Με σημαία του την «αλλαγή» και προτεραιότητα την «μεγάλη επανεκκίνηση» της χώρας του, ο νέος Βρετανός Πρωθυπουργός Κιρ Στάρμερ έλαβε χθες εντολή σχηματισμού κυβέρνησης, προτάσσοντας τις αλλαγές που πέτυχε στο Εργατικό Κόμμα ως παράδειγμα των συνολικών αλλαγών που επιθυμεί να επιφέρει στη Βρετανία.
Με μια φρέσκια ομάδα, αποτελούμενη από στελέχη της νέας γενιάς και πολλές γυναίκες, η νέα κυβέρνηση των Εργατικών δεν έκρυβε πολλές εκπλήξεις, αλλά σίγουρα την εκλογική συντριβή των Συντηρητικών, που απώλεσαν την εξουσία μετά από 14 χρόνια και με ένα ποσοστό- σταθμό για την υπαρξιακού χαρακτήρα κρίση, στην οποία έχει τεθεί πλέον ένα από τα ιστορικότερα κόμματα στην Ευρώπη.
Από πλευράς του, ο Κιρ Στάρμερ περιέγραψε τη σταθερότητα και την μετριοπάθεια ως τους πυλώνες της πολιτικής του στο εξής, ενώ προανήγγειλε πως οι Εργατικοί «θα έχουν πιο διακριτική παρουσία στις ζωές των πολιτών», υποσχόμενος φθηνή ενέργεια, νέες υποδομές και πολλαπλάσιες νέες θέσεις εργασίας. Στα αξιοσημείωτα της κυβέρνησής του περιλαμβάνεται η επιλογή της Ρέιτσελ Ριβς ως υπουργού Οικονομικών, καθώς γίνεται η πρώτη γυναίκα στην ιστορία της Μεγάλης Βρετανίας, σε αυτό το χαρτοφυλάκιο. «Δεν έχω αυταπάτες για τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε», σχολίασε η κ. Ριβς, προσθέτοντας ότι δεν μπορεί να υποσχεθεί ότι θα είναι εύκολο ενώ «είναι πολύς ο δρόμος μπροστά. Είμαστε μια νέα ομάδα, είναι μια νέα αρχή, οπότε ας πιάσουμε δουλειά», τόνισε. Ακόμη, υπουργός Εξωτερικών αναλαμβάνει ο Ντέιβιντ Λάμι, ο Τζον Χίλι υπουργός Άμυνας, ενώ η Ιβέτ Κούπερ γίνεται η επόμενη υπουργός Εσωτερικών.
Ψήφος αποδοκιμασίας
Σε επίπεδο απόλυτων αριθμών, ωστόσο, σύμφωνα με τη μέχρι στιγμής καταμέτρηση των ψήφων η επικράτηση των Εργατικών δεν υπήρξε κατάληξη της εκλογικής εκτόξευσής τους, αλλά μάλλον της απόλυτης συντριβής των Συντηρητικών, οι οποίοι έχασαν περισσότερες έδρες από εκείνες που κέρδισαν οι Εργατικοί, εντείνοντας την αίσθηση της τιμωρητικής ψήφου απέναντι στην απερχόμενη κυβέρνηση.
Συγκεκριμένα οι Εργατικοί κέρδισαν σε σχέση με το 2019 1,6% ενώ οι Συντηρητικοί έχασαν 20%.
vret
Αναλυτικά οι έδρες:
– οι Εργατικοί έχουν κερδίσει 412 έδρες, 211 περισσότερες από τις τελευταίες εκλογές,
– οι Συντηρητικοί 120 και χάνουν 250 έδρες σε σχέση με τις τελευταίες εκλογές
– οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες 71 (στην καλύτερη εκλογική επίδοση της ιστορίας τους),
– 9 το Εθνικό Κόμμα Σκωτίας
– 7 το Σιν Φέιν
– 6 οι ανεξάρτητοι
– 5 το κόμμα DUP
– 4 το Μεταρρυθμιστικό Κόμμα του Φάρατζ
– 4 οι Πράσινοι
– 4 το Plaid Cymru
– 2 το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα
– και από 1 έδρα το κόμμα Alliance, το κόμμα Ulster Unionist και το κόμμα Traditional Unionist Voice
«Άρρωστο» κόμμα
Παρά την ανανέωση ως προς τον προγραμματικό του λόγο και την ηγετική του ομάδα, το κυβερνόν πλέον κόμμα στη Βρετανία δεν θα είχε καταφέρει την επιστροφή του στην εξουσία, αν δεν κατέρρεε εκλογικά με πάταγο το κόμμα των Συντηρητικών, το οποίο δοκιμάζεται ήδη από εσωκομματικές έριδες, μετά το εκλογικό αποτέλεσμα. Η απώλεια 250 εδρών για τους Συντηρητικούς από τις προηγούμενες εκλογές, επέτρεψε στους Εργατικούς να υπερβούν σχετικά γρήγορα το όριο των 326 εδρών για το σχηματισμό αυτοδύναμης κυβέρνησης, επιταχύνοντας ταυτόχρονα το «κατηγορώ» μεταξύ στελεχών της κυβέρνησης Σούνακ.
Τα φίλια πυρά βρίσκουν και τον απερχόμενο Βρετανό Πρωθυπουργό, Ρίσι Σούνακ την ώρα που τουλάχιστον 11 πρώην υπουργοί του γνώρισαν την πλήρη απόρριψη του εκλογικού σώματος. Μένοντας εκτός Βουλής, ο πρώην υπουργός Άμυνας Γκραντ Σαπς εξήγησε ότι «εξαντλήσαμε την υπομονή των παραδοσιακών Συντηρητικών ψηφοφόρων με την τάση μας να δημιουργούμε μια ατέλειωτη πολιτική σαπουνόπερα από εσωτερικές διαμάχες και διαιρέσεις, οι οποίες έχουν γίνει όλο και πιο επίμονες». «Σήμερα, οι ψηφοφόροι ήταν απλά: “Αν δεν μπορείτε να συμφωνήσετε μεταξύ σας, τότε δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε να σας ψηφίσουμε”. Ξεχάσαμε έναν θεμελιώδη κανόνα της πολιτικής, ότι οι άνθρωποι δεν ψηφίζουν διχασμένα κόμματα», κατέληξε.
Ο εσωτερικός διχασμός των Συντηρητικών, αλλά και οι τελευταίες έξι προεκλογικές εβδομάδες, στη διάρκεια των οποίων το κόμμα εξέπεμπε μηνύματα διάλυσης, σύμφωνα με το Politico, είχαν ως αποτέλεσμα να μην επανεκλεγεί ούτε η πρώην Πρωθυπουργός, Λιζ Τρας η οποία έχασε την επανεκλογή της για 630 ψήφους. Ακόμη και για πιστούς ψηφοφόρους τους, οι Συντηρητικοί ανάλωσαν πολύτιμο πολιτικό κεφάλαιο στις μεταξύ τους τριβές, σημειώνοντας ρεκόρ σκανδάλων και παραιτήσεων την τελευταία πενταετία, καθιστώντας την εικόνα του κόμματος σε ορισμένες περιπτώσεις αποκρουστική. Ως εκ τούτου, μόλις το 33% των Συντηρητικών κατάφερε την επανεκλογή του, με το κόμμα να εισέρχεται πλέον σε μια βαθιά εσωκομματική περιδίνηση.
Ανασφάλεια και διαχειριστική αδυναμία
Δεν ήταν, ωστόσο, μόνο οι συγκρούσεις και οι διαρκείς τριβές ανάμεσα στα κορυφαία στελέχη των Συντηρητικών που διόγκωσαν το μέγεθος της ήττας, αλλά κυρίως το γεγονός ότι ένα από τα πλέον επιδραστικά κόμματα στην Ευρώπη με παράδοση αιώνων εξέπεμπε την εικόνα πλήρους αδυναμίας να διαχειριστεί αλλεπάλληλες κρίσεις, όπως το Brexit, η πανδημία του κορωνοϊου, η κρίση του πληθωρισμού, τα στεγαστικά δάνεια, αλλά και η επιδείνωση του δημόσιου συστήματος υγείας, υποχωρώντας κατά κράτος στο πεδίο της αποτελεσματικότητας και της ασφάλειας των πολιτών. Μετά από μια νοσηρή κατάσταση σε επίπεδο διακυβέρνησης, η απογοήτευση των ψηφοφόρων επιτάχυνε την πτώση των Συντηρητικών ακόμη σε παραδοσιακά τους προπύργια, ενώ κρίσιμο ρόλο στη διαμόρφωση του αποτελέσματος διαδραμάτισε το εκλογικό σύστημα της χώρας, το οποίο ως πλειοψηφικό μετατρέπει τις σχετικές εκλογικές πλειοψηφίες σε απόλυτες κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες, με αποτέλεσμα στον πρώτο γύρο να εκλέγεται ο βουλευτής που λαμβάνει την σχετική πλειοψηφία.
Συστημικές αδυναμίες
Έτσι, στα ψιλά γράμματα του νωπού εκλογικού αποτελέσματος, εξαιρετικά πολύτιμες έδρες από τους Συντηρητικούς στοίχισε το Μεταρρυθμιστικό κόμμα του Φάρατζ, καθώς έκοβε δεύτερο το νήμα σε 103 από τις 650 εκλογικές περιφέρειες, με την τελική εικόνα να διαμορφώνεται στο 35% των ψήφων, κατά το Euronews. Με δεδομένες τις δομικές αδυναμίες του βρετανικού εκλογικού συστήματος, οι Εργατικοί κατάφεραν να συγκεντρώσουν πάρα πολλές έδρες, αλλά όχι μια αρκετά μεγάλη δεξαμενή ψήφων, γεγονός που καθιστά την πλειοψηφία τους αρκετά εύθραυστη, κατά τους αναλυτές.