Το φάσμα ενός διευρυμένου πολέμου στη Μέση Ανατολή έχει επαναφέρει στο τραπέζι τη συζήτηση για «σκαρφάλωμα» των τιμών του πετρελαίου στα 100 δολάρια το βαρέλι.
Oι αναλυτές όμως, αναζητούν ενδείξεις σε άλλες παραμέτρους της αγοράς, αναφορικά με το πόσο ψηλά θα μπορούσαν εντέλει να «αναρριχηθούν» οι τιμές.
Ο Οργανισμός Πετρελαιοεξαγωγικών Χωρών υπό την ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας και οι σύμμαχοι του με προεξέχουσα τη Ρωσία (ΟΠΕΚ+), έχουν μειώσει την παραγωγή τους κατά εκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου την ημέρα τα τελευταία χρόνια. Οι επενδυτές στοιχηματίζουν ότι η πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα, την οποία οι χώρες θα μπορούσαν ακόμη να αξιοποιήσουν, θα θέσει ένα πλαφόν στις τιμές του πετρελαίου και θα προστατεύσει τους καταναλωτές από ένα πληθωριστικό σοκ, όπως αναφέρει σε δημοσίευμά της στην ιστοσελίδα της η αμερικανική εφημερίδα The Wall Street Journal.
Οι τιμές του ορυκτού καυσίμου έχουν καταγράψει άνοδο περί του 23% από τα μέσα Δεκεμβρίου, πλησιάζοντας πρόσφατα τα υψηλά επίπεδα του 2023. Η άνοδος αυτή έχει ανεβάσει το κόστος των μετακινήσεων για τους καταναλωτές, των μεταφορών για τα προϊόντα και στον γεωργικό εξοπλισμό. Αποτέλεσμα όλων αυτών των συνιστωσών, η άνοδος του πληθωρισμού σε ολόκληρη την αμερικανική οικονομία που εξακολουθεί να τρέχει ταχύτερα από ό,τι θα ήθελε η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ.
Νέα αβεβαιότητα περιβάλει την αγορά
Το σε μεγάλο βαθμό αποτυχημένο χτύπημα του Ιράν στο Ισραήλ τις τελευταίες ημέρες έχει περιβάλει με νέα αβεβαιότητα στην αγορά. Οι τιμές κινήθηκαν ανοδικά την Παρασκευή κατά την προετοιμασία της επίθεσης με μη επανδρωμένα αεροσκάφη και πυραύλους της Ισλαμικής Δημοκρατίας. Χθες Δευτέρα, την ώρα που αξιωματούχοι ανά τον κόσμο προσπαθούσαν να αποκλιμακώσουν τις εντάσεις, τα προθεσμιακά συμβόλαια μηνός του μπρεντ υποχώρησαν ελάχιστα χαμηλότερα των 90 δολαρίων το βαρέλι, σε μια πρώτη αντίδραση της αγοράς
Αυτή η υποτονική αντίδραση στην επίθεση του Ιράν, θα μπορούσε να αποτελέσει ένα σημάδι ότι οι έμποροι στοιχηματίζουν πως το Ισραήλ θα αντιδράσει προσεκτικά. Οι αναλυτές λένε ότι είναι επίσης μια ένδειξη για το πώς ο ΟΠΕΚ+ θα μπορούσε να ανταποκριθεί γρήγορα σε τυχόν οικονομικές αναταράξεις.
«Η ισχύς του ΟΠΕΚ στην αγορά είναι πιο σημαντική φέτος από ό,τι πέρυσι», επισημαίνει ο Jorge León, ανώτερος αντιπρόεδρος της εταιρείας συμβούλων Rystad Energy.
Οι περικοπές του ΟΠΕΚ+
Τα μέλη του οργανισμού με επικεφαλής τη Σαουδική Αραβία ξεκίνησαν μια σειρά περικοπών της παραγωγής το 2022, οι οποίες μείωσαν το μερίδιο του ΟΠΕΚ+ στις παγκόσμιες προμήθειες σε λιγότερο από 34%, σύμφωνα με τη Rystad. Αυτό το ποσοστό, συνιστά το μικρότερο από τότε που ο ΟΠΕΚ ενώθηκε με μια ομάδα παραγωγών υπό τη ρωσική ηγεσία το 2016 για να συστήσουν τον ΟΠΕΚ+. Παρόλα αυτά, η άνευ προηγουμένου απελευθέρωση αποθεμάτων πετρελαίου από την κυβέρνηση Μπάιντεν, ακολουθούμενη από την αθρόα αύξηση της παραγωγής στις ΗΠΑ, τη Βραζιλία και σε άλλες χώρες, κάλυψε το κενό προσφοράς και κράτησε τις τιμές υπό έλεγχο.
Η επιβράδυνση της αύξησης της αμερικανικής παραγωγής φέτος ανέτρεψε την ισορροπία δυνάμεων ξανά υπέρ του ΟΠΕΚ+ και των υψηλότερων τιμών. Οι αξιωματούχοι των ΗΠΑ, προβλέπουν ότι η αμερικανική παραγωγή θα αυξηθεί κατά περίπου 300.000 βαρέλια την ημέρα φέτος, στο ρεκόρ των 13,2 εκατομμυρίων, σε σχέση με την αύξηση κατά ένα εκατομμύριο βαρέλια την ημέρα το 2023.
ADVERTISEMENT
Η συνθήκη αυτή, έχει οδηγήσει τα διυλιστήρια στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού να μειώσουν κάποια από τα υπάρχοντα αποθέματα αργού, προσβλέποντας σε αύξηση της ζήτησης για μελλοντικές παραγγελίες. Ταυτόχρονα, κερδοσκόποι στην αγορά όπως τα hedge funds, στοιχηματίζουν ότι μια ισχυρότερη από το αναμενόμενο οικονομία των ΗΠΑ θα απορροφήσει περισσότερα καύσιμα, πετροχημικά και άσφαλτο.
«Είναι πιο εύκολο για τον ΟΠΕΚ και τον ΟΠΕΚ+ να είναι “ο γορίλας των 800 κιλών” στο δωμάτιο και να είναι ισχυροί σε αυτή την αγορά», δήλωσε η Ann-Louise Hittle, αντιπρόεδρος για τις πετρελαϊκές αγορές στην εταιρεία συμβούλων Wood Mackenzie.
Το μεγάλο ερώτημα και ο απόλυτος φόβος
Το μεγάλο ερώτημα στους εμπορικούς κόμβους που εκτείνονται από το Χιούστον έως τη Νέα Υόρκη και το Λονδίνο είναι αν τα μέλη του οργανισμού θα αποφασίσουν για αύξηση της παραγωγής τους στη συνάντηση που είναι προγραμματισμένο για τον προσεχή Ιούνιο.
Μια άνοδος της τιμής του πετρελαίου προς τα 95 δολάρια το βαρέλι θα ασκήσει πίεση στον ΟΠΕΚ+ να αυξήσει την παραγωγή, δήλωσε ο Frederic Lasserre, παγκόσμιος επικεφαλής έρευνας και ανάλυσης στην εταιρεία εμπορίας εμπορευμάτων Gunvor.
Μιλώντας στο συνέδριο Financial Times Commodities Global Summit, ένα βιομηχανικό συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στην Ελβετία την περασμένη εβδομάδα, πρόσθεσε: «Θα δούμε κάποια επιστροφή της παραγωγής, τουλάχιστον από τη Σαουδική Αραβία».
Ο απόλυτος φόβος των εμπόρων είναι ότι η ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας και οι διαταραχές εξαιτίας του πολέμου θα μπορούσαν να ωθήσουν τις τιμές αρκετά ψηλά ώστε να περιορίσουν τη ζήτηση για πετρέλαιο. Η ζήτηση επιβραδύνθηκε μετά από ένα παρόμοιο σοκ το 2022, όταν η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία εκτόξευσε τον πληθωρισμό, προκαλώντας «σεισμικές δονήσεις» τις αγορές ενέργειας και εκτοξεύοντας το κόστος του αργού σε υψηλά επίπεδα της αποκαλούμενης «σχιστολιθικής εποχής».
Οι τιμές του πετρελαίου στην αντλία στις ΗΠΑ παραμένουν πολύ κάτω από τα επίπεδά τους εκείνο το έτος. Το μέσο κόστος ενός γαλονιού βενζίνης χθες Δευτέρα διαμορφώθηκε στα 3,63 δολάρια, σύμφωνα με την AAA, μια «ανάσα» χαμηλότερα από ό,τι ήταν πριν από ένα χρόνο.
Τι θα μπορούσε να αλλάξει
Εντούτοις, η κατάσταση αυτή θα μπορούσε να αλλάξει αν η σύγκρουση Ισραήλ-Ιράν εξελιχθεί σε πόλεμο που θα διαταράξει τις πετρελαϊκές υποδομές της Τεχεράνης ή θα επιβραδύνει την κυκλοφορία των δεξαμενόπλοιων στα Στενά του Ορμούζ, μια στενή ναυτιλιακή οδό προς τον Περσικό Κόλπο.
Οι τιμές του αργού παρουσίασαν μια μεταβλητότητα, από τη στιγμή που Αμερικανοί και Ισραηλινοί αξιωματούχοι άρχισαν την περασμένη εβδομάδα να προετοιμάζονται για μια πιθανή επίθεση του Ιράν. Οι αναλυτές πιστεύουν ότι οι κίνδυνοι προερχόμενοι από πολεμικές συγκρούσεις προσθέτουν από 5 έως 10 δολάρια στην τιμή ενός βαρελιού πετρελαίου σε κάθε δεδομένη ημέρα.
«Η αγορά κάθεται σε αναμμένα κάρβουνα», σύμφωνα με τη Rebecca Babin, διευθύνουσα σύμβουλος της CIBC Private Wealth.
Αρκετοί είναι οι παράγοντες της αγοράς, οι οποίοι εξακολουθούν να στοιχηματίζουν ότι ο ΟΠΕΚ+ θα μπορέσει να επιβάλει ένα πλαφόν στις τιμές του πετρελαίου το οποίο θα λειτουργήσει αποτελεσματικά. Η Σαουδική Αραβία, η οποία αποκατέστησε τις σχέσεις της με την Τεχεράνη πέρυσι, κάλεσε το Ισραήλ και το Ιράν να επιδείξουν αυτοσυγκράτηση.
Πρόσφατα, η Goldman Sachs προειδοποίησε τους πελάτες της ότι μια δυνητική διεύρυνση του πολέμου, θα μπορούσε να επηρεάσει την ικανότητα ή την προθυμία διαφόρων μελών του ΟΠΕΚ+ να αντλήσουν περισσότερο αργό, την ώρα που σε ναυτιλία και κατασκευές θα αναδύονται πιέσεις και προβλήματα.
«Μας εξέπληξε το πόσο καιρό κράτησαν αυτές τις περικοπές. Με όλα τα πράγματα που αφορούν τον ΟΠΕΚ και τη Σαουδική Αραβία, πρέπει να τα προσεγγίζεις ταπεινά», δηλώνει ο Walt Chancellor, στρατηγικός αναλυτής για την ενέργεια στην τράπεζα Macquarie.