Σε κλίμα σύγκρουσης ανάμεσα σε κυβέρνηση και αντιπολίτευση, η συζήτηση για το νομοσχέδιο για τις διαδηλώσεις. Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης κατά την ομιλία του επιτέθηκε στον ΣΥΡΙΖΑ, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Εξύφαιναν μηχανορραφίες στα υπόγεια των μαγαζιών τους, όπως οι ίδιοι έλεγαν, ας μη μας κουνούν το δάχτυλο».
Μόλις ολοκληρωθεί η συζήτηση θα ακολουθήσει ονομαστική ψηφοφορία για το νομοσχέδιο για τις πορείες.
Στην εισαγωγική του τοποθέτηση ο Κυριάκος Μητσοτάκης σχολίασε τον βανδαλισμό του μνημείου της Marfin, αναφέροντας ότι η πρακτική της τυφλής βίας και της άκρατης καταστροφής λέγεται φασισμός.
«Προχθές κάποιοι βανδάλισαν σημεία της Αθήνας. Βανδάλισαν και το μνημείο για τους συμπολίτες μας που έχασαν τη ζωή τους στην Marfin. Αφαιρώντας μάλιστα, από τη λιτή πλάκα, και τον θυρεό της ελληνικής Δημοκρατίας. Τα λόγια περιττεύουν. Όχι γιατί κάποιοι λίγοι επιμένουν να μισούν την οργανωμένη Πολιτεία, όσο γιατί ουσιαστικά μισούν τους ίδιους τους συμπολίτες τους, τη μνήμη εκείνων που χάθηκαν.
Αλλά και όσους την τιμούν και μαζί τους όλους όσοι διεκδικούν το δικαίωμα να κυκλοφορούν ελεύθερα στο δημόσιο χώρο. Με άλλα λόγια μισούν την ίδια την κοινωνία και περιφρονούν προκλητικά τους κανόνες που διέπουν την οργάνωσή της. Ας μην φοβόμαστε τις λέξεις. Αυτή η πρακτική της τυφλής βίας, της άκριτης έχθρας, της άκρατης καταστροφής λέγεται φασισμός. Και όμως τέτοια φαινόμενα εκδηλώνονται κάθε τόσο στο όνομα του δημοκρατικού δικαιώματος στη διαδήλωση» τόνισε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης μιλώντας στη βουλή για το νομοσχέδιο για τις δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις.
«Το σημερινό νομοσχέδιο έρχεται ακριβώς να θωρακίσει την ελευθερία της δημόσιας έκφρασης των πολιτών. Να την θωρακίσει τόσο από τον κίνδυνο της κρατικής αυθαιρεσίας όσο και από την απειλή του σφετερισμού του δικαιώματος αυτού από κάποιους αντίπαλους της ομαλότητας» πρόσθεσε ο πρωθυπουργός.
Επίσης ο πρωθυπουργός τόνισε ότι το δικαίωμα του συνέρχεσθαι είναι απόλυτα προστατευμένο. «Το αναγνωρίζουν και το κατοχυρώνουν τα συντάγματά μας εδώ και 1,5 αιώνα, από το 1864» είπε και πρόσθεσε «Και μάλιστα σχεδόν με την ίδια διατύπωση, σε όλες τις αναθεωρήσεις που έχουν μεσολαβήσει μέχρι τώρα».
Αναφέρθηκε στο άρθρο 11 του Συντάγματος και μίλησε για ουσιαστική αποσαφήνιση και ρεαλιστική εφαρμογή του, ώστε να οριστεί ακριβέστερα το περιεχόμενο του όρου υπαίθρια δημόσια συνάθροιση και να θεσπιστούν κανόνες για την ανεμπόδιστη διεξαγωγή τους. «Με τρόπο όμως που δεν θα εμποδίζει την μετακίνηση και την εργασία των πολιτών και τη ζωή μια ολόκληρης πόλης. Γιατί όσο ιερή είναι η πρώτη εξίσου ιερές είναι και οι δεύτερες» είπε ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Ο πρωθυπουργός επισήμανε ότι «η Δημοκρατία δεν γνωρίζει στεγανά, ούτε αναγνωρίζει προνομιακές ομάδες οι οποίες θα κατοχυρώνουν ένα συνταγματικό δικαίωμα σε βάρος των περισσότερων. Η δημοκρατία μας αναγνωρίζει ισότιμους πολίτες. Όπως και το Σύνταγμά μας δεν ιεραρχεί, τα δικαιώματα τα οποία κατοχυρώνει. Αλλά προσβλέπει στην άσκησή τους από όλους χωρίς η ισχύς του ενός να θίγει το άλλο. Το πλαίσιο των δημοσίων συναθροίσεων πρέπει επιτέλους να αλλάξει».
«Εσείς στον ΣΥΡΙΖΑ ξεχνάτε ότι ενίοτε επικαλεστήκατε το υφιστάμενο και εν ενεργεία χουντικό πλαίσιο για να απαγορεύσετε διαδηλώσεις κατά τη διάρκεια της δικής σας θητείας» σημείωσε ο πρωθυπουργός.
«Η σύγχρονη δημοκρατική Ελλάδα έχει ανάγκη από σύγχρονους δημοκρατικούς κανόνες, δικαιοσύνης και λογικής, που θα κατοχυρώνουν το δικαίωμα των πολιτών να συνέρχονται αλλά ταυτόχρονα θα εξασφαλίζουν και το ισότιμο δικαίωμα στην ελεύθερη κυκλοφορία στο δημόσιο χώρο» υπογράμμισε ο πρωθυπουργός και πρόσθεσε «γιατί όσο πολύτιμη είναι η ελευθερία κάποιου να διαμαρτύρεται το ίδιο πολύτιμη είναι η ελευθερία κάποιου άλλου να φτάσει στο νοσοκομείο, στη δουλειά του, στο σπίτι του ή να επιλέξει να βγάλει βόλτα τα παιδιά του. Δεν υπερισχύει σε μια δημοκρατία το ένα δικαίωμα έναντι των υπολοίπων».
Τα βασικά σημεία της ομιλίας Μητσοτάκη
Προχθές κάποιοι βάνδαλισαν σημεία της Αθήνας και το μνημείο για τους συμπολίτες μας που έχασαν τη ζωή τους στη Marfin. Αφαίρεσαν μάλιστα από την πλάκα και τον θυρεό της ελληνικής Δημοκρατίας.
Τα λόγια περιττεύουν όχι γιατί κάποιοι λίγοι επιμένουν να μισούν την οργανωμένη πολιτεία, αλλά γιατί μισούν τους ίδιους τους συμπολίτες τους, τη μνήμη εκείνων που χάθηκαν αλλά και όσους την τιμούν.
Μισούν την κοινωνία και περιφρονούν τους κανόνες που διέπουν την οργάνωσή της. Ας μη φοβόμαστε τις λέξεις: η πρακτική της τυφλής βίας, της άκρατης έχθρας, της άκρατης καταστροφής λέγεται φασισμός. Και όμως τέτοια φαινόμενα εκδηλώνονται δυστυχώς κάθε τόσο στο όνομα του δημοκρατικού δικαιώματος στη διαδήλωση.
Το δικαίωμα του συνέρχεσθαι είναι απόλυτα κατοχυρωμένο, το αναγνωρίζουν και το προστατεύουν τα συντάγματά μας εδώ και ενάμιση αιώνα.
Πρέπει να οριστεί, όπως επιτάσσει το ίδιο το Σύνταγμα, το περιεχόμενο του όρου δημόσια συνάθροιση, να υπάρχουν κανόνες για την ανεμπόδιστη διεξαγωγή της. Με τρόπο όμως που δεν θα εμποδίζει τη μετακίνηση και την εργασία των πολιτών και τη ζωή μιας ολόκληρης πόλης. Όσο ιερή είναι η πρώτη, εξίσου ιερές είναι και οι δεύτερες.
Το καθεστώς των διαδηλώσεων ακόμη και σήμερα διέπεται από τρία διατάγματα της δικτατορίας. Ξύλινα κείμενα, γύψινα για την ακρίβεια, τα οποία αργότερα αδρανοποιήθηκαν, ουδέποτε όμως τόλμησε κανείς να τα καταργήσει. Μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, εύλογα οι προτεραιότητες του νομοθέτη ήταν διαφορετικές. Με τον καιρό όμως αυτό το κενό μετατράπηκε σε ένα άρρηκτο ταμπού που κάποιοι έσπευσαν να καλύπτουν κατά το δοκούν.
Κάποιοι διαδήλωναν δημοκρατικά, αλλά με την τυπική ισχύ χουντικών διαταγμάτων.
Ζημιωμένοι βγαίνουν και οι ίδιοι οι διαμαρτυρόμενοι. Σπάνια γίνονται γνωστά τα αιτήματά τους, γιατί όταν κλείνει το κέντρο της πόλης κανείς δεν βλέπει τον διαμαρτυρόμενο που περπατά σε έναν κλειστό δρόμο και το τελικό αποτέλεσμα είναι, αντί για συμπαράσταση και αποδοχή, να συγκεντρώνουν οι διαδηλωτές την οργή των υπολοίπων πολιτών.
Οσο πολύτιμη είναι η ελευθερία κάποιου να διαμαρτύρεται, το ίδιο είναι η ελευθερία κάποιου άλλου να φτάσει στο νοσοκομείο, στη δουλειά του, στο σπίτι του, ή απλά να επιλέξει να βγάλει βόλτα τα παιδιά του. Δεν υπερισχύει σε μια δημοκρατία το ένα δικαίωμα έναντι των υπολοίπων.
Ο νόμος δεν αφορά τις καθιερωμένες μεγάλες συγκεντρώσεις και πορείες, όπως της Πρωτομαγιάς και του Πολυτεχνείου, θέτει όμως ένα πλαίσιο για το πώς θα προγραμματίζονται και θα γίνονται οι δεκάδες μικρές διαδηλώσεις που απασχολούν καθημερινά τις πόλεις μας.
Επηρεάζεται ή όχι ο διαδηλωτής αν περιοριστεί η διαδήλωσή του σε μία λωρίδα από τις τρεις που έχει στη διάθεσή του; Θα ήθελα να μου απαντήσετε με ένα ναι ή με ένα όχι.
Να βρούμε μια χρυσή τομή ανάμεσα στο αναφαίρετο δικαίωμα της διαδήλωσης και στην ανάγκη που έχει η πόλη να λειτουργεί. Μικρές πορείες περιδιαβαίνουν για ώρες σε κεντρικούς δρόμους διακόπτοντας την κυκλοφορία σε όλη την πόλη.
Δεν διαλύεται μία συγκέντρωση αν αυτή μπορεί να περιοριστεί, και στην εξαιρετική περίπτωση που θα χρειαστεί να διαλυθεί, θα πρέπει να συμφωνεί και να παρίσταται ο αρμόδιος εισαγγελέας. Αυτή είναι μια βελτίωση που προέκυψε κατά την κοινοβουλευτική συζήτηση μετά από προτάσεις που έκανε το Κίνημα Αλλαγής.
Η διάλυση μιας συγκέντρωσης είναι πάντα το έσχατο μέτρο και θα αποφασίζεται εάν τελούνται αξιόποινες πράξεις ή απειλείται η ζωή και η σωματική ακεραιότητα κάποιου. Και πάλι οι δυνάμεις της τάξης θα πρέπει να εξαντλούν κάθε περιθώριο για την απομάκρυνση των διαδηλωτών.
Δεν υπάρχει δικαίωμα χωρίς ανάληψη ευθύνης και ο οργανωτής της συγκέντρωσης θα είναι ο κύριος συνομιλητής του διαμεσολαβητή από την πλευρά της πολιτείας,
Προβλέπεται παντού στην Ευρώπη. Αυτός θα μέριμνα για την ομαλή διεξαγωγή της συγκέντρωσης.
Επειδή για το άρθρο των ευθυνών του οργανωτή έγινε μεγάλη συζήτηση, ενσωματώσαμε βελτιωτικές προτάσεις που κατέθεσε το Κίνημα Αλλαγής. Το οποίο πρέπει να αναγνωρίσω ότι προσήλθε σε αυτή τη συζήτηση δημιουργικά, με προτάσεις, και όχι απορρίπτοντας επί της αρχής και χρησιμοποιώντας απαράδεκτη φρασεολογία για το νομοσχέδιο.
Η Βουλή έχει τη δυνατότητα να βελτιώνει τα νομοθετήματά της χωρίς όμως να αλλάξει τον κεντρικό στόχο που είναι η νέα κοινωνική ταυτότητα των συναθροίσεων στην πόλη. Διαδηλώνω σημαίνει πρώτα απ’ όλα δηλώνω, είμαι δηλαδή εμφανώς και ειλικρινά παρών -και βέβαια υπεύθυνος για τις επιλογές μου.
Θα ήθελα να διαβάσω δύο κείμενα συνταγματολόγων που δεν ανήκουν στη δική μας παράταξη. Ξεκινώ με τον Νίκο Αλιβιζάτο, τα όσα λέει είναι απάντηση για όσα ειπώθηκαν σε αυτή την αίθουσα.
Πολιτικά ασύστατος, νομικά αυθαίρετος ο ισχυρισμός περί χούντας. Θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει αγυρτεία το ότι το νομοσχέδιο έχει σχέση με τη χούντα.
Το νομοσχέδιο αυτό εναρμονίζεται πλήρως προς τα ισχύοντα στις πιο προηγμένες χώρες.
Πάμε λοιπόν σε έναν άλλον καθηγητή, ο οποίος προέρχεται ακόμη αριστερότερα του πολιτικού φάσματος, τον κ. Μανιτάκη.
Η παρούσα κυβέρνηση το τόλμησε, καιρός ήταν, δεν πήγαινε άλλο με αυτή τη θεοποιημένη πρωτοκαθεδρία όπου κάθε ομάδα διαδήλωνε όπου ήθελε, όποτε ήθελε και όπως ήθελε, προβάλλοντας αιτήματα και θέσεις που η ίδια έκρινε ότι είναι αξίες του κοινού. Και όλα αυτά παρεμποδίζοντας ανενδοίαστα την ταυτόχρονη άσκηση των δικαιωμάτων των άλλων, όπως του δικαιώματος της ελεύθερης διακίνησης, επικοινωνίας, εργασίας, απασχόλησης και λοιπά.
Μίλησα για το γράμμα του νομοσχεδίου, θέλω να κάνω όμως και μια αναφορά στο πνεύμα του.
Αν απομονώσει κανείς κάποια στιγμιότυπα από αυτά που έγιναν, θα έμενε με την εντύπωση ότι εδώ στην Ελλάδα ζούμε τις πρώτες δεκαετίες μετά τον εμφύλιο ή τα χρόνια αμέσως μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας.
Η σημερινή Ελλάδα έχει αφήσει πίσω της εκείνες τις εποχές, δεν σκοπεύω να μπω σε μία αντιδικία με εκείνους που θεωρούν ότι τους ανήκουν ιδιοκτησιακά όχι μόνο τα δημοκρατικά δικαιώματα αλλά και οι δρόμοι και οι πλατείες της χώρας για να πραγματοποιούνται κατά βούληση πορείες και διαμαρτυρίες.
Είτε από δημοκρατική ραθυμία είτε από αντιδημοκρατικό υπολογισμό, αρνούνται να κατανοήσουν ότι η πατρίδα έχει προχωρήσει μπροστά. Είναι μια σύγχρονη ευρωπαϊκή και δημοκρατική χώρα, με μια κυβέρνηση που σέβεται τους πολίτες της και τη σέβονται και αυτή, γι’ αυτό και επιστρέφω τη θρασύτατη κριτική περί αντιδημοκρατικών ρυθμίσεων από εκείνους που συστηματικά αποδόμησαν τους θεσμούς.
Εξύφαιναν μηχανορραφίες στα υπόγεια των μαγαζιών τους, όπως οι ίδιοι έλεγαν, ας μη μας κουνούν το δάχτυλο.
Η Ελλάδα μετρά σχεδόν μισό αιώνα ομαλού κοινοβουλευτικού βίου. Διαθέτει και την πολιτική πείρα και την κοινωνική ωριμότητα ώστε να προστατεύει και να διευρύνει τις συνταγματικές ελευθερίες, να διασφαλίζει τα δικαιώματα και να αποτρέπει την κατάχρησή τους.