθώς και της ελευθερίας δημοσίας διδασκαλίας της θρησκείας και των προϋποθέσεων λειτουργίας των θρησκευτικών κοινοτήτων» (Εγκύκλιος, § 16).
Από όλας τας πτυχάς του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας, τας μεγαλυτέρας αμφισβητήσεις αντιμετωπίζει το δικαίωμα «αλλαγής θρησκείας». Όπως όμως έχει λεχθή, ακριβώς το σημείον αυτό σηματοδοτεί την «αλλαγήν παραδείγματος» που ενσαρκώνουν ευρύτερον τα δικαιώματα του ανθρώπου. Εμπόδιον εις την ορθήν κατανόησιν του περιεχομένου του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας αποτελεί η άποψις ότι εδώ πρόκειται περί κατοχυρώσεως ατομικού δικαιώματος, συνδεδεμένου με τον δυτικόν πολιτικόν πολιτισμόν και διαβρωτικού διά τας άλλας παραδόσεις.
Το δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας ανοίγει νέας θετικάς προοπτικάς εις τας θρησκείας, ενώ απαιτεί από αυτάς περισσότερον από την ανοχήν του διαφορετικού, η οποία, ούτως ή άλλως, δεν είναι άγνωστος εις αυτάς. Η αναγνώρισις του «δικαιώματος στη διαφορά» αποτελεί σπουδαίαν κατάκτησιν εις την ιστορίαν του πολιτισμού. Η διαφορετικότης όμως δεν είναι δυνατόν να συγκαλύψη τας υπαρχούσας κοινάς αξίας. Πανανθρώπιναι αξίαι ανήκουν εις το αξιακόν δυναμικόν των μεγάλων θρησκειών, το οποίον πρέπει να αναδεικνύεται. Αι θρησκείαι καλούνται να αναγνωρίσουν την Οικουμενικήν Διακήρυξιν των δικαιωμάτων του ανθρώπου εις το σύνολόν της. Τα δικαιώματα του ανθρώπου είναι αδιαίρετα. Δεν είναι δυνατόν να γίνεται επιλεκτική επίκλησις και χρήσις των.
Εκλεκτή ομήγυρις,
Πέραν πάσης αμφιβολίας, τα δικαιώματα του ανθρώπου αποτελούν μίαν πολύ σημαντικήν πολιτικήν κατάκτησιν, η οποία ωδήγησεν εις ένα ανθρωπινότερον κόσμον. Ουδεμία συζήτησις περί των κανονιστικών θεμελίων της παγκοσμίου κοινωνίας δύναται να αγνοήση τα δικαιώματα του ανθρώπου, τα οποία αποτελούν σήμερον λάβαρον της ανοικτής κοινωνίας και σύμβολον των αγώνων και των ελπίδων δι’ ένα δικαιότερον κόσμον. Είναι βέβαιον, ότι θα παραμείνουν και εις το μέλλον εν εκ των μεγάλων θεμάτων διά την ανθρωπότητα, μία διαχρονική έκφρασις του ανθρωπισμού.
Επαναλαμβάνομεν ότι η πορεία των δικαιωμάτων του ανθρώπου εξαρτάται από την στάσιν των μεγάλων θρησκειών απέναντί των. Επίσης, φρονούμεν ότι η πρόοδος εις την εφαρμογήν των διέρχεται από την αναγνώρισιν, την ορθήν κατανόησιν και την εφαρμογήν του δικαιώματος της ελευθερίας της θρησκείας. Η υποχώρησις του θρησκευτικού προσανατο-λισμού της ζωής εις τον Δυτικόν κόσμον, παρά τα περί του αντιθέτου θρυλούμενα, όχι μόνον δεν προωθεί τους στόχους των δικαιωμάτων του ανθρώπου, αλλά επηρεάζει αρνητικώς τον σεβασμόν των. Έχει προσφυώς γραφή, ότι «ομού μετά της λήθης ή της απωλείας της διαστάσεως του μυστηρίου της θρησκείας, εξαφανίζεται και η αίσθησις διά το απαραβίαστον της ανθρωπίνης αξιοπρεπείας». Εν τη εννοία ταύτη, θεωρούμεν αναγκαίον τον διαθρησκειακόν διάλογον περί των δικαιωμάτων του ανθρώπου, ο οποίος απελευθερώνει τας θρησκείας από την εσωστρέφειαν, που πάντοτε τροφοδοτεί τον φονταμενταλισμόν. Εις τον διάλογον αυτόν κάθε θρησκεία καλείται να αναπτύσση την σημασίαν των ιδικών της αρχών διά την εποχήν μας, διά τα μεγάλα θέματα και τας προκλήσεις των καιρών, διά την δικαιοσύνην και την ειρήνην, και να συμβάλλη εις την διαμόρφωσιν κοινών δράσεων.
Περαίνοντες τον λόγον, επιθυμούμεν να σημειώσωμεν ότι η συνάντησις της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τα δικαιώματα του ανθρώπου είναι χώρος αναδείξεως της ορθής σχέσεώς της με την πολιτικήν. Ενώ η Εκκλησία δεν ασχολείται με την πολιτικήν εν τη στενή σημασία του όρου, η μαρτυρία της είναι ουσιαστικώς και διαχρονικώς πολιτική. Αγωνίζεται κατά της φαλκιδεύσεως του ανθρωπίνου προσώπου εις τας ποικίλας όψεις της, στιγματίζει τον ρατσισμόν, τας διακρίσεις, τας συγχρόνους μορφάς δουλείας, ανθίσταται εις τας δυνάμεις και τας τάσεις που υποσκάπτουν την κοινωνικήν συνοχήν και την ειρήνην, προάγει τον πολιτισμόν της αλληλεγγύης και του διαλόγου, της συγκλίσεως και της συνεργασίας. Η ένστασις ότι αυτή η παρέμβασις εμπλέκει την Εκκλησίαν εις την αμφισημίαν των ανθρωπίνων πραγμάτων, ότι η χριστιανική μαρτυρία μετατρέπεται εις πολιτικήν πράξιν, στερείται θεολογικής βάσεως και είναι ένδειξις εξασθενήσεως του αισθητηρίου διά την σημασίαν των ιστορικών εξελίξεων.
Ευχαριστούμεν διά την προσοχήν σας!