Άσχημα ΕΚΤΑΚΤΑ ΝΕΑ για τους ΑΓΡΟΤΕΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΙΜΗ ΣΤΟ ΣΚΛΗΡΟ ΣΙΤΑΡΙ ΚΑΙ ΚΑΛΑΜΠΟΚΙ
ΑΓΡΟΤΙΚΑ ΝΕΑ: Μια περίοδο αλωνισμού για γερά νεύρα φαίνεται πως προετοιμάζουν οι εξελίξεις στα εμπορικά κέντρα δημητριακών της Ευρώπης, με τις πιέσεις των τιμών να επεκτείνονται πλέον τόσο στις φυσικές όσο και στις χρηματιστηριακές αγορές.
Ενδεικτικό της κατάστασης, η ελεύθερη πτώση την οποία σημειώνει η τιμή σκληρού σίτου στη Φότζια, όπου τις τελευταίες δύο εβδομάδες, οι απώλειες ανέρχονται στα 60 ευρώ ο τόνος συσσωρευτικά.
Διαβάστε όλες τις ειδήσεις από το tilegrafimanews.gr
Την Τετάρτη 5 Απριλίου, το εμπορικό επιμελητήριο της ιταλικής πόλης, το οποίο δίνει και τη γραμμή των τιμών στην ελληνική αγορά, συμφώνησε σε μείωση της τιμής κατά 30 ευρώ ο τόνος, διαμορφώνοντας τιμή αποθήκης εμπόρου στα 360 με 365 ευρώ ο τόνος για την πρώτη ποιότητα µε ειδικό βάρος 78 kg/hl, υαλώδη 70% και πρωτεΐνη 12%. Η δεύτερη ποιότητα, η τιμή της οποίας συσχετίζεται με τις ελληνικές εξαγωγές που ως επί το πλείστον αφορούν σε μέτριας ποιότητας σιτάρια, µε ειδικό βάρος 76 kg/hl, υαλώδη 60% και πρωτεΐνη 11,5%, διαπραγματεύεται πλέον στα 350 με 353 ευρώ ο τόνος.
Την ίδια στιγμή, κάτω από τα 250 ευρώ, με πορεία προς τα 245 ευρώ κινείται η αγορά για τα συμβόλαια της νέας σοδειάς στο καλαμπόκι, τα οποία λήγουν το Νοέμβριο του 2023. Την ίδια στιγμή, η φυσική αγορά κινείται ακόμα πιο χαμηλά, με τα FOB στο Ρήνο να προσεγγίζουν τα 240 ευρώ ο τόνος.
Μέσα σε αυτό το τοπίο, φαίνεται πως πράγματι το επίπεδο των 30 λεπτών το κιλό για το σκληρό σιτάρι στα αλώνια του 2023, για το οποίο έγραφε πρόσφατα η Agrenda, θα αποτελέσει σημείο τριβής ανάμεσα σε παραγωγούς, μεταποίηση και εμπόριο. Ήταν αναμενόμενο ότι τιμές στην περιοχή των 50 λεπτών το κιλό, σαν και τις περσινές που κράτησαν μόλις δύο εβδομάδες, θα ήταν απίθανο να επαναληφθούν σύντομα. Επίσης αναμενόμενη, σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, ήταν και η διόρθωση, με τρόπο αντίστοιχο εκείνου της ανόδου πέρυσι. Το ζητούμενο τώρα είναι το πού θα βρει το νέο της χαμηλό η αγορά σκληρού σίτου. Σίγουρα, μια επιστροφή σε επίπεδα κάτω από τα 30 λεπτά, σε μια ακριβή καλλιεργητική χρονιά, θα έφερνε μεγάλη δυσαρέσκεια αλλά και ανακατατάξεις στην εγχώρια αγορά, ίσως ακόμα και μια έντονη συρρίκνωση των εκτάσεων τα επόμενα χρόνια, κάτι το οποίο δεν θα λειτουργούσε υπέρ των συμφερόντων εμπορίου και βιομηχανίας. Άλλωστε, τα παγκόσμια αποθέματα, εξακολουθούν να είναι περιορισμένα, συγκριτικά με πέντε χρόνια πριν.
Για αρκετούς, η τιμή θα διαμορφωθεί σε συσχέτιση με τις τιμές του μαλακού σίτου, τα συμβόλαια του οποίου υποχώρησαν και αυτά στην περιοχή των 255 ευρώ ο τόνος για τη νέα σοδειά. Πριν τις ανακατατάξεις που έφερε η προηγούμενη διετία στις αγορές σιτηρών, λόγω της ξηρασίας Καναδά, αλλά και του ανοδικού υπερκύκλου του 2021 που κορυφώθηκε με την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η διαφορά ανάμεσα στο σκληρό και το μαλακό σιτάρι βρισκόταν εντός των 100 ευρώ στις περισσότερες περιπτώσεις, με μια απόκλιση συν/πλην 10-20 ευρώ. Η ψαλίδα ανάμεσα στα δύο προϊόντα έχει περιοριστεί πλέον στα 100 με 110 ευρώ, δηλαδή τα περιθώρια περαιτέρω υποχώρησης των τιμών σκληρού σίτου, είναι λίγα, αν η τιμή για το μαλακό διατηρηθεί εκεί που είναι σήμερα.
Και δεν είναι απίθανο να συμβεί αυτό, αφού στο μεταξύ, έγινε η αντιστροφή που χρωστούσε η αγορά μαλακού σίτου χρηματιστηριακά. Μέχρι πρόσφατα, τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης που έληγαν αργότερα, ήταν φθηνότερα έναντι των πιο κοντινών. Πλέον τα μακρινά συμβόλαια στοιχίζουν περισσότερο, κάτι που δείχνει εξομάλυνση της αγοράς.
Πολιτική αστάθεια φέρνουν στην Ευρώπη τα ουκρανικά σιτηρά
Εκρηκτικό αναδεικνύεται το μείγμα που συνθέτει από τη μια η διόρθωση των τιμών στα αγροτικά εμπορεύματα και από την άλλη η διατήρηση των πληθωριστικών πιέσεων στα κοστολόγια των αγροτών, με τη συνθήκη αυτή, να διαμορφώνει ένα κλίμα πιέσεων που νιώθουν όλο και πιο έντονο οι πολιτικές ηγεσίες ανά την Ευρώπη. Μάλιστα, με δεδομένο ότι ο πόλεμος συνεχίζεται, είναι αναμενόμενο πως ισορροπίες αδυναμίας διάθεσης αγροτικών προϊόντων, σαν και αυτές που εκδηλώθηκαν για παράδειγμα το περασμένο καλοκαίρι και κλυδώνισαν την εγχώρια παραγωγή νωπών φρούτων και λαχανικών, παραμένουν. Μαζί με τη διατήρηση σύνθετων εμπορικών ισορροπιών, διατηρούνται και όλες οι αγωνίες των παραγωγών, οι οποίες είναι κοινές σε ολόκληρη την Ευρώπη πλέον και εντείνονται από το ασύμβατο με τα συμφέροντά τους πλαίσιο στήριξης των ουκρανικών εταιρειών που ομολογουμένως ελέγχουν το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής δημητριακών της χώρας.
Μια πρώτη εκδήλωση των πολιτικών και κοινωνικών διαστάσεων που αποκτά η συνθήκη η οποία έχει αναπτυχθεί ειδικά στις αγορές σιτηρών της Ευρώπης ήρθε με την παραίτηση του υπουργού Γεωργίας της Πολωνίας, Χένρικ Κόβαλτσικ, την Τετάρτη 5 Απριλίου, με αφορμή την κατάσταση γύρω από τα ουκρανικά δημητριακά που κατακλύζουν κατά προτεραιότητα την πολωνική αγορά.
Η ελεύθερη πτώση των τιμών στα σιτηρά, συνεχίζεται από τις αρχές της τρέχουσας εβδομάδας, με τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης να προσεγγίζουν πλέον τα 250 ευρώ ο τόνος, σε χαμηλά 14 μηνών.
Το πρόβλημα είναι ακόμα πιο έντονο όμως στις τοπικές αγορές των γειτονικών της Ουκρανίας χωρών, αφού σημαντικές ποσότητες από τα ουκρανικά αποθέματα διακινούνται μέσω αυτών και μάλιστα χωρίς δασμούς. Είναι ένα θέμα το οποίο επεσήμαναν σταθερά οι Πολωνοί, πολύ πριν ξεκινήσει η περιπέτεια του πολέμου, όταν με υπομνήματα επεσήμαναν στην Κομισιόν, ότι αναπτύσσονται συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού εξαιτίας των μαζικών φθηνών εισαγωγών από την Ουκρανία προς την Ευρώπη.
Ο Πολωνός υπουργός Γεωργίας Χένρικ Κόβαλτσικ παραιτήθηκε καθώς αυξάνεται η οργή ανάμεσα στους αγρότες για τον αντίκτυπο των εισαγωγών ουκρανικών σιτηρών στις τιμές.
Κατά την ανακοίνωση της παραίτησής του είπε πως αποφάσισε να εγκαταλείψει τον θώκο λόγω της απόφασης της Ευρωπαϊκής Ένωσης να παρατείνει τις αδασμολόγητες εισαγωγές ουκρανικών σιτηρών μέχρι τον Ιούνιο του 2024. Οι Πολωνοί αγρότες είχαν ζητήσει να επιβληθούν δασμοί.
«Καθώς είναι σαφές πως αυτό το αίτημα δεν πρόκειται να ικανοποιηθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε αυτό το σημείο, αποφάσισα να παραιτηθώ από υπουργός Γεωργίας», είπε ο Κόβαλτσικ.
Η συμφόρηση στις εφοδιαστικές αλυσίδες λόγω των μεγάλων ποσοτήτων ουκρανικών σιτηρών, που είναι φθηνότερα από εκείνα που παράγονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καταλήγει στις χώρες της κεντρικής Ευρώπης, ισοπεδώνοντας τις τιμές διάθεσης των ντόπιων παραγωγών και προκαλώντας πονοκέφαλο για τους κυβερνώντες του Κόμματος Νόμος και Δικαιοσύνη (PiS) σε μια εκλογική χρονιά.
Οι πρωθυπουργοί πέντε χωρών μελών περιλαμβανομένης της Πολωνίας έστειλαν επιστολή προς την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν την περασμένη Παρασκευή ζητώντας να αναληφθεί δράση για τις εισαγωγές ουκρανικών αγροτικών προϊόντων.
Όπως ανέφεραν, ίσως χρειαστεί να επιβληθούν εκ νέου δασμοί, αν η μαζική εισροή σιτηρών και άλλων προϊόντων από την Ουκρανία δεν μπορεί να σταματήσει με άλλους τρόπους.
Ενδοκοινοτική συμμαχία για ανακατεύθυνση ουκρανικών σιτηρών εκτός Ευρώπης
Μια κοινή λύση μεταξύ της ΕΕ και του Παγκόσμιου Επισιτιστικού Προγράμματος για να διασφαλιστεί ότι τα ουκρανικά σιτηρά δεν θα καταλήγουν στις αγορές της ΕΕ προτείνουν μετ’ επιτάξεως η Πολωνία και η Ρουμανία, προκειμένου να αντιστραφεί το αρνητικό κλίμα στις τιμές με τις οποίες πληρώνονται οι Ευρωπαίοι παραγωγοί, ενόψει και της επερχόμενης σοδειάς. «Ας υποστηρίξουμε την Ουκρανία, αλλά ας το κάνουμε με σύνεση» σχολίασε ο Πολωνός πρωθυπουργός Ματέους Μοραβιέκι, μερικά 24ωρα πριν βρει στο γραφείο του την παραίτηση του υπουργού γεωργίας της χώρας, Χένρικ Κόβαλτσικ.
Με αντίστοιχο τρόπο είχε τοποθετηθεί και το αγροτικό λόμπι Copa – Cogeca, προ ολίγων ημερών, στον απόηχο της θέσπισης αδασμολόγητων εισαγωγών αγροτικών εμπορευμάτων από την Ουκρανία μέχρι το 2024. «Αν και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρέπει να είναι συνεπής στην επείγουσα υποστήριξή της στην Ουκρανία, δεν πρέπει να ξεχνά τους δικούς της αγρότες! Οι αγρότες όχι μόνο πρέπει να αποζημιωθούν για τις ζημίες που έχουν ήδη υποστεί, αλλά θα χρειαστεί περαιτέρω βοήθεια στο μέλλον καθώς η κατάσταση δεν θα εκλείψει σύντομα» τόνιζε επιστολή των Copa – Cogeca στην Κομισιόν.