Ως χρόνια εφιαλτικά για τον ίδιο και την οικογένειά του περιγράφει ο υπουργός Επικρατείας Σταύρος Παπασταύρου την χρονική περίοδο της «περιπέτειάς» του από την απαγγελία κατηγοριών για την υπόθεση Novartis μέχρι την απαλλαγή του.
Ο κ. Παπασταύρου αναφέρεται και στον Αλέξη Τσίπρα και την δήλωσή του περί «ατυχούς» διαχείρισης της υπόθεσης Novartis, ενώ εύχεται κανείς ποτέ να μη βιώσει το μίσος που βίωσε ο ίδιος από τους πολιτικούς του αντιπάλους.
«Η αυτοκριτική του κ. Τσίπρα ήταν ελλιπής. Στις 20 Απριλίου 2016, ως πρωθυπουργός, απαντώντας σε ερώτηση του τότε αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης στην Ολομέλεια της Βουλής, Κυριάκου Μητσοτάκη, είχε δηλώσει ότι αν δικαιωνόμουν, όπως και έγινε, θα ζητούσε συγγνώμη. Συνεχίζει ο κ. Τσίπρας να μου αρνείται τη στοιχειώδη ηθική δικαίωση, ως ελάχιστο αντιστάθμισμα της λάσπης και του διασυρμού που υπέστην επί έξι χρόνια. Έξι χρόνια εφιαλτικά, όχι μόνο για εμένα, αλλά για τα παιδιά μου, τη σύζυγό μου, τους γονείς μου, τους φίλους μου. Εύχομαι κανείς ποτέ να μη βιώσει την αδικία, τη διαπόμπευση και, πρωτίστως, το μίσος που βίωσα εγώ από τους πολιτικούς μου αντιπάλους», λέει χαρακτηριστικά ο κ. Παπασταύρου σε συνέντευξή του στην «Καθημερινή».
Αναφερόμενος στην επίθεση με ρωσικό πύραυλο στην Οδησσό, κατά την οποία βρισκόταν δίπλα στον Έλληνα πρωθυπουργό, ο κ. Παπασταύρου σημειώνει: «Ήταν μία τρομακτική στιγμή. Η διαπεραστική σειρήνα, την οποία διαδέχτηκε ο εκκωφαντικός κρότος και στη συνέχεια ο καπνός από την έκρηξη – σε όχι και τόσο μακρινή απόσταση από την αποστολή μας – προκάλεσαν μια σειρά έντονων συναισθημάτων που μας κατέκλυσαν όλους. Στην Ουκρανία ο πόλεμος δεν κάνει διακρίσεις. Είναι μια διαρκής μάχη για τη ζωή, την ελευθερία και την ανεξαρτησία. Όσοι βρεθήκαμε στην Οδησσό, την πόλη με τις διαχρονικές ελληνικές ρίζες, γίναμε σε μία στιγμή μάρτυρες της ωμής και ανεξέλεγκτης βίας που υφίσταται καθημερινά ο ουκρανικός λαός», καταλήγει, στη συνέντευξή του, ο υπουργός Επικρατείας.
Ερωτηθείς για τον πρώην πρωθυπουργό, Αντώνη Σαμαρά, σημειώνει ότι «ένα “αόρατο νήμα” συνδέει τη διακυβέρνηση της χώρας του Αντώνη Σαμαρά το 2012-2014 με την – από το 2019 – διακυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη. Ήταν εκείνη η κυβέρνηση που τότε, σε εξαιρετικά δύσκολους καιρούς, κράτησε – με τις θυσίες του ελληνικού λαού – την Ελλάδα στην Ευρωζώνη. Με αυταπάρνηση και πατριωτισμό. Ήταν εκείνη η κυβέρνηση που έθεσε τα θεμέλια, στα οποία η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη σχεδιάζει και υλοποιεί το μεταρρυθμιστικό της πρόγραμμα. Ένα πρόγραμμα που οδήγησε την Ελλάδα στην ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, στην ενίσχυση της αποτρεπτικής της ικανότητας περισσότερο από ποτέ και στην επίτευξη μακροοικονομικών δεικτών που πριν λίγα χρόνια φάνταζε ακατόρθωτη. Ο κ. Σαμαράς, λοιπόν, τον οποίο τιμώ πάντα, δικαιούται να εκφράζει τις απόψεις και τις διαφωνίες του, ως πρώην πρωθυπουργός που έχει, άλλωστε, και ειδικά προνόμια παρέμβασης από τον Κανονισμό της Βουλής».
Στο θέμα του Φρ. Μπελέρη, αφού επισημαίνει ότι «η υπόθεση Μπελέρη εκθέτει σοβαρά την Αλβανία και τους θεσμούς της», επιχειρηματολογεί εν συνεχεία: «Δημιουργούνται σοβαρές αμφιβολίες για την αξιοπιστία της διαδικασίας και για την αντικειμενικότητα της δικαστικής κρίσης. Το, δε, τεκμήριο αθωότητάς του, καταπατήθηκε με σειρά δηλώσεων που προεξοφλούσαν την καταδίκη του. Η ελληνική κυβέρνηση έχει θέσει και θα συνεχίσει να θέτει το θέμα συστηματικά σε όλα τα ευρωπαϊκά fora. Έχει, δε, διασυνδέσει την ευρωπαϊκή πορεία της Αλβανίας με το σεβασμό του Κράτους Δικαίου. Σκεφτείτε: ο μη εκλεγμένος δήμαρχος Χειμάρρας παραμένει εδώ και 10 μήνες στη θέση του εκλεγμένου, ο οποίος βρίσκεται στη φυλακή. Δεν πρόκειται για διμερές ζήτημα, αλλά για πρωτίστως ευρωπαϊκό. Ο Φρέντι Μπελέρης πρέπει να ορκιστεί δήμαρχος Χειμάρρας, να αποφυλακιστεί άμεσα και να έχει μία δίκαιη δίκη στον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας. Η Ελλάδα θα συνεχίσει να παρακολουθεί το θέμα στενά», διαμηνύει κλείνοντας τη σχετική απάντηση.
Εν όψει των ευρωεκλογών δε, και ερωτηθείς για την άνοδο του λαϊκισμού στην ήπειρό μας, ο υπουργός Επικρατείας υπογραμμίζει ότι «η Νέα Δημοκρατία πάντοτε αποτελούσε ανάχωμα στον αδιέξοδο και ανέξοδο λαϊκισμό, τον οποίο άλλωστε η πατρίδα μας έχει πληρώσει ακριβά. Αυτό είναι και το διακύβευμα των ευρωεκλογών του 2024. Αν θα προχωρήσουμε σε μία Ευρώπη ανταγωνιστική, ισχυρή, που εγκαινιάζει τη συνεργασία στην αμυντική βιομηχανία, αν θα ενισχύσουμε τις δυνάμεις της ενότητας και της προόδου, που πάνε μπροστά Ευρώπη και Ελλάδα, ή αυτές του λαϊκισμού, που θέτουν σε κίνδυνο το μέλλον μας. Η ψήφος στη ΝΔ είναι ευρωπαϊκή, πατριωτική ψήφος. Έτσι ισχυροποιούμε τη θέση της χώρας μας σε μια ενωμένη Ευρώπη».
Τέλος σε σχέση με τον κυβερνητικό σχεδιασμό για τα ‘Ατομα με Αναπηρία, ο κ. Παπασταύρου, ως έχων και τη σχετική κυβερνητική ευθύνη, δηλώνει πως «τις επόμενες εβδομάδες τίθεται σε δημόσια διαβούλευση η Εθνική Στρατηγική για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρία 2024-2030, που υιοθετείται για πρώτη φορά στην ιστορία της χώρας μας, με εξειδικευμένους στόχους και δράσεις σε κάθε υπουργείο, ενώ κινητοποιεί και την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Εθνική είναι κάθε υπόθεση που αφορά όλες τις Ελληνίδες και όλους τους Έλληνες. Η βελτίωση της ποιότητας ζωής των άνω του ενός εκατομμυρίου συμπολιτών μας με αναπηρία είναι εθνική υπόθεση. Η Εθνική Στρατηγική έχει στον πυρήνα της τη συμπερίληψη και θέτει ως στόχο τη “διπλή σύγκλιση”, δηλαδή τη βελτίωση της ποιότητας ζωής των ατόμων με αναπηρία, τόσο ως προς τον γενικό πληθυσμό της χώρας όσο και ως προς τα άτομα με αναπηρία στην Ευρωπαϊκή Ένωση».