Στις δράσεις των κεντρικών τραπεζών στον τομέα της βιώσιμης ανάπτυξης για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής αναφέρθηκε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, κατά την ομιλία του στην ετήσια Τακτική Γενική Συνέλευση της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζώ
«Οι επιπτώσεις από την κλιματική αλλαγή στην οικονομία δεν έχουν ακόμη εκτιμηθεί με ακρίβεια, αλλά αναμένεται να είναι σημαντικές, όπως και οι επιπτώσεις από τη μετάβαση σε μία οικονομία με μηδενικές εκπομπές άνθρακα και από τις αναγκαίες επενδύσεις προσαρμογής», τόνισε ο κ. Στουρνάρας.
«Σε αυτό το πλαίσιο», πρόσθεσε, «οι κυβερνήσεις – ειδικά στην Ευρώπη – λαμβάνουν ολοένα περισσότερα μέτρα για το μετριασμό της κλιματικής αλλαγής και την προσαρμογή σε αυτήν, προκειμένου να περιορίσουν τις απώλειες στο ανθρώπινο και υλικό κεφάλαιο και στους οικονομικούς πόρους»
Πώς η κλιματική αλλαγή επηρεάζει το έργο των κεντρικών τραπεζών;
Ο διοικητής της ΤτΕ σημείωσε ότι η κλιματική αλλαγή επηρεάζει, τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα, τα μακροοικονομικά μεγέθη, όπως τον πληθωρισμό και την ανάπτυξη, συνεπώς και τη χάραξη της νομισματικής πολιτικής από τις κεντρικές τράπεζες ενώ δημιουργεί κινδύνους για το χρηματοπιστωτικό σύστημα και επηρεάζει την ασφάλεια και ευρωστία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.
Χαρακτήρισε την ανάληψη δράσης από τις κεντρικές τράπεζες και τις εποπτικές αρχές ως ένα απαιτητικό εγχείρημα, δίνοντας παραδείγματα:
Πρώτον, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη, οι μακροοικονομικές επιπτώσεις από την κλιματική αλλαγή είναι εξαπλάσιες, σε όρους απώλειας προϊόντος, από αυτές που πιστεύαμε. Μια αύξηση της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη κατά 1 βαθμό Κελσίου μπορεί να μειώσει το παγκόσμιο ΑΕΠ σταδιακά, έως και κατά 12% σωρευτικά μετά από 6 χρόνια, με τις μειωτικές επιδράσεις στο ΑΕΠ να συνεχίζονται ακόμη και 10 χρόνια μετά. Έτσι, βλέπουμε ότι οι επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης μπορεί είναι εξαιρετικά σοβαρές.
Δεύτερον, η οικονομική ανάπτυξη πλήττεται και από ακραία καιρικά φαινόμενα (ξηρασίες, πλημμύρες κτλ.), τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα. Για παράδειγμα, βραχυπρόθεσμα μπορεί να προκληθούν ζημίες στις υποδομές, στον κτιριακό εξοπλισμό και στο υλικό κεφάλαιο των επιχειρήσεων. Επιπλέον, η οικονομική δραστηριότητα σε περιοχές πληγείσες από φυσικές καταστροφές μπορεί να περιοριστεί ή και να διακοπεί, προκαλώντας στρεβλώσεις και στις εφοδιαστικές αλυσίδες. Σύμφωνα με μελέτες, τα ακραία καιρικά φαινόμενα εκτιμάται ότι οδηγούν σε μείωση του ρυθμού ανόδου του ΑΕΠ κατά περισσότερο από 0,5 ποσοστιαία μονάδα τη χρονιά που συμβαίνουν. Ακόμη και αν ανακάμψει σταδιακά η παραγωγή, η αυξημένη αβεβαιότητα θα συνεχίσει να επηρεάζει τις καταναλωτικές και επενδυτικές επιλογές, την παραγωγικότητα της εργασίας και την απασχόληση, με πιθανές αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομική δραστηριότητα.
Τρίτον, σε σχέση με τον πληθωρισμό, πρόσφατες μελέτες δείχνουν ότι η υπερβολική άνοδος της θερμοκρασίας τους καλοκαιρινούς μήνες ασκεί ανοδικές πιέσεις στις τιμές των τροφίμων, ιδιαίτερα στις θερμότερες χώρες.
Τέταρτον, η κλιματική αλλαγή αναμένεται να επηρεάσει δυσανάλογα διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές και τομείς της οικονομίας, και άρα οι επιπτώσεις στον πληθωρισμό δεν θα είναι ίδιες σε όλες τις χώρες της ευρωζώνης, δημιουργώντας μια επιπλέον πρόκληση για την ομαλή μετάδοση της νομισματικής πολιτικής.
Πέμπτον, επιπτώσεις στο προϊόν και τον πληθωρισμό αναμένονται και από την πράσινη μετάβαση, τα μέτρα και τις πολιτικές προς καθαρές μηδενικές εκπομπές, τις επιδοτήσεις και τη σχετική φορολόγηση. Για παράδειγμα, μία αυξημένη τιμή άνθρακα μπορεί, ceteris paribus, να ωθήσει τον πληθωρισμό σε υψηλότερα επίπεδα. Είναι αυτός λόγος για μια πιο περιοριστική κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής, προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος για τον πληθωρισμό; Δεν μπορούμε να απαντήσουμε με βεβαιότητα, κατά την άποψή μου. Αντίστοιχα, είναι αβέβαιη η επίδραση στον πληθωρισμό και στο μακροπρόθεσμο επιτόκιο ισορροπίας από τις επενδύσεις σε νέες, πιο πράσινες, τεχνολογίες, αλλά και από την απομείωση της αξίας περιουσιακών στοιχείων (π.χ. κτιρίων χαμηλής ενεργειακής απόδοσης, παρωχημένων υποδομών). Ως αποτέλεσμα, διαφορετικές και αντίρροπες δυνάμεις επενεργούν στο μακροπρόθεσμο επιτόκιο ισορροπίας, το οποίο επηρεάζει τη χάραξη της νομισματικής πολιτικής.
Ο ρόλος της ΕΚΤ και της ΤτΕ στη διαμόρφωση υποστηρικτικού πλαισίου
«Οι κεντρικές τράπεζες μπορούν και έχουν ήδη αναλάβει ενεργό δράση, πάντοτε εντός των ορίων της εντολής τους και προς όφελος των κοινωνιών. Έχουν λάβει συγκεκριμένα μέτρα για την ίδια τη λειτουργία τους, την άσκηση της νομισματικής πολιτικής και βεβαίως τις εποπτικές τους αρμοδιότητες», τόνισε ο κ. Στουρνάρας.
Αναφέρθηκε στο Διοικητικό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) το 2021, όταν συμφωνήθηκε ένα ολοκληρωμένο και φιλόδοξο σχέδιο δράσης για την περαιτέρω ενσωμάτωση παραμέτρων σχετικών με την κλιματική αλλαγή στη στρατηγική της νομισματικής πολιτικής και τη συστηματικότερη συνεκτίμηση των ζητημάτων βιωσιμότητας στις δράσεις. Τον Ιανουάριο του 2024 το σχέδιο δράσης εμπλουτίστηκε με επιπλέον δράσεις, μία εκ των οποίων είναι και η κατανόηση των επιπτώσεων από την απώλεια και την υποβάθμιση της φύσης στην οικονομία και το χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Σημείωσε ότι η ΕΚΤ λαμβάνει υπόψη την κλιματική αλλαγή στις επανεπενδύσεις εταιρικών ομολόγων, επιδιώκοντας την αγορά τους από εκδότες που εμφανίζουν καλύτερες κλιματικές επιδόσεις. Επίσης, ενσωματώνει σταδιακά τα θέματα κλιματικής αλλαγής στις αναλύσεις της, στα υποδείγματα μακροοικονομικών προβλέψεων και στη διαχείριση κινδύνων.
Σε αυτό το πλαίσιο, εφαρμόζεται από την ΕΚΤ και τις εθνικές κεντρικές τράπεζες – συμπεριλαμβανομένης και της Τράπεζας της Ελλάδος – η «κοινή στάση» που συμφωνήθηκε σε επίπεδο Ευρωσυστήματος και αφορά την εφαρμογή αρχών βιώσιμων και υπεύθυνων επενδύσεων στη διαχείριση των χαρτοφυλακίων που δεν σχετίζονται με τη νομισματική πολιτική και την ετήσια δημοσιοποίηση ‒ ήδη από το Μάρτιο του 2023 ‒ χρηματοοικονομικών στοιχείων που αφορούν το κλιματικό αποτύπωμα αυτών.
Επιπλέον, οι κεντρικές τράπεζες στο πλαίσιο των εποπτικών αρμοδιοτήτων τους, καθώς και οι άλλες εποπτικές αρχές του χρηματοπιστωτικού συστήματος, έχουν αναλάβει πρωτοβουλίες για τους κλιματικούς κινδύνους. Αυτές αφορούν την εκτίμηση, ποσοτικοποίηση και ενσωμάτωσή τους στα συστήματα διαχείρισης κινδύνων των τραπεζών, των ασφαλιστικών επιχειρήσεων και άλλων εταιριών του χρηματοπιστωτικού τομέα, τόσο σε μικροπροληπτικό όσο και σε μακροπροληπτικό επίπεδο.
«Στην Τράπεζα της Ελλάδος η κλιματική αλλαγή και η βιωσιμότητα ήταν πάντα ψηλά στην ατζέντα μας», τόνισε ο κ. Στουρνάρας. «Ξεκινήσαμε να ασχολούμαστε με αυτά τα ζητήματα το 2009, όταν συστήσαμε τη διεπιστημονική Επιτροπή Μελέτης των Επιπτώσεων της Κλιματικής Αλλαγής (ΕΜΕΚΑ). Έκτοτε, εργαζόμαστε συστηματικά στην έρευνα, συμβάλλοντας και στη χάραξη πολιτικής, ώστε να περιοριστούν οι δυσμενείς επιπτώσεις και να διευκολυνθεί η προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή», όπως είπε.
Μίλησε για το Κέντρο Κλιματικής Αλλαγής και Βιωσιμότητας της Τράπεζας της Ελλάδος που δημιουργήθηκε τον Ιούνιο του 2021 με κύριο σκοπό το συντονισμό των δραστηριοτήτων. Το Νοέμβριο του ίδιου έτους, στο πλαίσιο της Διάσκεψης των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή (COP26), «δημοσιεύσαμε τη δέσμευσή μας να συμβάλουμε, στο πλαίσιο της εντολής μας, στην εφαρμογή της Συμφωνίας των Παρισίων, με σχετικές ενέργειες και αντίστοιχο σχέδιο δράσης για τα πεδία που δραστηριοποιούμαστε», ανέφερε.
«Επιπλέον, προάγουμε συστηματικά τη συνεργασία και το συνεχή διάλογο με τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής και τα ενδιαφερόμενα μέρη. Για παράδειγμα, η Τράπεζα της Ελλάδος συμβάλλει στην εκπόνηση σχετικών μελετών υπό το συντονισμό του Υπουργείου Οικονομικών και του Υπουργείου Ενέργειας και Περιβάλλοντος. Μάλιστα, το 2023, δημοσιοποιήσαμε τα πρώτα – ενδιάμεσα – αποτελέσματα των μελετών που γίνονται στο πλαίσιο των εργασιών της ΕΜΕΚΑ και του έργου Life AdaptivGreece για την υλοποίηση της Εθνικής Στρατηγικής Προσαρμογής στην Κλιματική Αλλαγή. Σε συνεργασία με την Ακαδημία Αθηνών παρουσιάσαμε επικαιροποιημένα στοιχεία προβλέψεων για την εξέλιξη της μεταβολής του κλίματος, ενώ ανακοινώσαμε αποτελέσματα για δύο τομείς: της γεωργίας και των μεταφορών», πρόσθεσε.
Οι ευκαιρίες από τη μετάβαση σε μια πράσινη και κυκλική οικονομία
Ο κ. Στουρνάρας αναφέρθηκε επίσης και στις ευκαιρίες που θα φέρουν νέες, πιο αποτελεσματικές και περισσότερο βιώσιμες μορφές ανάπτυξης, προς μια πιο ανθεκτική, πράσινη και κυκλική οικονομία.
Ένα παράδειγμα υψηλού κόστους αλλά και ταυτόχρονων ευκαιριών για το οποίο μίλησε είναι ότι στην Ευρώπη οι περισσότερες πόλεις είναι ιστορικές, με παλιές υποδομές, και το 75% του κτιριακού αποθέματος δεν είναι ενεργειακά αποδοτικό. Η κατασκευή και η ανακαίνιση απαιτούν σημαντικούς πόρους και η κατεδάφιση παράγει απόβλητα, τα οποία δεν επαναχρησιμοποιούνται ή δεν ανακυκλώνονται επαρκώς σήμερα. Διανοίγονται συνεπώς ευκαιρίες για επενδύσεις, σχεδιασμό και κατασκευή βιώσιμων κτιρίων και υποδομών με καθαρό μηδενικό ισοζύγιο εκπομπών άνθρακα. Οι επενδύσεις αυτές θα οδηγήσουν σε μειωμένο κόστος κατασκευής και λειτουργίας των κτιρίων, αλλά και χαμηλότερο κίνδυνο απομείωσης της αξίας των περιουσιακών στοιχείων και χαμηλότερων τιμών ασφαλίστρων, συμβάλλοντας παράλληλα σε υψηλότερη αξία πώλησης ή μίσθωσης. Στην προσπάθεια αυτή, η ανάπτυξη της καινοτομίας και των νέων τεχνολογιών σε συνδυασμό με την ανάπτυξη των κατάλληλων δεξιοτήτων στο εργατικό δυναμικό είναι απαραίτητες.
Πρόσθεσε ότι η παρούσα χρονική συγκυρία είναι κομβικής σημασίας για την Ευρωπαϊκή Ένωση ώστε να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά οι πολλαπλές προκλήσεις, όπως η κλιματική κρίση και η γεωπολιτική αβεβαιότητα. Για το σκοπό αυτό απαιτείται, εκτός από την εφαρμογή ενός ενιαίου νομοθετικού και εποπτικού πλαισίου, και πολύ υψηλή χρηματοδότηση. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά ότι θα χρειαστούν επιπλέον 620 δισεκ. ευρώ ανά έτος για το διάστημα 2023-2030, ώστε να επιτευχθούν οι στόχοι της μετάβασης. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί ευκολότερα μέσω ενοποιημένων αγορών, ειδικά μιας ενιαίας αγοράς κεφαλαίων, η οποία εκτιμάται ότι θα προσέθετε επιπλέον έως και 470 δισεκ. ευρώ σε ιδιωτικές επενδύσεις ετησίως και θα διευκόλυνε τις επενδύσεις και τις ροές κεφαλαίων.
Όσο περισσότερο προχωρεί η ενοποίηση και αυξάνεται ο συντονισμός των πολιτικών στη Νομισματική Ένωση, με τη δημιουργία μιας πλήρως λειτουργικής Ένωσης Κεφαλαιαγορών και την ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης, τόσο περισσότερο θα ενισχύεται η ανθεκτικότητα της οικονομίας της ζώνης του ευρώ και του χρηματοπιστωτικού της συστήματος στις τρέχουσες προκλήσεις και τις μελλοντικές διαταραχές.
Προκλήσεις για το τραπεζικό σύστημα
Ο κ. Στουρνάρας αναφέρθηκε ειδικότερα στα θέματα της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα και στις πρόσφατες πλημμύρες στη Θεσσαλία. Όπως είπε, από τη μία οι φυσικές καταστροφές, που ενισχύονται σε συχνότητα και ένταση, μπορούν να οδηγήσουν σε αυξημένες επισφάλειες λόγω ζημιών σε περιουσίες και επιχειρήσεις και απομείωση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων των τραπεζών, από την άλλη, η χρηματοδότηση της μετάβασης σε μια οικονομία μηδενικών καθαρών εκπομπών άνθρακα, η υιοθέτηση πράσινων πρακτικών, οι τεχνολογικές εξελίξεις, αλλά και οι μεταβολές στις προτιμήσεις των επενδυτών και των καταναλωτών, αποτελούν πρόκληση.
«Επομένως, οι τράπεζες απαιτείται να κατανοήσουν αυτούς τους κινδύνους και σταδιακά να τους ενσωματώσουν στη διακυβέρνηση, στο πλαίσιο διαχείρισης κινδύνων και στην πιστοδοτική πολιτική τους», σημείωσε.
«Ήδη, το νέο εποπτικό πλαίσιο που αναμένεται να τεθεί σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2025 σηματοδοτεί την πορεία προς την περαιτέρω ενσωμάτωση των θεμάτων που σχετίζονται με το περιβάλλον και τη βιωσιμότητα στις λειτουργίες των τραπεζών. Απαιτεί μάλιστα από τις τράπεζες, μεταξύ άλλων, να καταρτίσουν συγκεκριμένα σχέδια μετάβασης προς μία κλιματικά ουδέτερη οικονομία μέχρι το 2050, τα οποία θα τους επιτρέψουν να διαχειριστούν τους κινδύνους, αλλά και να αξιοποιήσουν τις ευκαιρίες που θα προκύψουν από αυτή τη διαδικασία προσαρμογής», πρόσθεσε.
Ο διοικητής της ΤτΕ υπογράμμισε ότι σχετικά με τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται, οι διαρθρωτικές αλλαγές που προωθούνται ως απαραίτητη προϋπόθεση για την πράσινη ανάπτυξη μπορούν να αποτελέσουν πηγή εσόδων για τις τράπεζες, οι οποίες καλούνται να στηρίξουν την οικονομία προς αυτή την κατεύθυνση, φέροντας ως παράδειγμα την παροχή χρηματοδότησης για την ανάπτυξη δικτύων και πράσινων υποδομών, για επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και σε βιώσιμες γεωργικές πρακτικές, καθώς και την παροχή δανείων για την ενεργειακή αναβάθμιση κτιρίων.
Η Τράπεζα της Ελλάδος δίνει μεγάλη έμφαση στην ευαισθητοποίηση και στη σωστή και έγκαιρη προετοιμασία των τραπεζών όσον αφορά την κλιματική αλλαγή, όπως είπε ο διοικητής της. Τα εποπτευόμενα πιστωτικά ιδρύματα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη κλιματικούς παράγοντες στο πλαίσιο των διαδικασιών διαχείρισης κινδύνου, κατά τη διαμόρφωση της εταιρικής διακυβέρνησης, καθώς και να τους ενσωματώνουν στις επιχειρηματικές αποφάσεις και πολιτικές τους, τόνισε