Γράφει ο Μελέτης Η. Μελετόπουλος,
Διδάκτωρ Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών Πανεπιστημίου Γενεύης
ΤΟΠΙΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ: Το ελληνικό έθνος έζησε, αναπτύχθηκε και επεβίωσε,παρά τις αντίξοες συνθήκες, επί χιλιετίες χάρις στον Κοινοτικό Θεσμό, είτε στην αρχαιοελληνική μορφή της Πόλεως-Κράτους είτε στην μεσαιωνική και νεώτερη μορφή της Κοινότητος.
Διαβάστε όλες τις ειδήσεις από το tilegrafimanews.gr
‘Ο κορυφαίος αυτός θεσμός εξασφάλιζε συνέργεια, συμμετοχικότητα, δέσμευση, συμμετοχή όλων στα κέρδη και στις ζημίες, φοροδοτική ικανότητα με δίκαιη εσωτερική κατανομή του φόρου στα μέλη με αναλογικά κοινωνικά κριτήρια, πλεόνασμα για κοινωφελή έργα, ανάδειξη και του ασθενέστερου μέλους του συνόλου σε υπεύθυνο πολίτη, κυκλικότητα και ανακλητότητα των αξιωματούχων, αξιοκρατία και έμπρακτο πατριωτισμό.
Η Αντιβασιλεία κατήργησε το 1833 με έναν νόμο τις Κοινότητες, απαγορεύοντας μάλιστα τις λαικές συνελεύσεις. Έτσι το συγκεντρωτικό κράτος επεδίωξε να ελέγξει την εσωτερική πολιτική ζωή του νεοελληνικού κράτους, εξαλείφοντας θεσμούς χιλιετιών. Η μακρά και επίπονη διαδικασία αποδόμησης του κυττάρου άμεσης δημοκρατίας και αυτονομίας συνεχίστηκε σε όλη την διάρκεια των επομένων δεκαετιών και ολοκληρώθηκε στα τέλη του Εικοστού αιώνα με τα σχέδια «Καποδίστριας» (1997) και «Καλλικράτης» (2020).
Με αυτές τις δύο μεταρρυθμίσεις καταργήθηκε κάθε ίχνος τοπικής αυτονομίας και συγχωνεύθηκαν δεκάδες πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά που απέχουν μεταξύ τους δεκάδες χιλιόμετρα σε ενιαίες διοικητικές οντότητες χωρίς καμμία συνοχή ούτε καν λογική. Ασφαλώς αυτό πραγματοποιήθηκε εν ονόματι των οικονομιών κλίμακος και των αναγκαίων δημοσιονομικών περικοπών, αλλά το αποτέλεσμα ήταν η πλήρης εξάλειψη κάθε κυττάρου τοπικής αυτοδιοίκησης, πολιτικής αυτονομίας, άμεσης δημοκρατίας, τοπικότητας, ιδιαιτερότητας, χωρικού πολιτισμού, οικονομικής διαφοροποίησης, πολιτιστικής ποικιλομορφίας.
Άσχετες μεταξύ τους περιοχές, με διαφορετικές παραδόσεις, παραγωγικές δομές και ανάγκες, αναμείχθηκαν σε μία χοάνη συγκεντρωτισμού, που κατέστρεψε την τοπική παράδοση και ιδιατερότητα, που όμως αποτελεί συνάρτηση οικονομικών και κοινωνικών αναγκών διαφορετικών από τόπο σε τόπο.
Αυτή η ισοπέδωση διηύρηνε την κλίμακα της τοπικής αυτοδιοίκησης σε μέγεθος το οποίο ο πολίτης δεν ελέγχει πλέον, μεγάλωσε το χάσμα μεταξύ του εκλογέως και του αξιωματούχου, επέτεινε τον έλεγχο της κεντρικής εξουσίας, έδωσε μεγαλύτερα δυνητικά περιθώρια στην διαφθορά, αποσυναρμολόγησε την συνοχή του τοπικού εκλογικού σώματος και άρα τα δίκτυα εσωτερικής επικοινωνίας της τοπικής κοινωνίας.
Οι Έλληνες έμειναν πολιτικά και θεσμικά ακρωτηριασμένοι χωρίς τις παραδοσιακές τους κοινότητες, που αποτελούσαν την κοιτίδα της Δημοκρατίας και το εργαστήριο πολιτικής και θεσμικής διαπαιδαγώγησης του πολίτη. Τώρα, ανάμεσα στον πολίτη και στο κράτος, ίσταται ο ογκόλιθος του υπερμεγέθους καλλικρατικού δήμου και η θεσμική ελεφαντίαση της περιφέρειας, όπου κινούνται απερίσπαστοι και ανεξέλεγκτοι οι κομματικοί μηχανισμοί, τα διαπλεκόμενα συμφέροντα και οι αντι-οικονομίες κλίμακος.
Εφ΄ όσον η ελληνική κοινωνία θέλει να ξαναβρεί τις ισορροπίες της και η δημόσια διοίκηση την λειτουργικότητά της, επείγει η ανασύσταση των Κοινοτήτων σε όλη την επικράτεια, ακόμα και στις πλέον αραιοκατοικημένες και απομεμακρυσμένες ορεινές περιοχές.
Οι Κοινότητες θα πρέπει να εξοπλισθούν με δύο βασικά θεσμικά εφόδια: πρώτον: τον θεσμό της τοπικής συνέλευσης ηλεκτρονικού τύπου, που θα εξασφαλίζει τον δημοκρατικό διάλογο, θα αναδεικνύει ιδέες, προτάσεις και θα διαμορφώνει την γενική βούληση. Δεύτερον: την οικονομική αυτονομία με την διοχέτευση αναλογικού προς τον αριθμό των κατοίκων πολλοστημορίου της φορολογίας σε τοπικά κοινωφελή έργα, υπό τον έλεγχο της συνταγματικής νομιμότητος (και όχι σκοπιμότητος) από τον δευτεροβάθμιο βαθμό αυτοδιοίκησης.
Ακόμα και οι πλέον εγκαταλελειμμένες ορεινές κοινότητες θα προκαλέσουν με αυτόν τον τρόπο το ενδιαφέρον σε συνταξιούχους, τηλε-εργαζομένους, κατοίκους του Σαββατοκύριακου, ασφαλώς βιολογικούς καλλιεργητές, μελισσοκόμους και άλλους παραγωγούς, ώστε να ξαναπάρουν τα ηνία της μικρής τοπικής πολιτείας τους στα χέρια τους και να ολοκληρωθούν πολιτικά.
Γίνεται εξ άλλου εύκολα αντιληπτό ότι η τοπική αυτοπροστασία από ακραία φυσικά φαινόμενα θα ενισχυθεί δραστικά από την ανάπτυξη τοπικών θεσμών με άμεση εμπλοκή στην διαχείριση των τοπικών πόρων. Τελευταίο αλλά όχι έσχατο, η αναβίωση της τοπικής κοινοτικής πολιτικής συνείδησης θα αναζωογονήσει την κεντρική πολιτική σκηνή και θα επαναφέρει την πολυδιαφημιζόμενη στην οικονομία “κάθετη ολοκλήρωση” και στην Δημοκρατία.