«Σήμερα ακούσαμε έναν εξαιρετικά πρωτότυπο ορισμό του τι είναι άνδρας, ανδρισμός. Ότι άνδρας και ανδρισμός είναι να σκοτώσεις στο ξύλο μια γυναίκα και να ζητήσεις συγνώμη μετά, αφού μπορεί να πας φυλακή, δηλαδή».
Αυτό τόνισε μεταξύ άλλων ο υπουργός Δικαιοσύνης Γιώργος Φλωρίδης και συμπλήρωσε: «Εγώ νόμιζα ότι άνδρας είναι αυτός που σέβεται τη γυναίκα, τις γυναίκες, τους συνανθρώπους του. Ότι ο αληθινός άνδρας είναι αυτός. Σήμερα ακούσαμε αυτόν τον κενοφανή ορισμό, που δείχνει βέβαια και άλλα πράγματα. Μένω σε αυτό το σχόλιο. Γιατί κάποιοι νομίζουν ότι δεν υπάρχουν απαντήσεις. Υπάρχουν απαντήσεις και υπάρχουν απαντήσεις οι οποίες είναι αυτές που ταιριάζουν σε μια κοινωνία η οποία θέλει να ζει ειρηνικά, αρμονικά και να προχωράει – και όχι απέναντι σε συμπεριφορές οι οποίες καθιστούν το νταή πρότυπο».
«Δεν μπορούμε να λέμε λόγια συμπάθειας σε μια κοινωνία που ζητά βοήθεια», επισήμανε ο υπουργός Δικαιοσύνης Γιώργος Φλωρίδης μιλώντας στο αναλυτικό δελτίο ειδήσεων του ΕΡΤNews και τον Γιώργο Κουβαρά, αναφερόμενος στην ενδοοικογενειακή βία, με αφορμή την υπόθεση Λύτρα.
Ανέφερε δε ότι τις επόμενες μέρες θα ανακοινωθεί πλέγμα διατάξεων που θα ενισχύσει το υφιστάμενο πλαίσιο για την ενδοοικογενειακή βία. Παράλληλα πρόσθεσε: «Όταν πέρυσι το καλοκαίρι ξεκίνησε αυτή η κυβέρνηση, η αγωνία που είχαμε στο τομέα το δικό μας ήταν πως μπορούμε να απαντήσουμε σε ένα γενικευμένο αίσθημα ατιμωρησίας που υπάρχει στη χώρα και μια αίσθηση ανομίας, δηλαδή μια αίσθηση ότι ό,τι και να κάνω, όποιο νόμο και να παράγω, οι συνέπειες είναι από ανύπαρκτες έως ελάχιστες.
Γιατί όταν μια κοινωνία ζητά προστασία από μια κυβέρνηση, η κυβέρνηση δεν μπορεί να της λέει λόγια συμπάθειας. Ναι, η κυβέρνηση δρα έτσι. Μιλώντας εισηγούμενος στον πρωθυπουργό την καινούργια αντίληψη για τους ποινικούς κώδικες, είπαμε ότι πρέπει, μετά από πολλές δεκαετίες που κοιτάξαμε τα δικαιώματα των εγκληματιών, να δούμε λίγο και τα δικαιώματα των θυμάτων. Ας δούμε λίγο την ανάγκη της κοινωνίας να προστατευτεί αποτελεσματικά.
Και αυτό πως θα γίνει: Όχι απλά και μόνο με αυστηροποίηση κάποιων ποινών, αλλά δημιουργώντας τη βεβαιότητα σε αυτούς που θέλουν να παρανομήσουν ότι θα υπάρχουν σοβαρές συνέπειες για την παρανομία τους.
Έχουμε πει κι άλλη φορά ότι δεν είναι επιτυχημένο εκείνο το ποινικό δίκαιο, το οποίο το ποινικό σύστημα, το οποίο σε στέλνει η φυλακή, αλλά εκείνο που σου δημιουργεί τη βεβαιότητα ότι αν παρανομήσεις θα πας φυλακή».
Ο κ. Φλωρίδης συνέχισε λέγοντας:
«Μεταξύ των άλλων, πέρα από την προστασία που παρέχουμε στα θύματα, είναι να διευκολύνουμε έτσι ώστε αυτά τα γεγονότα να φανερώνονται και όταν ένα γεγονός φανερώνεται, ότι πρέπει να οδηγηθεί στη δικαιοσύνη.
Λοιπόν, ποιο ήταν το καινούργιο στην υπόθεση αυτή: Το καινούργιο ήταν ότι ο γιατρός, ο καθηγητής, ο δάσκαλος, η νοσηλεύτρια, ο νοσηλευτής, ο ψυχολόγος, ο ψυχίατρος που βρίσκεται μπροστά σε ένα τέτοιο περιστατικό, πρώτον οφείλει να το καταγγείλει αρμοδίως και δεύτερον ότι του δώσαμε πλήρη ασφάλεια για να το κάνει. Δηλαδή αυτή την ώρα τον έχουμε προστατεύσει. Τους προστατεύουμε από κάθε ποινική δίωξη, από κάθε αστική αποζημίωση, απαίτηση από πειθαρχικές διώξεις, από τα πάντα.
Ο αγώνας για την αντιμετώπιση αυτού του πολύ δύσκολου φαινομένου, το οποίο εξελίσσεται τώρα με τον τρόπο που εξελίσσεται, είναι διαρκής. Γι’ αυτό είπα ότι ίσως και να προλάβω κι αυτή την βδομάδα. Ίσως δηλαδή στις αρχές της άλλης θα έρθει ένα συμπληρωματικό ενισχυτικό νομοθετικό πλαίσιο στο υφιστάμενο για να μπορέσει να βάλει πολύ πιο συγκεκριμένους κανόνες σ’ αυτές τις δικαστικές ενέργειες. Με αυτά τα οποία θα φέρουμε τις επόμενες ημέρες θα παρέμβουμε με ένα τέτοιο τρόπο στη δικονομία, δηλαδή στον τρόπο που οργανώνεται μια ποινική διαδικασία, έτσι ώστε και η προστασία να είναι αποτελεσματικότερη, και ο δικαστής να κινείται με πολύ συγκεκριμένο τρόπο».
Για την κριτική που ασκήθηκε από την Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων και από τον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών, που ουσιαστικά αφορά στο ότι η ανεξαρτησία του δικαστή δεν μπορεί να υπόκειται στις διακυμάνσεις, στις επιταγές της κοινής γνώμης, μεταξύ άλλων υπογράμμισε: «Η παραγγελία της εισαγγελέως λέει ότι εδώ είχαμε μια βάναυση κακοποίηση, μια ομολογημένη κακουργηματική πράξη. Οι δικαστές ελέγχονται αποκλειστικά και μόνο από τις ηγεσίες των ανωτάτων δικαστηρίων, δηλαδή από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο. Δεν μπορεί να τους ελέγξει άλλος».