Γράφει ο Κωνσταντίνος Μαργαρίτου, Ιδρυτικός Εταίρος και μέλος Δ.Σ. ΚΕΔΙΣΑ
Τις τελευταίες μέρες η πατρίδα μας βιώνει μία εμπειρία, η οποία θυμίζει αρκετά την περίοδο 1991-1992, όταν ξεκίνησε δηλαδή να απασχολεί την εξωτερική μας πολιτική το ζήτημα της ονοματοδοσίας του βόρειου γείτονά μας, της ΠΓΔΜ. Δυόμιση δεκαετίες μετά, η ελληνική εξωτερική πολιτική βρίσκεται αντιμέτωπη με τις ενέργειες είτε και την απραξία του παρελθόντος, που έχει τις ρίζες της στο μακρινό 1944.
Θέση του παρόντος άρθρου δεν είναι να αναδείξει εκ νέου γεγονότα, που ερμηνεύονται με αμφισημία και χαρακτηρίζονται ως ήττες είτε ως νίκες, ανάλογα με το ιδεολογικό πρίσμα αυτού που της εξετάζει, ούτε να υπεραμυνθεί του προοδευτισμού ή του υπερεθνικισμού, που προκαλούν, τελικώς, αρνητικές επιδράσεις στη εξωτερική πολιτική της χώρας μας. Στόχος είναι να καταδείξει πως ο χρόνος, που περνά, δημιουργεί αρνητικές προοπτικές κυρίως για τη γειτονική χώρα και για όσους έχουν επενδύσει στο αφήγημα μιας άλλης «Μακεδονίας».
Η Ελλάδα δεν πρέπει να φοβάται, ούτε να σύρεται σε διαπραγματεύσεις ενδίδοντας και υποχωρώντας υπό την πίεση εξωτερικών παραγόντων και ιδεολογιών που αντιστρατεύονται της ίδιας της εθνικής ύπαρξης. Υπό τις παρούσες συνθήκες, η ΠΓΔΜ είναι ένα κράτος που, αργά ή γρήγορα, θα καταρρεύσει.
Πρώτον, διότι αντιμετωπίζει σοβαρές οικονομικές αδυναμίες. 72% του πληθυσμού ζει στο όριο της φτώχιας είτε κάτω από αυτό. Το ονομαστικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ αγγίζει τις 5,000 $ και το 20% του ΑΕΠ παράγεται από τη «μαύρη αγορά». Επίσης, στερείται πόρων, παραγωγικών μέσων και επαρκών κεφαλαιακών εισροών.
Δεύτερον, διότι δεν έχει εθνική και πολιτισμική συνοχή. 64% είναι σλάβοι, 25% Αλβανοί, 3,9% Τούρκοι και η πληθυσμιακή σύνθεσή του συμπληρώνεται από Ρομά, Σέρβους, Βόσνιους κ.α. 65% εξ αυτών είναι χριστιανοί ορθόδοξοι και ανήκουν στη σχισματική Αρχιεπισκοπή της Οχρίδας, ενώ 33% είναι μουσουλμάνοι.
Τρίτον, διότι έχει σοβαρότατα προβλήματα εσωτερικής διοικητικής συγκρότησης και συνοχής, που απορρέουν από τον καταστατικό της χάρτη. Σύμφωνα με το σύνταγμα της ΠΓΔΜ, τοπικές κοινότητες με συμπαγή πληθυσμό έχουν το δικαίωμα στη συγκρότηση δομών τοπικής κυβέρνησης, εφόσον ψηφίσουν θετικά περί αυτού τα 2/3 των εκπροσώπων τους στο κοινοβούλιο. Επίσης, εφόσον τουλάχιστον 20% πληθυσμού ομιλεί διαφορετική γλώσσα από τη νοτιοσλαβική, έχει δικαίωμα στην καθιέρωσή της ως αντιστοίχως επίσημης γλώσσας. Περαιτέρω, κάθε πολίτης, που κατοικεί σε περιοχές με συμπαγή πληθυσμό τουλάχιστον 20% επί του συνόλου, που ομιλεί άλλη γλώσσα πέραν της επίσημης νοτιοσλαβικής, έχει το δικαίωμα της αποκλειστικής χρήσης της σε κάθε συναλλαγή του με το κράτος και τις τοπικές αρχές.
[irp posts=”170924″ name=”Σκοπιανός ΥΠΕΞ: Ημασταν και θα είμαστε Μακεδόνες””]
Ουσιαστικά, η αλβανική μειονότητα είναι εξαιρετικά ισχυρή μέσα στην ΠΓΔΜ, όπως αποδείχθηκε πρόσφατα και από τη συμμετοχή της στη Βουλή (αλβανικής καταγωγής πρόεδρος) και στην κυβέρνηση (αλβανικής καταγωγής αναπληρωτής πρωθυπουργός) αλλά και όπως έχει δειχθεί κατά το παρελθόν με τις εσωτερικές συγκρούσεις μεταξύ Νοτιοσλαβόφωνων και Αλβανών, που κατέληξαν στη Συμφωνία της Αχρίδας (2001) και στη συνταγματική αναθεώρηση. Σύμφωνα με τα εθνολογικά, πληθυσμιακά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά της η συγκεκριμένη Δημοκρατία θα έπρεπε να αποκαλείται Νοτιοσλαβική ή Σλαβοαλβανική είτε Δημοκρατία του Κρούσεβο. Ο όρος Δημοκρατία του Κρούσεβο είναι και ο μόνος, ο οποίος συνδέεται με το ιστορικό παρελθόν του συγκεκριμένου κράτους και μνημονεύεται σχετικά στο προοίμιο του συντάγματός του.
Κοντολογίς, όσο τα χρόνια περνούν, τα Σκόπια θα εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν εσωτερικές προκλήσεις και να βαδίζουν με μαθηματική ακρίβεια προς διάλυση, εκτός και αν βρουν ένα ισχυρό έρεισμα που θα εξασφαλίσει την επιβίωσή τους. Η ΕΕ μπορεί να εξασφαλίσει την οικονομική επιβίωσή τους, ενώ το ΝΑΤΟ την εσωτερική και εξωτερική προστασία τους. Οι μεγάλες δυνάμεις έχουν επενδύσει στην προοπτική αυτή και δεν θέλουν να δουν το δημιούργημά τους να χάνεται, ούτε και να ισχυροποιηθούν περαιτέρω οι γειτονικές χώρες και, ενδεχομένως, να συγκρουστούν, στην περίπτωση που ακολουθούσε επαναχάραξη των συνόρων κατά τη διάλυσή του.
Όσο η Ελλάδα έχει το δικαίωμα του veto, αποτρέποντας την είσοδο της χώρας αυτής στην ευρωπαϊκή και διατλαντική οικογένεια, τόσο το χάσμα θα βαθαίνει εντός των Σκοπίων και θα αναπτύσσονται κεντρόφυγες δυνάμεις. Εάν δεν αναθεωρηθούν, κάποια στιγμή, στο μέλλον, οι διαδικασίες ένταξης στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ, ο χρόνος θα λειτουργεί υπέρ της Ελλάδας, ακόμη και αν τα Σκόπια αναγνωρισθούν από όλες τις χώρες του κόσμου-πλην Ελλάδας-με το συνταγματικό τους όνομα. Η ελληνική εξωτερική πολιτική έχει τη δυνατότητα να αποσυρθεί από τις διαπραγματεύσεις, να μην δεχθεί καμία ονοματοδοσία και καμία ταυτοδοσία, που θα περιέχει τον όρο Μακεδονία, αντιπροτείνοντας σταθερά τον όρο Δημοκρατία του Κρούσεβο, έως ότου οι γείτονες αποδεχθούν το γεγονός πως η επιβίωσή τους εξαρτάται από την Ελλάδα και δράσουν με σεβασμό προς τις εθνικές ευαισθησίες της και την εθνική κληρονομιά της˙ και, εφόσον αυτό συμβεί, θα ακολουθήσει το ελληνικό φιλότιμο. Η Ελλάδα δεν είναι επιθετικό ούτε αναθεωρητικό κράτος, δεν επεμβαίνει στα εσωτερικά των γειτόνων της, ούτε προσβλέπει στην απόκτηση νέων εδαφών. Ωστόσο, αποτελεί πυλώνα σταθερότητας για τα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο καθώς και για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και την διατλαντική συνεργασία και πρέπει να χαίρει σεβασμού σε διαπεριφερειακό και διεθνές επίπεδο.