Η 24η Φεβρουαρίου είναι η επέτειος της πιο σκοτεινής ώρας στην πρόσφατη ιστορία της Ουκρανίας. Είναι όμως και η επέτειος του τέλους της αθωότητας της Ευρώπης.
Μιας Ευρώπης αφελούς και βολεμένης, η οποία πίστευε ότι είχε ξεμπερδέψει με τη βία του πολέμου και απολάμβανε αυτάρεσκα την επικράτηση του οικονομικού και κοινωνικού μοντέλου της. Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία τα ξημερώματα της 24ης Φεβρουαρίου 2022 ήρθε να αποκαλύψει τις αδυναμίες της Δύσης, αλλά και τα αντανακλαστικά της. Τα ελαττώματα, αλλά και τις αρχές της.
Σαν χθες πέρυσι, ο πρόεδρος της Ουκρανίας Βολόντιμιρ Ζελένσκι, σε μια από τις τελευταίες εμφανίσεις του με «πολιτικά», μιλούσε από το βήμα της Διάσκεψης του Μονάχου για την Ασφάλεια και απηύθυνε δραματική έκκληση για βοήθεια. Θεωρούσε ότι η Ρωσία επρόκειτο να επιτεθεί στη χώρα του «από στιγμή σε στιγμή». Στο ακροατήριο, ηγέτες από όλον τον κόσμο, τον θεωρούσαν μάλλον υπερβολικό – ίσως και λίγο γραφικό. Φέτος, στην είσοδο της Διάσκεψης, δεσπόζει ένα τεράστιο πλακάτ με έναν άνθρωπο νεκρό στο έδαφος και δίπλα του κάποιον να θρηνεί για τον χαμό του. «Η Ουκρανία είσαι εσύ», γράφει το πλακάτ. Τι συνέβη όμως μέσα σε αυτούς τους 12 μήνες για να φτάσουμε η Ουκρανία να είναι εμείς, οι Ευρωπαίοι, οι «Δυτικοί», όλοι οι ελεύθεροι πολίτες του κόσμου;
«Στις 24 Φεβρουαρίου 2022, όχι για πρώτη φορά, η Ρωσία ανέτρεψε τα πάντα γύρω από τη Χάρτα των Ηνωμένων Εθνών και το Διεθνές Δίκαιο: ‘Αμαχοι δολοφονούνται, γυναίκες βιάζονται, παιδιά απάγονται, κρατούμενοι βασανίζονται και ολόκληρες πόλεις σβήνονται με βομβαρδισμούς από τον χάρτη», δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η επικεφαλής της Επιτροπής ‘Αμυνας της Bundestag Μαρί-‘Αγκνες Στρακ-Τσίμερμαν, από τις πιο ένθερμες υποστηρίκτριες της στρατιωτικής στήριξης της Ουκρανίας. Πράγματι, η Ευρώπη ξύπνησε σε έναν άλλον κόσμο, όπου δεν ίσχυαν πια οι κανόνες της ειρηνευτικής τάξης μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Ο Στέφεν Μάιστερ, ειδικός σε θέματα Ρωσίας και Ανατολικής Ευρώπης στο Γερμανικό Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής (DGAP), μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, εξηγεί ότι με την επίθεση της Ρωσίας εναντίον της Ουκρανίας, «εκπνέει η ειρηνευτική τάξη που γνωρίζαμε μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και παύει πλέον να υπάρχει συλλογική ασφάλεια στην Ευρώπη. Θεσμοί όπως ο ΟΑΣΕ είναι δυσλειτουργικοί. Aσφάλεια εκτός ΝΑΤΟ δεν θα υπάρχει για το άμεσο μέλλον». Οι Ευρωπαίοι βγαίνουν στους δρόμους με ουκρανικές σημαίες, διαδηλώνουν ότι «καλύτερα να μαγειρεύουν σε μαγκάλι, παρά να δεχτούν τα σχέδια του Πούτιν» και ένα κύμα αλληλεγγύης κατακλύζει τον δυτικό κόσμο. Ενδεικτικά, οι δωρεές των Γερμανών, οι οποίοι φημίζονται για τη γενναιοδωρία τους όταν πρόκειται «για καλό σκοπό», πλησιάζουν το ένα δισεκατομμύριο ευρώ. Συμπόνια; Κοινωνική συνείδηση; Ή μήπως φόβος ότι αυτός ο πόλεμος που γίνεται στην πόρτα της Ευρώπης θα τα αλλάξει όλα; Οι Ευρωπαίοι αντιλαμβάνονται πολύ γρήγορα ότι το διακύβευμα είναι πια πολύ υψηλό: Είναι ο τρόπος ζωής, ο τρόπος σκέψης και η ευημερία τους.
Οι εξελίξεις στο πεδίο
Πολύ σύντομα η πραγματικότητα στο πεδίο ακυρώνει και την τελευταία ψευδαίσθηση. Μέσω της δυτικής Ουκρανίας χιλιάδες άνθρωποι αναζητούν καταφύγιο στις γειτονικές χώρες. Στήνονται δραματικές επιχειρήσεις εκκένωσης από τις ανατολικές περιοχές, οι οποίες στη συνέχεια θα ισοπεδωθούν. Οι κάτοικοι της Μαριούπολης, ανάμεσά τους πολλοί έλληνες ομογενείς, δεν έχουν πια ούτε σπίτι ούτε πόλη για να επιστρέψουν. Τον Μάρτιο του 2022 ένα μαιευτήριο στην άκρη της Ευρώπης βομβαρδίζεται. Μια έγκυος χάνει τη ζωή της, μαζί και το αγέννητο παιδί της. Τον Απρίλιο ο παραλογισμός του πολέμου κορυφώνεται, με την κτηνωδία που αποκαλύπτεται στην πόλη Μπούτσα, λίγο έξω από το Κίεβο. Οι ρωσικές δυνάμεις αφήνουν πίσω τους εκατοντάδες αμάχους νεκρούς στους δρόμους. Τα σημάδια των βασανιστηρίων δεν αφήνουν περιθώρια παρεξήγησης. Η πόλη αναδεικνύεται σε σύμβολο της ρωσικής επιθετικότητας, αλλά και σε καταλύτη για να δράσει η Δύση. Λίγες ημέρες μετά, οι Ρώσοι βομβαρδίζουν σιδηροδρομικό σταθμό στο Κραματόρσκ της ανατολικής Ουκρανίας, όπου άμαχοι περίμεναν να εκκενωθούν. Τουλάχιστον 60 άνθρωποι σκοτώνονται και ο ΟΗΕ μιλάει αργότερα για «ξεκάθαρο έγκλημα κατά της ανθρωπότητας». Τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο οι δύο εμπόλεμες πλευρές αλληλοκατηγορούνται για τον βομβαρδισμό πυρηνικού αντιδραστήρα στη Ζαπορίζια, στα νοτιοανατολικά της χώρας. Ο Διεθνής Οργανισμός Ατομικής Ενέργειας αποκτά πρόσβαση στη ζώνη ασφαλείας του αντιδραστήρα μόλις τον Ιανουάριο. Τον περασμένο Σεπτέμβριο πάλι, στο Ιζιούμ της ανατολικής Ουκρανίας εντοπίζεται στο δάσος ομαδικός τάφος με περισσότερες από 400 σορούς, κυρίως αμάχων. Το Κρεμλίνο απαντά με μερική επιστράτευση εφέδρων. Τον Οκτώβριο, έπειτα από έκρηξη, καταρρέει τμήμα της μήκους 19 χιλιομέτρων γέφυρας που συνδέει τη Ρωσία με την Κριμαία. Έναν μήνα μετά, οι ουκρανικές δυνάμεις ανακαταλαμβάνουν την Χερσόνα, στον Νότο. «Επιστρέφουμε, υψώστε τις σημαίες σας», λέει στους πολίτες ο Βολόντιμιρ Ζελένσκι επισκεπτόμενος την περιοχή. Σήμερα, δίνεται ακόμη ίσως η πιο αιματηρή μάχη, στο Μπαχμούτ της ανατολικής Ουκρανίας. Στην πόλη ζουν πλέον μόνο 5000 από τους κάποτε 70000 κατοίκους της.
Όλο αυτό το διάστημα η πολιτική ηγεσία της Ουκρανίας δεν σταματά να ζητά στρατιωτική βοήθεια από τη Δύση. ‘Αλλοτε απελπισμένα άλλοτε απαιτητικά, ακόμη και εκβιαστικά. «Η Ουκρανία χρειάζεται μόλις το 1% των αεροσκαφών και των τανκς του ΝΑΤΟ (…) Περιμένουμε ήδη τόσες ημέρες. Ποιος είναι το αφεντικό στην Ευρωατλαντική κοινότητα; Μήπως είναι η Μόσχα; (…) Δεν πρόκειται για ευγενείς χειρονομίες για τις οποίες θα πρέπει να υποκλιθούμε, αλλά για τη συνεισφορά σας στην ασφάλεια της Ευρώπης και του κόσμου», έλεγε ο ουκρανός πρόεδρος την περασμένη άνοιξη. Το μήνυμα ήταν πάντα ίδιο: «Δεν πρόκειται μόνο για την ελευθερία της Ουκρανίας, αλλά για την ελευθερία της Ευρώπης». Πριν από λίγες ημέρες, από την έδρα της ΕΕ στις Βρυξέλλες, επανέλαβε: «Αμυνόμαστε ενάντια στην πιο αντιευρωπαϊκή δύναμη του σύγχρονου κόσμου. Υπερασπιζόμαστε τους εαυτούς μας, υπερασπιζόμαστε εσάς».
Σήμερα αυτό το μήνυμα έχει πλέον εμπεδωθεί. «Όλοι έχουμε συμφέρον από μια δίκαιη και βιώσιμη ειρήνη. Το αντίθετο θα σημαίνει ότι έχουμε ανοίξει το Κουτί της Πανδώρας», παραδέχθηκε προχθές ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ ‘Αντονι Μπλίνκεν στο Μόναχο. Η Δύση φαίνεται να έχει πλέον συνειδητοποιήσει ότι δεν έχει πραγματικά την πολυτέλεια να αγνοήσει την Ουκρανία ή να μην την στηρίξει ουσιαστικά. Όσο και αν το ΝΑΤΟ ξορκίζει κάθε εικασία περί άμεσης ανάμιξής του στον πόλεμο, οι Σύμμαχοι πιστεύουν πλέον ότι, αν ο Βλάντιμιρ Πούτιν «δικαιωθεί» από το αποτέλεσμα, δεν θα σταματήσει στην Ουκρανία, ενώ θα ανοίξει η όρεξη και άλλων …ομοϊδεατών του σε διάφορα μέρη του κόσμου. Πότε όμως θα τελειώσει ο πόλεμος;
«Είναι νωρίς για διαπραγματεύσεις»
Σύμφωνα με τον Στέφεν Μάιστερ, η Ρωσία θα προσπαθήσει να φέρει την Ουκρανία ή τμήματά της υπό τον έλεγχό της για όσο μεγαλύτερο διάστημα μπορεί. «Δεδομένου ότι η Δύση δεν παρέχει επαρκή υποστήριξη στην Ουκρανία και οι κυρώσεις δεν έχουν μέχρι στιγμής αποκόψει τη Ρωσία από την τεχνολογία, αυτός ο πόλεμος μπορεί να διαρκέσει χρόνια», εκτιμά ο ερευνητής και προβλέπει ότι η ρωσική επίθεση θα τελειώσει σε 6-8 εβδομάδες και θα ακολουθήσει ουκρανική αντεπίθεση την άνοιξη, με μόνο περιορισμένα εδαφικά κέρδη. «Έπειτα θα υπάρχει μόνο πόλεμος φθοράς», εκτιμά ο κ. Μάιστερ και εξηγεί ότι τότε, λόγω της εξάντλησης και των δύο πλευρών, μπορεί να υπάρξει η δυνατότητα διαπραγματεύσεων κατάπαυσης του πυρός. «Υπό τον Πούτιν όμως δεν υπάρχει διαρκές ενδιαφέρον για ειρήνη», προειδοποιεί ο ίδιος και διευκρινίζει ότι «όσο έχουμε στην εξουσία ένα (τέτοιο) καθεστώς, διαπραγματεύσεις θα γίνουν μόνο εφόσον η Ουκρανία παραχωρήσει οικειοθελώς εδάφη». Και επειδή δεν θα το κάνει, καταλήγει ο γερμανός ειδικός σε θέματα Ρωσίας, «δεν βλέπω πιθανότητες για ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις αυτή τη στιγμή – ούτε από τη γερμανική ούτε από την αμερικανική πλευρά». Για τον κ. Μάιστερ, όποιος πιστεύει ότι μπορούν τώρα να γίνουν διαπραγματεύσεις, πολύ απλά «δεν καταλαβαίνει ούτε από γεωπολιτική πραγματικότητα, αλλά ούτε και από πολιτική ασφάλειας στην Ευρώπη».
Η Μαρί-‘Αγκνες Στρακ-Τσίμερμαν από την άλλη πλευρά προχωρεί πιο μπροστά, προβλέποντας ότι στο μέλλον, υπό την προϋπόθεση ότι τα ρωσικά στρατεύματα θα εγκαταλείψουν την Ουκρανία, η εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας θα γίνει αποδεκτή και στη Μόσχα θα είναι στην εξουσία μια άλλη κυβέρνηση, «θα χρειαστούν γενιές για να αποκατασταθεί μια κάπως “κανονική” σχέση». «Μια εκεχειρία μπορεί να επιτευχθεί αμέσως, εάν ο ρωσικός στρατός αποσυρθεί από το ουκρανικό έδαφος. Ωστόσο, εάν η Ουκρανία σταματήσει να αντεπιτίθεται, θα βρεθεί εκτός χάρτη. Αυτός είναι ο αδυσώπητος στόχος του Βλαντιμίρ Πούτιν», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η φιλελεύθερη (FDP) επικεφαλής της Επιτροπής ‘Αμυνας της Bundestag και εκτιμά ότι «οι ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις μπορούν να βασιστούν στη δύναμη της Ουκρανίας, μόνο εάν η Ρωσία καταγράψει ότι μετά από αυτή τη βάναυση επίθεση δεν έχει εδαφικά κέρδη – διαφορετικά, θα εξαπολύσει νέα επίθεση στις γειτονικές Γεωργία, Μολδαβία και Βαλτικές χώρες».
Η Δύση λοιπόν δεν έχει άλλη επιλογή από το να συνεχίσει να στηρίζει στρατιωτικά, πολιτικά, οικονομικά και ανθρωπιστικά την Ουκρανία. Και το κάνει. Το Ινστιτούτο του Κιέλου υπολογίζει ότι η οικονομική, ανθρωπιστική και στρατιωτική βοήθεια που δόθηκε – κυρίως από την ΕΕ και τις ΗΠΑ – εντός του 2022 στην Ουκρανία ξεπερνά τα 108 δισεκατομμύρια ευρώ. Ειδικά στην στρατιωτική βοήθεια, οι ΗΠΑ είναι με διαφορά ο μεγαλύτερος προμηθευτής, ενώ χώρες όπως η Γερμανία, η Φινλανδία και η Σουηδία – μαζί με τις κοινωνίες τους – σπάνε το ένα μετά το άλλο ταμπού δεκαετιών προκειμένου να ανταποκριθούν στις νέες συνθήκες. Στις 27 Φεβρουαρίου του 2022 ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς ανακοινώνει από την Bundestag πρόγραμμα άμεσου εκσυγχρονισμού των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων κόστους 100 δισεκατομμυρίων ευρώ και έκτοτε σβήνει με τη σειρά τις «κόκκινες γραμμές» του Βερολίνου, με την παράδοση όλο και περισσότερων όπλων στην εμπόλεμη περιοχή. Στις 18 Μαΐου η Φινλανδία και η Σουηδία υποβάλλουν αίτημα ένταξης στο ΝΑΤΟ. «Κανείς στον κόσμο δεν έχει κάνει για την ενδυνάμωση της Συμμαχίας τόσα όσα έχει κάνει ο Πούτιν», δήλωσε δηκτικά ο ‘Αντονι Μπλίνκεν.
Πράγματι, το 2014 ο ρώσος πρόεδρος «άρπαξε» την Κριμαία μέσα σε λίγες ημέρες. Η αντίδραση της Δύσης περιορίστηκε σε ανίσχυρες κυρώσεις και «αποβολή» της Ρωσίας από την G8, η οποία ξανάγινε G7. Οι σχέσεις του Κρεμλίνου με τη Δύση αποκαταστάθηκαν τόσο όσο εξυπηρετούσε και τις δύο πλευρές. Η Ευρώπη – και κυρίως η Γερμανία – συνέχισε να αγοράζει φθηνή ενέργεια από την Gazprom και τη Rosneft και οι πολιτικές ηγεσίες παρίσταναν πότε πότε τις ενοχλημένες για τον ρωσικό «ιμπεριαλισμό». «Αλλαγή μέσω εμπορίου» (Wandel durch Handel) το είχε βαφτίσει η ‘Αγγελα Μέρκελ. Με άλλα λόγια, αν κάνουμε επικερδείς μπίζνες, ποιος έχει όρεξη για πόλεμο;
Όλα αυτά αποδείχθηκαν για το Κρεμλίνο «δυτικές ελαφρότητες». Είτε επειδή υποτίμησε την ενότητα και την αντίδραση της Δύσης είτε επειδή υπερεκτίμησε τη στρατηγική επιδεξιότητα και τη στρατιωτική ισχύ του είτε ακόμη επειδή απλώς … «τρελάθηκε» από την απόλυτη εξουσία, ο Βλάντιμιρ Πούτιν προχώρησε στο σχέδιό του για αναστήλωση – τίνος, άραγε; Της ΕΣΣΔ; Της αυτοκρατορικής Ρωσίας; Ως δικαιολογία, επικαλέστηκε την ανάγκη «αποναζιστικοποίησης» της Ουκρανίας και τερματισμού της «γενοκτονίας» των Ρωσόφωνων των ανατολικών περιοχών, αλλά μάλλον δεν έπεισε κανέναν.
Στην αρχή οι πανικόβλητοι Ευρωπαίοι ασχολήθηκαν μάλλον περισσότερο με το κρύο του χειμώνα ’22-’23 παρά με τις στρατιωτικές ανάγκες της Ουκρανίας. Η διαχείριση της απεξάρτησης από τη ρωσική ενέργεια υπήρξε εντυπωσιακή – αν και δαπανηρή. Κόστισε δε πολύ περισσότερο σε «πράσινες» πολιτικές που θάφτηκαν (προσωρινά;) κάτω από τα βουνά του λιγνίτη που επανήλθε, ελλείψει φυσικού αερίου. Η πρώτη απάντηση της Γερμανίας στην έκκληση της Ουκρανίας για αποστολή στρατιωτικού υλικού θα μείνει μάλλον στην ιστορία – για όλους τους λάθος λόγους. Όταν η τότε υπουργός ‘Αμυνας της Γερμανίας Κριστίνε Λάμπρεχτ ανακοίνωνε περήφανη ότι θα στείλει 5000 κράνη στον ουκρανικό στρατό, πρέπει να γελούσαν και τα χρυσαφένια μάρμαρα του Κρεμλίνου. Ο Βλάντιμιρ Πούτιν δεν είχε προφανώς άδικο να υποτιμά τη Δύση: Κάθε χώρα διατηρούσε τα συμφέροντά της, η ΕΕ σερνόταν πίσω από τις εξελίξεις και ίδρωνε για να καταλήξει σε συναινέσεις και οι ΗΠΑ είναι πολύ μακριά για να νοιάζονται. Δώδεκα μήνες μετά, το στρατηγικό λάθος του είναι πλέον εμφανές, όποια και αν είναι τελικά η έκβαση στο πεδίο της μάχης. Η «ειδική στρατιωτική επιχείρηση» στην Ουκρανία δεν αποδείχθηκε ούτε ζήτημα ημερών ούτε αναίμακτη για τον στρατό του. Πρόσφατα ο αρχηγός των νορβηγικών ενόπλων δυνάμεων, στρατηγός ‘Αιρικ Κριστόφερσεν υπολόγισε τις απώλειες του ρωσικού στρατού στις 180.000-200.000 και της ουκρανικής πλευράς στις 100.000. Για να έχει κανείς ένα μέτρο σύγκρισης, αρκεί να σκεφτεί ότι στα 20 χρόνια του πολέμου στο Αφγανιστάν, οι ΗΠΑ έχασαν 25.000 στρατιώτες.
Πέρα από τις απώλειες σε έμψυχο και πολεμικό υλικό, η Ρωσία μετράει ήδη τη ζημιά σε οικονομικό, κοινωνικό, εμπορικό και πολιτικό επίπεδο. Οι κυρώσεις της Δύσης, πιο αυστηρές από κάθε άλλη φορά, μπορεί να μην έχουν παραλύσει τη ρωσική οικονομία, αλλά σίγουρα της έχουν καταφέρει ένα ισχυρό πλήγμα. Ενδεικτικά, το 2022 επισκέφθηκαν τη Ρωσία 200.000 τουρίστες, μόλις το 1/25 των τουριστών του 2019, πάνω από 1000 δυτικές επιχειρήσεις έχουν εγκαταλείψει τη χώρα, εκατοντάδες επιστήμονες έχουν αναζητήσει – όπως παλιά – καταφύγιο στη Δύση και το Κρεμλίνο καταφεύγει τώρα σε …vintage πολιτικές, απαγορεύοντας τις ταινίες του Χόλιγουντ. Η παιδεία αποκόπηκε τελείως από τη Δύση, ακυρώθηκαν προγράμματα ανταλλαγής και η Ρωσία αποσύρθηκε από τη Διαδικασία της Μπολόνια, επαναφέροντας το μετασοβιετικό σύστημα. Ιδιαίτερο πλήγμα δέχθηκε και η εικόνα του στρατού, ο οποίος από υπερασπιστής έγινε εισβολέας, αλλά και η φήμη των ρώσων χάκερ που δεν κατάφεραν το «μαζικό» χτύπημα που θα παρέλυε την Ουκρανία και την Ευρώπη. Οι επόμενες γενιές Ρώσων θα πρέπει να ζήσουν με αυτό, όπως θα πρέπει να ζήσουν και με την ευθύνη της μη-αντίδρασής τους…
Η επέτειος
Ενόψει της πρώτης επετείου από τη ρωσική εισβολή, ο ΟΗΕ ετοιμάζει ψήφισμα στο οποίο θα αναδεικνύεται «η ανάγκη για συνολική, δίκαιη και βιώσιμη ειρήνη, το συντομότερο δυνατό, στη βάση της Χάρτας των Ηνωμένων Εθνών», ενώ θα καλείται η Ρωσία να αποσύρει τα στρατεύματά της. Στόχος της Ουκρανίας και των υποστηρικτών της είναι η περαιτέρω διπλωματική απομόνωση της Μόσχας. Πριν από λίγες ημέρες όμως η Washington Post ανέλυε τις δυσκολίες που θα αντιμετωπίσει μελλοντικά η αμερικανική κυβέρνηση στην προσπάθειά της να εξασφαλίσει νέα οικονομική βοήθεια για την Ουκρανία. Σύμφωνα με την εφημερίδα, ανώτεροι κυβερνητικοί αξιωματούχοι που επισκέφθηκαν πρόσφατα το Κίεβο, εξήγησαν στην ουκρανική ηγεσία την κρισιμότητα των επόμενων μηνών, ενώ ο πρόεδρος Μπάιντεν θα καταβάλει αύριο από την Πολωνία κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να μην τεθεί υπό αμφισβήτηση η συνοχή της Δύσης. Το νέο μότο, «για όσο χρειαστεί», θα έχει την τιμητική του.
Πολιτικοί, αναλυτές, ΜΜΕ θα βρουν αυτές τις μέρες συγκινητικά λόγια και εικόνες για την πραγματικότητα που ζουν οι Ουκρανοί τον τελευταίο χρόνο. Οι περισσότεροι πιθανόν μάλιστα να τα εννοούν. Η περίφημη «αλλαγή εποχής» (Zeitenwende) δεν μπορεί πια να αγνοηθεί. ‘Αλλωστε δεν αφορά μόνο την Ουκρανία και την Ευρώπη, αλλά και όλον τον κόσμο. Τόσο ευάλωτη ήταν τελικά η τάξη και η ασφάλειά μας, εμάς των προνομιούχων; Τόσο επιπόλαια αντιμετωπίζαμε τις τελευταίες δεκαετίες την ειρήνη και την ευημερία μας; Τόσο «μικρές» ήταν οι ηγεσίες που δεν αντιλαμβάνονταν τους κινδύνους; Και τόσο αφελείς ήμασταν τελικά όλοι εμείς που πιστεύαμε ότι «δεν θα συμβεί σε εμάς»; Όσο ο πόλεμος κοντεύει να γίνει «καθημερινότητα» – για όσους φυσικά δεν τον ζουν – , τόσο διατρέχουμε τον κίνδυνο να μη δώσουμε ούτε αυτή τη φορά ειλικρινείς και γενναίες απαντήσεις. Αν όμως ούτε τώρα πάρουμε το θέμα «προσωπικά», το αύριο του κόσμου «μας» είναι αβέβαιο. Γιατί τελικά, «η Ουκρανία είμαστε (και) εμείς».