ΕΡΝΤΟΓΑΝ ΤΟΥΡΚΙΑ: Την τελευταία ημέρα του Οκτωβρίου, ο δικηγόρος Ανδρέας Ακαρας μπήκε πολλές φορές στην ιστοσελίδα του Ανωτάτου δικαστηρίου των ΗΠΑ προσπαθώντας να επιβεβαιώσει αυτό που άκουγε από το πρωί σαν πληροφορία: πως η απόφαση που περίμενε είχε βγει.
Και πράγματι, η πολυαναμενόμενη απόφαση ανέβηκε στο Διαδίκτυο εκείνο το μεσημέρι. «Απέρριψαν την προσφυγή της Τουρκίας. Προχωράμε», ανακοίνωσε με ενθουσιασμό στους πελάτες του λίγα λεπτά αργότερα. Ηταν μια σημαντική ημέρα.
Ενα ακόμη εμπόδιο, ίσως το μεγαλύτερο, είχε μόλις ξεπεραστεί και πλέον άνοιγε ο δρόμος για να οδηγηθεί το τουρκικό κράτος στο δικαστήριο για τα επεισόδια που είχαν εκτυλιχθεί τον Μάιο του 2017 στην Ουάσιγκτον.
«Και οι πέντε πελάτες μου ένιωσαν ανακούφιση και χαρά. Το ίδιο και εγώ», λέει ο κ. Ακαρας στην «Κ» σε άπταιστα ελληνικά. Ο ίδιος γεννήθηκε στην Αμερική, ο πατέρας του όμως ήταν από τα Κατεχόμενα, η μητέρα του από τη Χάλκη και εκείνος μεγάλωσε με την Ελλάδα στην καρδιά του. Δέχθηκε να μιλήσει στην «Κ» για τις τελευταίες εξελίξεις, τα επόμενα βήματα αλλά και το πώς η υπόθεση αυτή τον έχει αγγίξει βαθιά.
Ο ίδιος θυμάται σαν χθες να βλέπει σοκαρισμένος στις ειδήσεις τους σωματοφύλακες του Ερντογάν να επιτίθενται σε Κούρδους διαδηλωτές. Πριν καλά καλά ολοκληρωθεί το ρεπορτάζ, τηλεφώνησε στον επικεφαλής του δικηγορικού γραφείου τους. Και εκείνος είχε δει τα όσα είχαν συμβεί. «Αδιανόητα πράγματα», σχολίασαν. «Θα ήθελα να ερευνήσω τη δυνατότητα να κινηθούμε δικαστικά», του είπε ο Ακαρας. «Να το κάνεις», του απάντησε. Πριν ενταχθεί στο συγκεκριμένο δικηγορικό γραφείο, ήταν για χρόνια σύμβουλος του γερουσιαστή Σαρμπάνη σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και είχε αποκτήσει ένα μεγάλο δίκτυο επαφών και καλές σχέσεις με τις διάφορες κοινότητες στην Ουάσιγκτον – μεταξύ αυτών και των Κούρδων και Αρμενίων.
Από την επόμενη κιόλας ημέρα ξεκίνησε να βολιδοσκοπεί το τι θα σήμαινε μια τέτοια υπόθεση. Παράλληλα ανακάλυψε πως υπήρχε ιστορικό ανάλογων επεισοδίων από την τουρκική πλευρά (στο Εκουαδόρ ένας σωματοφύλακας του Ερντογάν είχε σπάσει τη μύτη ενός νεαρού πολιτικού, ανάλογη επίθεση είχε γίνει στο Ινστιτούτο Brookings με θύματα εξόριστους δημοσιογράφους). Μελέτησε επίσης τη νομολογία και επικοινώνησε με έναν κορυφαίο δικηγόρο που είχε στο παρελθόν καταφέρει να κερδίσει, για ιδιώτες πελάτες του, δύσκολες υποθέσεις κατά του Ιράν. «Αφού του μίλησα και δέχθηκε να συνεργαστούμε, ήξερα πως είχα τη συνταγή για να προχωρήσω», εξηγεί στην «Κ».
Οταν πλέον ένιωσε έτοιμος, συνάντησε ένα από τα θύματα. Την 34χρονη τότε Λούσι Ουσογιάν, που την ημέρα της διαδήλωσης είχε χτυπηθεί άγρια. Με αρμενική καταγωγή, απέκτησε την αμερικανική υπηκοότητα το 2015 και ήταν επικεφαλής μιας ΜΚΟ για Κούρδους πρόσφυγες. Συζήτησαν για ώρα και ο Ακαρας της εξήγησε πως ήταν μάλλον απίθανο η αμερικανική κυβέρνηση να προχωρούσε με οποιαδήποτε δίωξη – όχι λόγω της διπλωματικής ασυλίας που η Τουρκία επικαλείτο, αλλά κυρίως λόγω της σχέσης μεταξύ των δύο χωρών. Ηταν όμως πεπεισμένος πως υπήρχε και άλλος τρόπος: «Μπορείτε να κάνετε εσείς αγωγή εναντίον της Τουρκίας», της είπε. Η Ουσογιάν τον άκουγε για ώρα προσεκτικά. Στο τέλος της συνάντησης, χωρίς δεύτερη σκέψη, του είπε πως ήθελε να το προσπαθήσουν.
«Ξέραμε πως δεν θα ήταν κάτι απλό, αλλά ήμασταν πραγματικά διατεθειμένοι να το παλέψουμε. Οχι μόνο για να αποζημιωθούν οι πελάτες μας, αλλά για να στείλουμε ένα ηχηρό μήνυμα: πως μπορεί στην Τουρκία τέτοιες συμπεριφορές να είναι πλέον αποδεκτές, αλλά εδώ στην Αμερική έχουμε δημοκρατία. Οι πολίτες έχουν κάθε δικαίωμα να εκφράζονται ελεύθερα χωρίς να φοβούνται για τη ζωή τους», εξηγεί. Τις επόμενες εβδομάδες σχηματίστηκε μια δυνατή ομάδα δικηγόρων και ξεκίνησαν να συγκεντρώνουν όλα τα στοιχεία. Στην αγωγή που κατέθεσαν υπάρχει αναλυτική περιγραφή, λεπτό προς λεπτό, του τι συνέβη.
Τα επεισόδια
Εκείνη την ημέρα η Λούσι Ουσογιάν είχε φθάσει νωρίς το μεσημέρι έξω από τον Λευκό Οίκο. Μαζί με άλλους, είχαν πάρει άδεια από την αστυνομία για να διαδηλώσουν κατά του προέδρου Ερντογάν που θα συναντούσε για πρώτη φορά τον Τραμπ. «Ο Ερντογάν είναι τρομοκράτης», φώναζε η Ουσογιάν, κατηγορώντας τον για τις διώξεις των Κούρδων και τον πόλεμο στο Αζερμπαϊτζάν όπου είχε σκοτωθεί ο ξάδελφός της. Αμέσως μετά τη διαδήλωση σκόπευε να συναντήσει φίλους της για φαγητό, αλλά άκουσε πως οι υπόλοιποι θα συνέχιζαν για το σπίτι του Τούρκου πρέσβη. «Σε 10 λεπτά με τα πόδια θα είμαστε εκεί», της είπαν. Ακύρωσε το ραντεβού για μεσημεριανό και τους ακολούθησε.
Εκεί είχαν συγκεντρωθεί περίπου 15 διαδηλωτές. Ανάμεσά τους μητέρες με μικρά παιδιά, ηλικιωμένοι, κρατούσαν πανό εναντίον του Ερντογάν και με μια ντουντούκα φώναζαν συνθήματα. Η Ουσογιάν στεκόταν στο γρασίδι όταν ξαφνικά είδε μια ομάδα υποστηρικτών του Τούρκου προέδρου να τρέχει προς το μέρος τους. Κάποιοι διαδηλωτές αντέδρασαν έντονα και ξεκίνησε φασαρία. Η αστυνομία που ήταν παρούσα ενεπλάκη αμέσως για να τους χωρίσει. Ο Τούρκος πρέσβης εμφανίστηκε και ζήτησε από τον επικεφαλής των αστυνομικών να απομακρύνει άμεσα τους διαδηλωτές. «Μα έχουν δικαίωμα να είναι εδώ», είπε εκείνος. «Ερχεται ο πρόεδρός μας από λεπτό σε λεπτό. Κάντε το ή θα το κάνουμε εμείς», απάντησε ένας από τους σωματοφύλακες. Εν τω μεταξύ, η λιμουζίνα του Ερντογάν έφθασε και σταμάτησε μόλις 90 μέτρα από το πλήθος. Η πόρτα του αυτοκινήτου άνοιξε και ο επικεφαλής της συνοδείας έσκυψε να του μιλήσει. Αμέσως μετά φαίνεται να λέει κάτι στον υφιστάμενό του, o οποίος φεύγει τρέχοντας. Οι δικηγόροι ανέλυσαν τον ήχο και ισχυρίζονται πως αυτό που είπε ήταν μια ξεκάθαρη εντολή του Ερντογάν: «Είπε να επιτεθούμε».
Την ίδια στιγμή, μια ομάδα ανδρών με μαύρα κοστούμια τρέχει προς τη μικρή πλατεία και ορμάει στους διαδηλωτές. Ανάμεσά τους, κάποιοι με πολιτικά και στρατιωτικές μπότες. Η Λούσι ακόμη θυμάται τα δευτερόλεπτα πριν χάσει τις αισθήσεις της. Τον φόβο που ένιωσε όταν ένας άνδρας την έριξε με δύναμη στη γη, την έβριζε και τη χτύπησε στο κεφάλι. Τα επεισόδια δεν κράτησαν πάνω από πέντε λεπτά. Οσο εξελίσσονταν και η αστυνομία προσπαθούσε μάταια να σταματήσει τον άγριο ξυλοδαρμό, η κάμερα «έπιασε» τον πρόεδρο Ερντογάν να βγαίνει από το αυτοκίνητο, να κοιτάζει ανέκφραστος τα επεισόδια και να μπαίνει στην κατοικία του πρέσβη.
Ο δικαστικός «κλεφτοπόλεμος» της Αγκυρας και η συνέχεια της υπόθεσης
Τις ημέρες που ακολούθησαν την επίθεση, από τις κάμερες ασφαλείας, καθώς και από λήψεις δημοσιογράφων και περαστικών, η αστυνομία κατάφερε να ταυτοποιήσει τους 19 άνδρες υπευθύνους για τις επιθέσεις. Σωματοφύλακες αλλά και Τούρκους πολίτες, φανατικούς υποστηρικτές του προέδρου. «Στα 28 μου χρόνια στο Σώμα δεν έχω βιώσει ποτέ ξανά κάτι παρόμοιο», δήλωσε ο επικεφαλής της αστυνομίας σε συνέντευξη Τύπου. Ανακοίνωσε πως εκκρεμεί ένταλμα σύλληψης για όλους και πως εάν επιστρέψουν στην Αμερική θα συλληφθούν. Και πράγματι, συνελήφθησαν μόνο δύο άνδρες που ζούσαν μόνιμα στην Αμερική. Οδηγήθηκαν στη φυλακή (όπου παρέμειναν για ένα χρόνο) και εκεί τους επισκέφθηκε κάποια στιγμή ο υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας και τους μετέφερε την ευγνωμοσύνη του προέδρου τους. Πίσω στην Τουρκία θεωρούνται ήρωες. Ο Ερντογάν άλλωστε σε ομιλίες του ειρωνευόταν ανοικτά τις διώξεις: «Εάν δεν έχουν δικαίωμα να με προστατεύουν, τότε ποιο το νόημα να έχω σωματοφύλακες;», έλεγε.
Παρότι δεν υπάρχουν αποδείξεις, ο Ακαρας είναι βέβαιος πως παρασκηνιακά ο Ερντογάν ασκούσε έντονη πίεση ώστε να μπουν όλες οι διώξεις στο αρχείο: «Και το κατάφερε. Τα περισσότερα εντάλματα σύλληψης μπήκαν στο αρχείο χωρίς κάποια εξήγηση, πάντα σε πολιτικά “ύποπτη” χρονική στιγμή. Την τελευταία φορά έγινε την ημέρα πριν από την επίσκεψη του τότε ΥΠΕΞ Ρεξ Τίλερσον στην Αγκυρα», σημειώνει.
Εν τω μεταξύ, ο ίδιος είχε καταθέσει την αγωγή εκ μέρους των διαδηλωτών από τον Φεβρουάριο του 2018, αλλά υπήρχε μια βασική, μεγάλη δυσκολία. Είχαν προσπαθήσει τρεις φορές να επιδώσουν την κλήση στην Αγκυρα, αλλά η τουρκική πλευρά αρνούνταν να την αποδεχθεί. «Την τέταρτη φορά βρήκαμε έναν μηχανισμό μέσω του Αμερικανού πρέσβη στην Αγκυρα και έτσι δεν είχαν πλέον δυνατότητα να την αρνηθούν», εξηγεί. Ακολούθησαν δύο πρωτόδικες αποφάσεις για τη δικαιοδοσία των αμερικανικών δικαστηρίων, στις οποίες η τουρκική πλευρά έκανε συνεχώς εφέσεις, χωρίς όμως να καταθέτουν κάτι καινούργιο ή ουσιαστικό. Αρνούνταν να συμμετάσχουν σε οποιαδήποτε διαδικασία, μέχρι που έκαναν προσφυγή στο ανώτατο δικαστήριο, ζητώντας να μη γίνει δεκτή η αγωγή. Την ίδια στιγμή προειδοποιούσαν δημόσια πως ενδεχόμενη απόρριψη από το ανώτατο δικαστήριο θα σήμαινε επιβάρυνση των σχέσεων και ανάλογη συμπεριφορά σε Αμερικανούς διπλωμάτες στην Τουρκία.
Την περασμένη Δευτέρα, μόλις μία εβδομάδα μετά την αρνητική για την Τουρκία απόφαση του ανωτάτου δικαστηρίου, οι δικηγόροι τους παραιτήθηκαν. «Επιμένουν να μην αναγνωρίζουν τη διαδικασία. Αυτό βέβαια σημαίνει πως θα δικαστούν ερήμην στο δικαστήριο το οποίο προχωράει», τονίζει ο Ακαρας (η επόμενη συνεδρίαση θα γίνει στις 7 Δεκεμβρίου).
Στη δίκη, ο ίδιος σκοπεύει να παρουσιάσει όχι μόνο τα γεγονότα εκείνης της ημέρας και πώς επηρέασαν την υγεία των θυμάτων –σωματική και ψυχική–, αλλά και το πώς αργότερα στοχοποιήθηκαν ως τρομοκράτες. Δύο από τους πέντε πελάτες κατέθεσαν την αγωγή με ψευδώνυμο, από φόβο τόσο για τους ίδιους όσο και για τους δικούς τους πίσω στην Τουρκία. Και ο ίδιος ο Ακαρας στοχοποιήθηκε από τα τουρκικά μέσα, αλλά δεν είναι κάτι που τον απασχολεί. «Εστιάζω στο ότι έχω πολλούς φίλους Τούρκους που μου λένε εμπιστευτικά “προχώρα”. Και αυτό μου δίνει κουράγιο γιατί υπάρχουν ακόμη άνθρωποι σε αυτή τη χώρα που ξέρουν τι είναι λάθος και τι σωστό. Ποιο είναι το δίκαιο».
Υπολογίζει πως μέσα στον επόμενο χρόνο θα βγει η απόφαση και το ποσό της αποζημίωσης για τα θύματα. Βέβαια προβλέπει πως τότε η Τουρκία θα εμφανιστεί και θα προσπαθήσει να αποφύγει την ποινή. Για τον ίδιο, ως δικηγόρο, η υπόθεση ανεξαρτήτως αποτελέσματος συνιστά ήδη μια μεγάλη επιτυχία. «Είναι μια ανεκτίμητη εμπειρία το ότι μπορέσαμε να τα βάλουμε με μια χώρα σαν την Τουρκία. Και το καταφέραμε, όχι με μαχητικά αεροπλάνα ή με όπλα, αλλά με τους νόμους και τη δικαιοσύνη».
Κλείνοντας, συζητήσαμε το εάν η δική του καταγωγή από την Ελλάδα και τα Κατεχόμενα έπαιξε κάποιον ρόλο στο πόσο σημαντική είναι η υπόθεση για τον ίδιο: «Δεν πιστεύω πως υπήρξα μεροληπτικός λόγω της καταγωγής μου. Αλλά ίσως λόγω αυτής, μπαίνω σε άλλο βάθος σε σχέση με τους υπόλοιπους δικηγόρους της ομάδας. Σε καμία περίπτωση δεν είχα κίνητρο να πάρω κάποιου είδους εκδίκηση, το κάνω όμως για ηθικούς λόγους – μια αίσθηση δικαίου. Και πιστεύω πως οι γονείς μου θα ήταν υπερήφανοι για εμένα», καταλήγει.
kathimerini.gr/Μαριάννα Κακαουνάκη