H αμερικανική επενδυτική τράπεζα Morgan Stanley εξηγεί ότι μετά το ράλι του 2023, οι επενδυτές αναρωτιούνται αν είναι εφικτό ένα ακόμα έτος υπεραπόδοσης για τις ελληνικές τράπεζες, δεδομένης της μειωμένης έκπτωσης στις αποτιμήσεις τους σε σχέση με τις αντίστοιχες της ΕΕ.
Η δική μας συγκριτική αξιολόγηση υποδηλώνει το αντίθετο. Εμείς αυξάνουμε εκ νέου τις εκτιμήσεις μας και αναβαθμίζουμε την Eurobank σε σύσταση Overweight. Οι νέες συστάσεις είναι για την Alpha Βank, που είναι η κορυφαία επιλογή, τα €2,08 από €2,06 πριν, για την Εθνική Τράπεζα τα €8,14 από €7,56 πριν, για την Τράπεζα Πειραιώς τα €4,58 από €4,16 πριν και για τη Eurobank τα €2,33 από €2,01 πριν», υπογραμμίζει η αναλύτρια της τράπεζας Nida Iqbal.
Τα βασικά συμπεράσματα για τις ελληνικές τράπεζες
Οι ελληνικές τράπεζες σημείωσαν άνοδο 74% περίπου κατά μέσο όρο το 2023. Με 69% αναβαθμίσεις κερδών και αποτίμηση forward P/E κατά 9% περίπου, το discount σε σχέση με τις αντίστοιχες τράπεζες της ΕΕ μειώθηκε σε 10%, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της MS.
«Η συγκριτική μας αξιολόγηση υποδηλώνει ότι οι υψηλές αποδόσεις δικαιολογούν μια περαιτέρω επαναξιολόγηση, παρά τις υψηλές ευαισθησίες στα επιτόκια. Οι στόχοι τιμών μας υποδηλώνουν ένα μέσο δείκτη P/B για το 2025 στις 0,9 φορές. Το πλεονάζον κεφάλαιο προσφέρει ανοδική επιλογή μέσω υψηλότερης επιστροφής κεφαλαίου στους μετόχους ή υψηλότερη ανάπτυξη, με την ΕΤΕ να ξεχωρίζει. Δίνουμε σύσταση overweight για όλες τις τράπεζες και μετακινούμε και την Eurobank σε σύσταση οverweight, ενσωματώνοντας την εξαγορά της Ελληνικής Τράπεζας στα μεγέθη του 2025, που δεν περιλαμβάνονται ακόμη στις εκτιμήσεις των αναλυτών. Ο επόμενος καταλύτης θα είναι η επικαιροποίηση των επιχειρηματικών σχεδίων και η ανακοίνωση της επαναφορά των μερισμάτων», εκτιμά η Iqbal.
Το ράλι το 2023 υποστηρίζεται από αναβαθμίσεις κερδών και φθηνές αποτιμήσεις
Οι ελληνικές τράπεζες υπεραπέδωσαν έναντι του ευρωπαϊκού δείκτη του τραπεζικού τομέα κατά 50% το 2023. Αυτό όμως ακολουθεί χρόνια υποαπόδοσης κατά τη διάρκεια της ελληνικής κρίσης χρέους και μια ισχυρή ανάκαμψη που υποστηρίζεται από μια μακροοικονομική ανάκαμψη, την εξυγίανση των ισολογισμών και την επέκταση των περιθωρίων κέρδους που καθοδηγείται από τις αυξήσεις των επιτοκίων.
«Οι ελληνικές τράπεζες διαπραγματεύονται με μέσο όρο δείκτη P/BV της τάξεως των 0,7 φορών, σε συμφωνία με τον μέσο όρο των τραπεζών της ΕΕ που είναι 0,7 φορές και δείκτη P/E 5,7 φορές, μια έκπτωση περίπου 10% σε σχέση με τον μέσο όρο των τραπεζών της ΕΕ που είναι 6,3 φορές. Στις πρόσφατες συζητήσεις, ωστόσο, οι επενδυτές αμφισβήτησαν το ενδεχόμενο περαιτέρω επαναξιολόγησης των ελληνικών τραπεζών.
Η κλίμακα των αναβαθμίσεων των κερδών είναι χαμηλότερη, αλλά βλέπουμε δυνατότητες για περισσότερα. Αναθεωρούμε προς τα πάνω τις εκτιμήσεις μας για τις ελληνικές τράπεζες κατά 6% και 8% κατά μέσο όρο για το 2024 και το 2025. Οι εκτιμήσεις μας βασίζονται στις προβλέψεις της μακροοικονομικής μας ομάδας για την πρώτη μείωση των επιτοκίων της ΕΚΤ τον Ιούνιο του 2024, με τα επιτόκια στο τέλος του έτους στο 3% και ένα επιτόκιο 2% στο τέλος του έτους για το 2025.
Οι συζητήσεις μας με τις τράπεζες και η ανάλυση ευαισθησίας των επιτοκίων μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι προηγούμενες εκτιμήσεις μας ήταν υπερβολικά συντηρητικές, δεδομένης της στήριξης από 1) την ταχύτερη αναπροσαρμογή των υποχρεώσεων έναντι των περιουσιακών στοιχείων καθώς ξεκινούν οι μειώσεις των επιτοκίων, 2) την στήριξη από την επανεπένδυση του χαρτοφυλακίου τίτλων σε υψηλότερες αποδόσεις, 3) τα σχέδια της διοίκησης να αυξήσει την αντιστάθμιση κινδύνου.
Προβλέπουμε τώρα μια μέση μείωση του NII κατά 4% περίπου το 2024, ακολουθούμενη από μέση μείωση 8% το 2025. Ενσωματώνουμε επίσης την ενοποίηση της Ελληνικής Τράπεζας στην Κύπρο στις εκτιμήσεις της Eurobank. Στις αναθεωρημένες μας εκτιμήσεις, κατά μέσο όρο για τις ελληνικές τράπεζες, είμαστε περίπου 2% πάνω από το consensus για το 2024 και περίπου 5,5% πάνω από τις εκτιμήσεις των αναλυτών για τα κέρδη του 2025, οδηγούμενοι από τη Eurobank» καταλήγει η Morgan Stanley.