Κεντρικός ομιλητης στο καθιερωμένο πρωτοχρονιάτικο δείπνο που διοργανώνει το Ελληνογερμανικό Επιμελητήριο στην Αθήνα ήταν ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γ. Στουρνάρας, ο οποίος στην ομιλία του αναφέρθηκε στις «προκλήσεις για την ελληνική και την ευρωπαϊκή οικονομία».
Για την ελληνική οικονομία είπε: «Θα ήθελα να διατυπώσω μία αισιόδοξη σκέψη. Η ελληνική οικονομία βρίσκεται πλέον σε θετική, αν και δύσκολη, πορεία. Παρόλο που αντιμετωπίζει αρκετές και σημαντικές προκλήσεις, φαίνεται ότι έχει την δυναμική να υπερβεί τα εμπόδια. Ανάλογη είναι και η εκτίμηση για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Και εδώ, ο δρόμος θα είναι μακρύς, αλλά όχι αδιάβατος. Εναπόκειται σε μας, στους πολίτες της ενωμένης Ευρώπης, να αγωνιστούμε για την επίτευξη των στόχων μας και να δράσουμε εκ των προτέρων, όχι εκ των υστέρων, ως Προμηθείς και όχι ως Επιμηθείς».
Για την Ευρωζώνη σημείωσε: «Ο μεγαλύτερος κίνδυνος που αντιμετωπίζουμε συλλογικά στην Ευρωζώνη είναι να κάνουμε πολύ λίγες μεταρρυθμίσεις και με καθυστέρηση. Πρέπει να δράσουμε εγκαίρως και εκ των προτέρων (δηλαδή, πριν ξεσπάσει μια νέα μεγάλη κρίση), με αποφασιστικές, ισορροπημένες και καλοσχεδιασμένες μεταρρυθμίσεις στο επίπεδο της ευρωζώνης, σε πνεύμα συνεργασίας και αμοιβαίων παραχωρήσεων, στο πλαίσιο όσων ειπώθηκαν προηγουμένως.
Οι αλλαγές αυτές θα κάνουν τις οικονομίες μας πιο ανθεκτικές, θα προσδώσουν μεγαλύτερη αποδοχή στο ευρώ ως παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα και θα θέσουν τα θεμέλια για βιώσιμη και διαρκή ευημερία όλων των πολιτών της ευρωζώνης. Η υιοθέτηση του ευρώ αποτελεί μια ομοσπονδιακή μορφή διακυβέρνησης στην Ευρώπη. Και ακόμη περισσότερο, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Ευρωσύστημα αποτελούν την πιο προχωρημένη μορφή ενιαίας διακυβέρνησης μέσα στην ευρωζώνη, που μπορεί να αποτελέσει οδηγό για την αντιμετώπιση και των υπόλοιπων μεγάλων προκλήσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο δρόμος για την πλήρη ενοποίηση της Ευρώπης είναι ακόμα μακρύς και δύσκολος. Οτιδήποτε όμως λιγότερο από αυτό θα οδηγήσει στη σταδιακή περιθωριοποίηση της Ευρώπης και στην απώλεια ευημερίας για τους πολίτες της. Έτσι, πρέπει να επικεντρωθούμε στο στόχο μας: την ενωμένη Ευρώπη της ελευθερίας, της ασφάλειας, της ευημερίας και της δημοκρατίας».
Η ομιλία του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα στο Ελληνογερμανικό Επιμελητήριο με θέμα: «Προκλήσεις για την ελληνική και την ευρωπαϊκή οικονομία»
Θα ήθελα, κατ’ αρχήν, να ευχαριστήσω το Ελληνογερμανικό Επιμελητήριο για την πρόσκληση που μου απηύθυνε, προκειμένου να αναφερθώ στις επερχόμενες προκλήσεις για την ελληνική αλλά και την ευρωπαϊκή οικονομία.
Η μελλοντική πορεία της Ελλάδας, αλλά και της Γερμανίας, είναι συνυφασμένη με την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και με την πρόοδο που συντελείται στον τομέα αυτόν. Η πορεία προς την ενωμένη Ευρώπη αποτελεί ένα πολιτικό όραμα, καθώς, κατά τον Jean Monnet, «δημιουργώντας την Ευρώπη, οι Ευρωπαίοι δημιουργούν ένα αληθινό θεμέλιο για την ειρήνη». Ένας σημαντικός καταλύτης, η κινητήρια δύναμη σ΄ αυτή την πορεία, είναι η Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) με το κοινό μας νόμισμα, το ευρώ, να αποτελεί το βασικό στοιχείο της ευρωπαϊκής μας ταυτότητας. Όμως, όπως θα δούμε, πρέπει να γίνουν αρκετά ακόμα για την ολοκλήρωση της ΟΝΕ. Άλλωστε, όπως είπε και ο Goethe σε ελεύθερη απόδοση, οι δυσκολίες φαίνεται να μεγαλώνουν όσο προσεγγίζουμε το στόχο[1].
Β. Η ελληνική οικονομία
Η ελληνική οικονομία, κατά κοινή ομολογία, έχει σημειώσει αξιοσημείωτη πρόοδο μετά τη μεγάλη κρίση χρέους της προηγούμενης δεκαετίας. Ιδιαιτέρως, μάλιστα, αν ανακαλέσουμε στην μνήμη μας ότι τόσο το 2012 όσο και το 2015 το σενάριο ότι η Ελλάδα δεν θα καταφέρει να παραμείνει στην ευρωζώνη ήταν πολύ δημοφιλές στις αγορές. Σήμερα οι επιδόσεις της ξεπερνούν αυτές του μέσου όρου της ζώνης του ευρώ. Επιτυγχάνει, δηλαδή, ισχυρή μεγέθυνση της οικονομίας της, πραγματική σύγκλιση του επιπέδου ευημερίας της, εφαρμόζει διαρκώς μεταρρυθμίσεις σε πολλούς τομείς, πρωταγωνιστεί στη διαμόρφωση αποφάσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, έχει εμπεδώσει την αξία της δημοσιονομικής υπευθυνότητας και αποπληρώνει το δημόσιο χρέος της, η δυναμική του οποίου θεωρείται βιώσιμη και ανθεκτική σε αρνητικές διαταραχές. Με αυτό τον τρόπο, η χώρα έχει ανακτήσει μεγάλο μέρος της αξιοπιστίας της, πολλές φορές, μάλιστα, προβάλλοντας ως παράδειγμα αποτελεσματικότητας, όπως έχει δείξει η εμπειρία της απορρόφησης των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Βεβαίως υπάρχουν ακόμη χρονίζοντα διαρθρωτικά προβλήματα τα οποία ευθύνονται για τη σχετικά χαμηλή κατάταξη της χώρας στους διεθνείς δείκτες διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας παρά την πρόοδο των τελευταίων ετών, όπως για παράδειγμα, οι καθυστερήσεις στην απονομή της Δικαιοσύνης, η ανθεκτικότητα της γραφειοκρατίας σε ορισμένους ακόμα τομείς της Δημόσιας Διοίκησης, οι καθυστερήσεις στη δημιουργία εθνικού κτηματολογίου, η σχετικά μικρή συμμετοχή των γυναικών στο εργατικό δυναμικό, η έλλειψη εργατικών χεριών σε σημαντικούς κλάδους της οικονομίας (παράλληλα με υψηλό ποσοστό ανεργίας), η ανθεκτικότητα της φοροδιαφυγής, ορισμένα κενά στο λεγόμενο “τρίγωνο της γνώσης” (δημόσια εκπαίδευση- έρευνα- καινοτομία), που όμως συνυπάρχει με ένα πολύ υψηλού επιπέδου ακαδημαϊκό και ερευνητικό δυναμικό, και οι οιονεί ολιγοπωλιακές συνθήκες σε συγκεκριμένες αγορές αγαθών και υπηρεσιών. Σε γενικές γραμμές όμως, η αντιμετώπιση των περισσότερων από αυτές τις προκλήσεις έχει ήδη δρομολογηθεί, ενώ οι πλείστες όσες μεταρρυθμίσεις των προηγούμενων ετών έχουν διορθώσει σε σημαντικό βαθμό τις ατέλειες της ελληνικής οικονομίας, και ιδιαίτερα τα δημοσιονομικά προβλήματα, τα προβλήματα ανταγωνιστικότητας σε όρους σχετικού κόστους εργασίας και σε όρους σχετικών τιμών, τα προβλήματα του ασφαλιστικού συστήματος και τα προβλήματα του ισολογισμού των ελληνικών τραπεζών.
Στο σημερινό δυσμενές οικονομικό περιβάλλον, όπως έχει διαμορφωθεί με την ενεργειακή κρίση και την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, η ελληνική οικονομία εκτιμάται ότι συνέχισε να αναπτύσσεται με υψηλό ρυθμό το 2022, κοντά στο 6%, σε συνέχεια του επίσης πολύ υψηλού ρυθμού το 2021 (8,4%), τροφοδοτούμενη από την ιδιωτική κατανάλωση, τις επενδύσεις και τη μεγάλη άνοδο του τουρισμού και των εσόδων από τη ναυτιλία. Σε αυτό συνέβαλαν βεβαίως και τα μέτρα στήριξης για την ανάσχεση των επιπτώσεων της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης στα νοικοκυριά και στις επιχειρήσεις. Ωστόσο, η αύξηση των τιμών της ενέργειας, η αύξηση των τιμών των ειδών διατροφής, καθώς και η προσαρμογή της νομισματικής πολιτικής σε πιο περιοριστική κατεύθυνση, αναμένεται να οδηγήσουν σε πιο αργό ρυθμό μεγέθυνσης το 2023, κοντά στο 1,5%. Όμως, η αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων του μακροπρόθεσμου προϋπολογισμού της ΕΕ 2021-2027 και του ευρωπαϊκού μέσου ανάκαμψης NextGenerationEU δύναται να μετριάσει τις αρνητικές επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης και της σύσφιγξης της νομισματικής πολιτικής στην οικονομία, οδηγώντας μεσοπρόθεσμα σε ρυθμούς ανάπτυξης κοντά στο 3% το 2024 και το 2025.
Ειδικότερα, οι επενδύσεις αναμένεται να αυξηθούν με πολύ υψηλούς ρυθμούς καθ’ όλη την περίοδο 2023-2025, 10% κατά μέσο όρο, υποστηριζόμενες από τη διατήρηση επαρκούς ρευστότητας στον τραπεζικό τομέα και από την αξιοποίηση των διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων. Τα επόμενα χρόνια η Ελλάδα θα λάβει στήριξη ύψους 40 δισεκ. ευρώ περίπου από το μακροπρόθεσμο προϋπολογισμό της ΕΕ 2021-2027 και 30 δισεκ. ευρώ από το Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας έως το 2026. Αυτοί οι πόροι εκτιμάται ότι θα προσελκύσουν επιπρόσθετα ιδιωτικά κεφάλαια. Ταυτόχρονα, αναμένεται η προσέλκυση αυξημένων ξένων άμεσων και έμμεσων επενδύσεων.
Οι εξαγωγές αγαθών επέδειξαν ανθεκτικότητα κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Μετά από αύξηση κατά 13,8% το 2021, εκτιμάται ότι το 2022 και το 2023 συνέχισαν και συνεχίζουν να αυξάνονται, αν και με αρκετά ηπιότερο ρυθμό, εξαιτίας της αναμενόμενης κάμψης της οικονομικής δραστηριότητας και της επιδείνωσης των προοπτικών στην ευρωζώνη και στην παγκόσμια οικονομία. Οι εξαγωγές υπηρεσιών εκτιμάται ότι ανέκαμψαν σε σημαντικό βαθμό το 2022 και θα κινηθούν ανοδικά και τα επόμενα έτη. Παράλληλα όμως, άνοδο αναμένεται να σημειώσουν και οι εισαγωγές καθ’ όλη την περίοδο 2023-2025, ως αποτέλεσμα της τόνωσης της εγχώριας ζήτησης, ιδίως των επενδύσεων.
Η σταδιακή αποκλιμάκωση της ανεργίας και η αύξηση του αριθμού των απασχολουμένων αναμένεται να συνεχιστούν την περίοδο 2023-2025, ως αποτέλεσμα της οικονομικής μεγέθυνσης, η οποία θα υποστηριχθεί από την υλοποίηση του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Ο πληθωρισμός, βάσει του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, διαμορφώθηκε, όπως και στην υπόλοιπη ευρωζώνη, σε ιδιαίτερα υψηλό επίπεδο το 2022, συγκεκριμένα στο 9,3%, κυρίως λόγω της ανοδικής πορείας των τιμών των ενεργειακών αγαθών, αλλά και των ανατιμήσεων στα είδη διατροφής. Για το 2023 και το 2024 αναμένεται σταδιακή αποκλιμάκωση, σε 5,8% και 3,6% αντιστοίχως, κυρίως λόγω της αναμενόμενης κάμψης των τιμών της ενέργειας και της αρνητικής επίδρασης της βάσης σύγκρισης. Ο υποκείμενος πληθωρισμός, δηλαδή ο πληθωρισμός που δεν περιλαμβάνει τις μεταβολές στις τιμές των ειδών διατροφής και της ενέργειας, διαμορφώθηκε στο 4,6% το 2022 και εκτιμάται ότι θα παραμείνει εξίσου υψηλός και το 2023, λόγω της ενσωμάτωσης έντονων πληθωριστικών πιέσεων από τις συνιστώσες των μη ενεργειακών βιομηχανικών αγαθών και των υπηρεσιών.
Το χρέος της γενικής κυβέρνησης προβλέπεται να αποκλιμακωθεί από 169% του ΑΕΠ το 2022 σε 160% του ΑΕΠ το 2023, κυρίως λόγω της εκτιμώμενης αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ. Όσον αφορά τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, η παρατηρούμενη αύξηση των αποδόσεων των ελληνικών τίτλων λόγω της σύσφιγξης της νομισματικής πολιτικής δεν ανακόπτει την πτωτική τροχιά του. Η ευνοϊκή σύνθεση του δημόσιου χρέους, που αποτελείται κατά περίπου 76% από μεσομακροπρόθεσμες υποχρεώσεις προς τον επίσημο τομέα, η εξαιρετικά ευνοϊκή διάρθρωση των αποπληρωμών, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί στο πλαίσιο των συμφωνιών με τους εταίρους της Ελλάδας και οι πράξεις αντιστάθμισης επιτοκιακού κινδύνου, καθιστούν το χρέος ουσιαστικά ανεπηρέαστο από τις αυξήσεις του κόστους χρηματοδότησης μεσοπρόθεσμα. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τις επικαιροποιημένες εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, παρά την παρατηρούμενη αύξηση των αποδόσεων των ελληνικών τίτλων, οι κίνδυνοι για τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους παραμένουν περιορισμένοι μεσοπρόθεσμα, υπό τις εξής βέβαια προϋποθέσεις: Πρώτον, τα δημοσιονομικά μέτρα που έχουν ληφθεί στο πλαίσιο της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης παραμένουν στοχευμένα και έχουν προσωρινό χαρακτήρα. Δεύτερον, η δημοσιονομική πολιτική επιστρέφει σε μόνιμα και διατηρήσιμα πρωτογενή πλεονάσματα από το 2023 και μετά, πλησιάζοντας το 2% του ΑΕΠ, ώστε να καλύπτονται πλήρως οι τόκοι του δημόσιου χρέους. Τρίτον, αξιοποιούνται αποτελεσματικά όλοι ο διαθέσιμοι ευρωπαϊκοί πόροι, συμβάλλοντας καθοριστικά στην κάλυψη του επενδυτικού κενού και ενισχύοντας το δυνητικό ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας. Ωστόσο, μακροπρόθεσμα, η αβεβαιότητα αυξάνεται καθώς η σταδιακή αναχρηματοδότηση του συσσωρευμένου χρέους προς τον επίσημο τομέα με όρους αγοράς θα αυξήσει την έκθεση του Ελληνικού Δημοσίου στον επιτοκιακό κίνδυνο και τον κίνδυνο αγοράς, γεγονός που εξαλείφει τα περιθώρια χαλάρωσης όσον αφορά το απαιτούμενο ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων. Επομένως, η επόμενη δεκαετία αποτελεί μοναδικό παράθυρο ευκαιρίας για την ταχεία αποκλιμάκωση του ελληνικού δημόσιου χρέους αφού, παρά τις αυξημένες αποδόσεις των νέων εκδόσεων, μόνο ένα μικρό μερίδιο του χρέους αναμένεται να αναχρηματοδοτείται ετησίως με όρους αγοράς, ενώ σημαντικό μερίδιο των δανείων του επίσημου τομέα έχει αντισταθμιστεί έναντι του επιτοκιακού κινδύνου.
Στο περιβάλλον και πλαίσιο αυτό, ο απόλυτος προσανατολισμός της οικονομικής και ιδιαίτερα της δημοσιονομικής πολιτικής προς την απόκτηση επενδυτικής βαθμίδας για τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου θα πρέπει να αποτελέσει αδιαπραγμάτευτο εθνικό στόχο, καθώς η επίτευξή του θα έχει ευεργετικές επιδράσεις σε όλους τους τομείς της ελληνικής οικονομίας. Η ελληνική οικονομία βρίσκεται πια πολύ κοντά στο στόχο αυτό. Πρόσφατα, και ο οίκος αξιολόγησης “Fitch Ratings” αναβάθμισε τη χώρα, τοποθετώντας την ένα μόλις “σκαλοπάτι” πριν την επενδυτική βαθμίδα. Επρόκειτο για την τρίτη αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας κατά το τελευταίο έτος. Πλέον, τρεις από τους τέσσερις οίκους που είναι επιλέξιμοι από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχουν τοποθετήσει τη χώρα στο κατώφλι της επενδυτικής βαθμίδας. Δεδομένου μάλιστα ότι το 2023 είναι έτος εθνικών εκλογών, απαιτείται σύμπλευση και συνεννόηση των πολιτικών δυνάμεων, ώστε να υλοποιηθούν οι βασικές δεσμεύσεις της οικονομικής πολιτικής και να διαφυλαχθούν όσα έχει επιτύχει η ελληνική οικονομία την τελευταία δεκαετία.
Γ. Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση
Θα ήθελα σήμερα να αναφερθώ στο γενικότερο πλαίσιο της οικονομικής διακυβέρνησης (governance) της ευρωζώνης, και όχι τόσο στις πρόσφατες μακροοικονομικές εξελίξεις. Αυτές είναι λίγο-πολύ γνωστές, με τα τελευταία στοιχεία να δείχνουν μία ορατή αποκλιμάκωση του πληθωρισμού και μια μικρή ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας, επιτρέποντας μεγαλύτερη αισιοδοξία, τόσο σε σχέση με τις τελευταίες επίσημες προβλέψεις του Ευρωσυστήματος το Δεκέμβριο, όσο και για την πιθανότητα να μην χρειαστούν τελικά αυξήσεις των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ σε επίπεδο που πιθανόν να προκαλούσαν «σκληρή» προσγείωση της οικονομίας της ευρωζώνης προκειμένου να τιθασευτεί ο πληθωρισμός. Οι επόμενες κινήσεις της ΕΚΤ θα εξαρτηθούν κυρίως από τη δυναμική πορεία του πληθωρισμού, όπως αυτή θα αποτυπωθεί στις προβλέψεις της του Μαρτίου. Ήδη οι τελευταίες προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αντανακλούν τα βελτιωμένα στοιχεία για τον πληθωρισμό και την οικονομική ανάπτυξη στην ευρωζώνη.
Οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας συναρτώνται βεβαίως και με τις εξελίξεις στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει πραγματοποιήσει, παρά τις όποιες οπισθοδρομήσεις και αστοχίες, μεγάλη πρόοδο. Η πρόοδος αυτή πιστοποιείται κυρίως από το γεγονός ότι τα αρχικά έξι μέλη είναι σήμερα είκοσι επτά, είκοσι εκ των οποίων μοιράζονται το ίδιο νόμισμα, το ευρώ, ενώ μια σειρά από ευρωπαϊκές χώρες προσδοκούν να γίνουν και αυτές μέλη του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Το ευρώ ήταν αναμφισβήτητα η σημαντικότερη και η πλέον επιτυχημένη κίνηση προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Το Brexit ήταν – δυστυχώς – η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα!
Σήμερα, οι μεγάλες προκλήσεις, σε επίπεδο αρχών, συνίστανται στην εύρεση της χρυσής τομής μεταξύ της συλλογικής κοινής ευρωπαϊκής δράσης και της εθνικής κυριαρχίας των 27 διαφορετικών κρατών-μελών. Η επιλογή μεταξύ της παγκόσμιας κυριαρχίας των αγορών, της εθνικής κυριαρχίας και της δημοκρατίας βρίσκεται στο επίκεντρο των πολιτικών αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στα αδιέξοδα που πολλές φορές προκαλούνται από τις διαφορετικές απόψεις των κρατών – μελών σε μείζονα ζητήματα όπως η φορολογία, η άμυνα, η εξωτερική πολιτική, το μεταναστευτικό κ.λπ., υπάρχει λύση: Είναι η αντικατάσταση του κανόνα της ομοφωνίας με ειδικές πλειοψηφίες και, βεβαίως, με τη σύμπραξη των προθύμων και ικανών χωρών, στις οποίες θεωρώ αυτονόητη την ηγετική συμμετοχή της Γερμανίας και της Γαλλίας, όπως συνέβαινε, και συνεχίζει να συμβαίνει, από την αρχή της προσπάθειας για την ενοποίηση της Ευρώπης μέχρι σήμερα. Σε επίπεδο πολιτικής, στις μεγάλες προκλήσεις περιλαμβάνονται η αναζήτηση μιας κοινής εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής, η εμβάθυνση της δημοκρατίας σε υπερεθνικό ευρωπαϊκό επίπεδο, η διαμόρφωση κοινωνιών χωρίς αποκλεισμούς, η μείωση των ανισοτήτων (οι οποίες επηρεάζουν πλέον άμεσα τις πολιτικές εξελίξεις, εγχώριες και διεθνείς), η ολοκλήρωση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ), οι υψηλότερες επενδύσεις στην υψηλή τεχνολογία και η μετάβαση στην πράσινη οικονομία.
Το διακύβευμα είναι αν η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να ασκήσει αποτελεσματική πολιτική εξουσία σε έναν πολυπολικό, εξαιρετικά ασύμμετρο και ολοένα πιο ασταθή κόσμο, διατηρώντας ταυτόχρονα μια λειτουργική σχέση μεταξύ παγκόσμιων αγορών και κοινωνικών συμβολαίων. Αυτό είναι διακύβευμα υψηλό, και όχι μόνο για την Ευρώπη. Μια Ευρώπη σε παρακμή, μια Ευρώπη που περιθωριοποιείται, δεν θα είναι σε θέση να υπερασπιστεί θεμελιώδη συμφέροντα και αξίες, όπως την ελευθερία και την ασφάλεια των πολιτών της. Αλλά και ο κόσμος ολόκληρος θα είχε να ωφεληθεί πολύ από τη νηφάλια επιρροή μιας σημαντικής δύναμης που λειτουργεί με βάση την ευρεία συναίνεση και το συμβιβασμό. Τον δρόμο θα πρέπει να δείξουν τελικά οι Ευρωπαίοι πολίτες μέσω των θεσμοθετημένων οργάνων τους, με πρωτοπόρες τις πρόθυμες και ικανές χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Μία από τις μεγαλύτερες προς αντιμετώπιση προκλήσεις αποτελεί η ολοκλήρωση του οικοδομήματος της ΟΝΕ. Η ΟΝΕ είναι μια πλήρης νομισματική ένωση με ενιαίο νόμισμα και μια εκδοτική αρχή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, αλλά, παρά τα σημαντικά βήματα εξέλιξής της, παραμένει μια ατελής οικονομική ένωση, δηλαδή μια ατελής δημοσιονομική ένωση, μια ατελής τραπεζική ένωση και μια ατελής ένωση κεφαλαιαγορών. Αυτές οι ατέλειες δημιουργούν σοβαρά προβλήματα και φυγόκεντρες δυνάμεις σε περιόδους κρίσεων, ενισχύοντας τις ασυμμετρίες Βορρά-Νότου.
Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έφερε την ευρωπαϊκή και την παγκόσμια οικονομία μπροστά στη μεγαλύτερη πρόκληση από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Η παγκοσμιοποίηση οπισθοχωρεί. Το αποτέλεσμα είναι η επιβράδυνση των ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης και η αύξηση των τιμών. Άνεμοι στασιμοπληθωρισμού πνέουν παντού, ιδιαιτέρως όμως στην Ευρώπη που είναι μεγάλος καθαρός εισαγωγέας ενέργειας, και έχει υποστεί ένα μεγάλο πλήγμα από την, δυσμενή γι’ αυτήν, μεταβολή των όρων εμπορίου. Στην ουσία, είναι σαν να έχει επιβληθεί ένας φόρος στην Ευρώπη από μια άλλη χώρα.
Ο κόσμος γύρω μας έχει αλλάξει. Οι προβληματισμοί για την ασφάλεια των αλυσίδων αξίας και την ενεργειακή επάρκεια κυριαρχούν, δημιουργώντας την ανάγκη για περιφερειακές λύσεις και αντίβαρα. Αυτό είναι το γνωστό θέμα της ανοιχτής στρατηγικής αυτονομίας, το οποίο συζητείται εκτενώς αυτήν την περίοδο στην ευρωζώνη.
Μέχρι τώρα οι μεταρρυθμίσεις πραγματοποιούνται κυρίως ως επακόλουθο κρίσεων, όπως η κρίση χρέους και οι τραπεζικές κρίσεις στην Ελλάδα, την Ιρλανδία, την Πορτογαλία, την Ισπανία, την Κύπρο, καθώς και η κρίση της πανδημίας. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές καθ’ αυτές είναι μεν ευπρόσδεκτες και απαραίτητες, ερχόμενες όμως με καθυστέρηση υποσκάπτουν το ρόλο της Ευρώπης στη διεθνή σκηνή, αδυνατίζουν την κοινωνική συνοχή και υποκινούν αντιευρωπαϊκά αισθήματα. Δεν είμαι βέβαιος ότι αντέχουμε είτε οικονομικά είτε κοινωνικά είτε πολιτικά να στηριζόμαστε στους ίδιους μηχανισμούς της εκ των υστέρων αντίδρασης σε κρίσεις. Μια πολυπολική παγκόσμια τάξη υπαγορεύει ότι η Ευρώπη πρέπει να αντιδρά εκ των προτέρων και όχι εκ των υστέρων, ιδιαίτερα σε μια εποχή που η εμφάνιση κρίσεων φαίνεται ότι θα είναι συχνό φαινόμενο.
Σε ορισμένα φλέγοντα επίκαιρα ζητήματα διεθνούς ανταγωνισμού, η Ευρώπη φαίνεται να αντιδρά μάλλον διστακτικά, και δεν αντιμετωπίζει τις ανησυχίες των λιγότερο εύπορων κρατών-μελών. Ως απάντηση στην ανακοίνωση του προγράμματος δαπανών και επιδοτήσεων ‘Inflation Reduction Act’ από τη διακυβέρνηση Biden, το οποίο δημιουργεί κίνητρα στις εταιρίες να δραστηριοποιηθούν στις Ηνωμένες Πολιτείες αυξάνοντας τις ανησυχίες για αθέμιτο ανταγωνισμό, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρόσφατα πρότεινε το λεγόμενο Green Deal Industrial Plan (GDIP). Το σχέδιο αυτό βασίζεται σε τέσσερις πυλώνες: ένα προβλέψιμο και απλουστευμένο ρυθμιστικό περιβάλλον, επιτάχυνση της πρόσβασης στη χρηματοδότηση, ενίσχυση των δεξιοτήτων και ανοιχτό εμπόριο για ανθεκτικές αλυσίδες εφοδιασμού. Ένα βασικό στοιχείο του σχεδίου είναι η χαλάρωση των κανόνων περί κρατικής βοήθειας για την ενίσχυση φιλικών προς το περιβάλλον βιομηχανικών έργων. Ωστόσο, η χαλάρωση των κανόνων περί κρατικής βοήθειας που έλαβε χώρα λόγω της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης έχει ευνοήσει κυρίως τα πλέον εύπορα κράτη-μέλη, εντείνοντας τις ανησυχίες των μικρότερων κρατών-μελών για τη λειτουργία της Ενιαίας Αγοράς. Ωστόσο, για τη χρηματοδότηση του GDIP η Επιτροπή πρότεινε την αξιοποίηση υφιστάμενων πόρων, όπως, για παράδειγμα, από το RΕPowerEU και το InvestEU, ενώ η σύσταση ενός νέου κοινού Ευρωπαϊκού Ταμείου (European Sovereignty Fund) για τη συλλογική χρηματοδότηση έργων σε κρίσιμες και αναδυόμενες τεχνολογίες, το οποίο θα στήριζε και τις λιγότερο εύπορες και όχι τόσο τεχνολογικά εξελιγμένες χώρες, θα εξεταστεί μελλοντικά. Αυτό οφείλεται κυρίως στην αντίδραση ορισμένων κρατών-μελών σε μια νέα πρωτοβουλία που θα περιλαμβάνει κοινό δανεισμό σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) προτού εξαντληθούν τα διαθέσιμα κονδύλια του NextGenerationEU.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σημαντικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις έχουν πραγματοποιηθεί στο οικοδόμημα της ΟΝΕ από τότε που ξέσπασε η μεγάλη χρηματοοικονομική κρίση του 2008 μέχρι σήμερα, ή ως αποτέλεσμα της κρίσης για να ακριβολογώ. Πολλές φορές αισθάνομαι ότι η ελληνική κρίση χρέους του 2010 λειτούργησε ως μαμή της ιστορίας για όλες αυτές τις απαραίτητες αλλαγές και μεταρρυθμίσεις. Θα μου επιτρέψετε να τις θυμίσω:
Η μεταρρύθμιση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης μεταξύ 2011 και 2013.
Η δημιουργία δύο βασικών πυλώνων της Τραπεζικής Ένωσης (Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός το 2014 και Ενιαίος Μηχανισμός Εξυγίανσης το 2016).
Η δημιουργία του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας το 2010 και του διαδόχου του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας το 2012.
Η τροποποίηση της Συνθήκης του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας το 2021.
Η χρήση νέων μέτρων – συμβατικών ή μη – νομισματικής πολιτικής από την ΕΚΤ α) για την αντιμετώπιση των συνεπειών για τη σταθερότητα του ευρώ και β) για τη διασφάλιση της ομαλής μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής, κατά την κρίση χρέους, αλλά και κατά τη διάρκεια της πανδημίας και του πολέμου στην Ουκρανία.
Όμως, αυτά δεν είναι πλέον αρκετά. Εξάντλησαν τη δυναμική τους. Έχει έλθει η στιγμή για τολμηρές αποφάσεις, τόσο στον τομέα της τραπεζικής ένωσης, όσο και στον δημοσιονομικό τομέα, που πρέπει να ληφθούν τώρα, πριν την επόμενη μεγάλη, και ίσως μοιραία, δημοσιονομική ή/και χρηματοοικονομική κρίση.
Όπως ήδη ανέφερα, η ευρωζώνη είναι μια πλήρης νομισματική ένωση, αλλά είναι ακόμα μια ατελής δημοσιονομική και τραπεζική ένωση, καθώς και μια ατελής ένωση κεφαλαιαγορών. Αυτή η ατέλεια σε περιόδους κρίσης και αβεβαιότητας, όπως η σημερινή που οφείλεται στην εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και στο συνεχιζόμενο πόλεμο, δημιουργεί, μεταξύ άλλων, και εμπόδια (financial fragmentation) στην ομαλή μετάδοση της νομισματικής πολιτικής σε όλα τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης.
Έτσι, καθίσταται αναγκαίο να συμπληρώσουμε τα στοιχεία που λείπουν από την Τραπεζική Ένωση. Το Eurogroup για παράδειγμα, δεν μπόρεσε μέχρι τώρα να συμφωνήσει ούτε στη δημιουργία ενός πανευρωπαϊκού συστήματος ασφάλισης καταθέσεων, που αποτελεί τον τρίτο πυλώνα της Τραπεζικής Ένωσης, ούτε να ολοκληρώσει το πλαίσιο διαχείρισης τραπεζικών κρίσεων.
Ο λόγος για τον οποίο τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης δεν έχουν συμφωνήσει μέχρι τώρα να ολοκληρώσουν την τραπεζική ένωση, έχει κυρίως να κάνει με ένα βασικό δίλημμα: τα μέτρα μείωσης των χρηματοοικονομικών κινδύνων (risk reduction measures) πρέπει να προηγούνται ή να έπονται των μέτρων επιμερισμού των κινδύνων (risk sharing measures);
Γιατί όμως δεν θα μπορούσαν τα μέτρα αυτά να ληφθούν ταυτοχρόνως, ενδεχομένως παρέχοντας αρκετό χρονικό διάστημα πριν την εφαρμογή τους; Αυτό θα ήταν μια λύση αμοιβαίως επωφελής για όλους (win-win) και όχι ένα παίγνιο μηδενικού αθροίσματος.
Όσον αφορά τις δημοσιονομικές πρωτοβουλίες, έχει έρθει ο χρόνος να αναθεωρήσουμε το δημοσιονομικό πλαίσιο που ενσωματώνεται στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Ήδη η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει καταθέσει τις προτάσεις της και είναι, σε γενικές γραμμές, προς τη σωστή κατεύθυνση. Αρκετά κράτη-μέλη έχουν ήδη εκφράσει τις απόψεις τους. Άλλα όμως όχι. Οι στόχοι μας εδώ θα πρέπει να είναι η εξασφάλιση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους για όλα τα κράτη-μέλη, η επίτευξη αντικυκλικότητας της δημοσιονομικής πολιτικής, ένας αξιόπιστος και αυτόματος μηχανισμός κυρώσεων σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες και η δημιουργία ενός κεντρικού δημοσιονομικού εργαλείου για όλα τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης, που θα ενεργοποιείται για να αντιμετωπίζει συμμετρικούς κλυδωνισμούς (π.χ. πανδημία, επιπτώσεις πολέμων κτλ.).
Αρκετοί, συμπεριλαμβανομένου και του σημερινού Γερμανού καγκελαρίου, Olaf Scholz, έχουν περιγράψει το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας σαν τη «στιγμή Hamilton» για την Ευρώπη. Όμως, αυτό το Ταμείο έγινε για να αντιμετωπίσει μια παροδική κρίση, την πανδημία. Πρέπει να μετατραπεί σε ένα μόνιμο μηχανισμό που να συνδέει την άσκηση δημοσιονομικής πολιτικής στο κέντρο της ευρωζώνης με κατάλληλους κανόνες, προκειμένου να αποφευχθεί ο ηθικός κίνδυνος χαλάρωσης της δημοσιονομικής σταθερότητας σε εθνικό επίπεδο.
Παράλληλα όμως θα πρέπει να γίνει σαφές ότι η δημιουργία μια μόνιμης δημοσιονομικής ικανότητας θα πρέπει απαραίτητα να συνοδεύεται με σημαντικές αλλαγές σε επίπεδο οικονομικής διακυβέρνησης, με τα κράτη-μέλη να χάνουν τον έλεγχο δημοσιονομικών εργαλείων στην άσκηση εθνικής πολιτικής. Οι προτάσεις πολιτικής που αποσκοπούν απλώς στην προσθήκη ενός μόνιμου δημοσιονομικού εργαλείου σε επίπεδο ΕΕ, χωρίς τις αναγκαίες συνοδευτικές μεταρρυθμίσεις διακυβέρνησης, δεν αντιμετωπίζουν το υποκείμενο ζήτημα συνεργασίας και συντονισμού των πολιτικών (ή την έλλειψή τους) μεταξύ των κρατών-μελών της νομισματικής ένωσης. Χωρίς το απαιτούμενο επίπεδο πολιτικής εκπροσώπησης και λογοδοσίας σε επίπεδο ΕΕ, σε συνδυασμό – ιδανικά – με αυστηρότερα όρια στην άσκηση εθνικής διακριτικής δημοσιονομικής πολιτικής, μια κεντρική δημοσιονομική ικανότητα θα παρέμενε άγονη και τελικά θα αποτύχει.
Δ. Η βελτίωση της οικονομικής διακυβέρνησης της ευρωζώνης
Δύο βασικά ερωτήματα γεννώνται σχετικά με το μέλλον της οικονομικής διακυβέρνησης της ευρωζώνης:
Ποιο πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης μπορεί να καταστήσει την ευρωζώνη πιο ανθεκτική μπροστά στην οξύτατη οικονομική αβεβαιότητα που αντιμετωπίζει σήμερα, τις μεγάλες διαταραχές από την πλευρά της προσφοράς και τα αυξανόμενα δημόσια χρέη;
Πώς μπορούμε να βελτιώσουμε την ανταλλακτική σχέση μεταξύ της ανάγκης να εξασφαλίσουμε δημοσιονομική βιωσιμότητα σε όλα τα κράτη-μέλη και της ανάγκης να αντιμετωπίσουμε συμμετρικούς κλυδωνισμούς (και ιδιαίτερα τις προκλήσεις της κλιματικής κρίσης) σε μια περίοδο που η νομισματική πολιτική ομαλοποιείται και τα επιτόκια αυξάνονται;
Σε δυο κατευθύνσεις πρέπει να κινηθούν οι μεταρρυθμίσεις μας:
α) στο δημοσιονομικό τομέα
β) στον τομέα της ολοκλήρωσης της Τραπεζικής Ένωσης.
α) Δημοσιονομικός τομέας
Όσον αφορά τον δημοσιονομικό τομέα, οι στόχοι ενός νέου πλαισίου είναι οι ακόλουθοι:
Βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους σε εθνικό επίπεδο.
Αντικυκλικότητα της δημοσιονομικής πολιτικής σε εθνικό επίπεδο, ώστε να μπορούν οι εθνικές αρχές να σταθεροποιούν το ΑΕΠ σε περιόδους ύφεσης και να δημιουργούν επαρκή δημοσιονομικά αποθεματικά σε περιόδους ανάπτυξης, εξασφαλίζοντας έτσι υγιή δημοσιονομική διαχείριση κατά τη διάρκεια του οικονομικού κύκλου.
Ένα αξιόπιστος μηχανισμός κυρώσεων σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες, ο οποίος θα είναι αρκετά αυτοματοποιημένος, αφήνοντας λίγα περιθώρια πολιτικών παρεμβάσεων. Με τον τρόπο αυτό, ενισχύεται η αξιοπιστία και η αποτελεσματικότητα συμμόρφωσης στο νέο δημοσιονομικό πλαίσιο.
Δημιουργία ενός κεντρικού εργαλείου δημοσιονομικής πολιτικής, μετατρέποντας το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας σε ένα μόνιμο δημοσιονομικό εργαλείο, το οποίο θα χρηματοδοτεί επενδύσεις (δεν θα κάνει μεταβιβάσεις, παρά μόνο σε ακραίες καταστάσεις, όπως ήταν, π.χ. η πανδημία, θα δίνει μόνο δάνεια προς αποφυγή του ηθικού κινδύνου χαλάρωσης των δημοσιονομικών μέτρων σε εθνικό επίπεδο) κυρίως στους τομείς της κλιματικής αλλαγής, της ενέργειας και του ψηφιακού μετασχηματισμού.
Όπως ήδη ανέφερα, οι προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι προς τη σωστή κατεύθυνση. Αυτό είναι ενθαρρυντικό στοιχείο. Θα ήταν σοβαρή οπισθοδρόμηση να μην υπάρξει συμφωνία και να επιστρέψουμε στο προ πανδημίας Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, το οποίο, πρώτον, ενέχει στοιχεία που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν μια νέα κρίση, δεύτερον, είναι πολύ πιθανό να εμποδίσει τις απαραίτητες νέες δημόσιες επενδύσεις κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος όπως για παράδειγμα, για το μετριασμό και την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, και τρίτον, δεν θα συμβάλλει στην επίτευξη του καλύτερου δυνατού μείγματος νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής.
β) Ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης
Η ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης είναι καταλυτικής σημασίας για τη δημιουργία μιας πλήρους οικονομικής και νομισματικής ένωσης. Διαφορετικά, χρηματοοικονομικά εμπόδια (financial fragmentation) θα παραμένουν ενεργά, δυσχεραίνοντας την ομαλή μετάδοση της νομισματικής πολιτικής, και το ευρώ δεν θα μπορεί να ανταγωνιστεί με ίσους όρους τα άλλα διεθνή αποθεματικά νομίσματα. Η βασική ιδέα εδώ είναι ότι η εποπτεία όλων των τραπεζών, και όχι μόνο των συστημικών, η εξυγίανσή τους, το πλαίσιο διαχείρισης τραπεζικών κρίσεων και, κυρίως, η δημιουργία ενός συστήματος ασφάλισης καταθέσεων θα πρέπει να αποκτήσουν πανευρωπαϊκή υπόσταση, και να μην στηρίζονται σε εθνικές ιδιαιτερότητες και ρυθμίσεις. Η καθιέρωση, ιδιαιτέρως, ενός πανευρωπαϊκού συστήματος ασφάλισης καταθέσεων μπορεί να συμβάλει στη χρηματοοικονομική σταθερότητα της ευρωζώνης πολύ ευρύτερα από το ρόλο του ως απλού μηχανισμού αποζημίωσης καταθετών. Ειδικότερα, μπορεί να λειτουργήσει και ως μηχανισμός ελαχιστοποίησης των κινδύνων και παρεμπόδισης μιας τραπεζικής κρίσης:
α) πριν ένα τραπεζικό ίδρυμα κριθεί ως μη βιώσιμο
β) στην περίπτωση εξυγίανσης ενός τραπεζικού ιδρύματος
γ) εξασφαλίζοντας την ομαλή έξοδο ενός τραπεζικού ιδρύματος από την αγορά χωρίς συνέπειες για τους καταθέτες του.
Ε. Επίλογος
Ο μεγαλύτερος κίνδυνος που αντιμετωπίζουμε συλλογικά στην ευρωζώνη είναι να κάνουμε πολύ λίγες μεταρρυθμίσεις και με καθυστέρηση. Πρέπει να δράσουμε εγκαίρως και εκ των προτέρων (δηλαδή πριν ξεσπάσει μια νέα μεγάλη κρίση), με αποφασιστικές, ισορροπημένες και καλοσχεδιασμένες μεταρρυθμίσεις στο επίπεδο της ευρωζώνης, σε πνεύμα συνεργασίας και αμοιβαίων παραχωρήσεων, στο πλαίσιο όσων ειπώθηκαν προηγουμένως. Οι αλλαγές αυτές θα κάνουν τις οικονομίες μας πιο ανθεκτικές, θα προσδώσουν μεγαλύτερη αποδοχή στο ευρώ ως παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα και θα θέσουν τα θεμέλια για βιώσιμη και διαρκή ευημερία όλων των πολιτών της ευρωζώνης.
Η υιοθέτηση του ευρώ αποτελεί μια ομοσπονδιακή μορφή διακυβέρνησης στην Ευρώπη. Και ακόμη περισσότερο, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Ευρωσύστημα αποτελούν την πιο προχωρημένη μορφή ενιαίας διακυβέρνησης μέσα στην ευρωζώνη, που μπορεί να αποτελέσει οδηγό για την αντιμετώπιση και των υπόλοιπων μεγάλων προκλήσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο δρόμος για την πλήρη ενοποίηση της Ευρώπης είναι ακόμα μακρύς και δύσκολος. Οτιδήποτε όμως λιγότερο από αυτό θα οδηγήσει στη σταδιακή περιθωριοποίηση της Ευρώπης και στην απώλεια ευημερίας για τους πολίτες της. Έτσι, πρέπει να επικεντρωθούμε στο στόχο μας: την ενωμένη Ευρώπη της ελευθερίας, της ασφάλειας, της ευημερίας και της δημοκρατίας.
Κλείνοντας την ομιλία μου θα ήθελα να διατυπώσω μία αισιόδοξη σκέψη.
Όπως περιέγραψα παραπάνω, η ελληνική οικονομία βρίσκεται πλέον σε θετική, αν και δύσκολη, πορεία. Παρόλο που αντιμετωπίζει αρκετές και σημαντικές προκλήσεις, φαίνεται ότι έχει την δυναμική να υπερβεί τα εμπόδια.
Ανάλογη είναι και η εκτίμηση για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Και εδώ, ο δρόμος θα είναι μακρύς, αλλά όχι αδιάβατος.
Εναπόκειται σε μας, στους πολίτες της ενωμένης Ευρώπης, να αγωνιστούμε για την επίτευξη των στόχων μας και να δράσουμε εκ των προτέρων, όχι εκ των υστέρων, ως Προμηθείς και όχι ως Επιμηθείς.