Απόλυτη ισοψηφία έδειχναν τα πρώτα exit poll το απόγευμα της Κυριακής στη Γερμανία με τα δύο κόμματα της Χριστιανικής Ένωσης και το SPD να συγκεντρώνουν από 25% των ψήφων, αλλά στο μεταξύ οι Σοσιαλδημοκράτες κατάφεραν να πάρουν κεφάλι και να διευρύνουν σιγά σιγά την ψαλίδα.
Ετσι στην τελευταία εκτίμηση του εκλογικού αποτελέσματος από το ARD στις 00:21 ώρα Ελλάδος το SPD εξασφαλίζει ποσοστό 25,8% έναντι 24,1% των CDU/CSU, οι Πράσινοι 14,6%, οι Φιλελεύθεροι 11,5%, η ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία 10,5%, το αριστερό Die Linke 4,9% (oριακά κάτω από το όριο εισόδου στη Μπούντεσταγκ – 5%).
Από την πλευρά του το ZDF έδινε στις 00:34 ένα ποσοστό 26% στο SPD (δηλαδή προβάδισμα 1,8%), σε CDU/CSU 24,2%, στους Πράσινους 14,3%, στο FDP 11,5%, στην AfD 10,6% και στο αριστερό Die Linke 5%, ενώ συνεχίζεται η καταμέτρηση των ψήφων.
Οι Γερμανοί ψηφοφόροι απεφάνθησαν και τώρα αρχίζει η μάχη για τη συγκρότηση του νέου κυβερνητικού συνασπισμού στο Βερολίνο, μια μάχη που θα κριθεί από το ποιος θα εμφανιστεί ικανότερος στους συμβιβασμούς και τις παραχωρήσεις προς τους νέους εταίρους.
Το σίγουρο είναι ότι ουδείς μπορεί να δηλώνει απόλυτα ικανοποιημένος από το εκλογικό αποτέλεσμα, ούτε οι Σοσιαλδημοκράτες που εξασφαλίζουν, όπως φαίνεται μια οριακή νίκη -αν και έκαναν το comeback, καθώς οι δημοσκοπήσεις τους έδειχναν τρίτο κόμμα μέχρι πριν από μερικούς μήνες – πόσω μάλλον η κεντροδεξιά που σημείωσε τη χειρότερη μεταπολεμικά εκλογική της επίδοση, ούτε οι Πράσινοι, η υποψήφια των οποίων, Αναλένα Μπέρμποκ, εμφανιζόταν ως φαβορί την περασμένη άνοιξη για να ξεφουσκώσει σταδιακά.
Το αδιέξοδο μεταξύ των συντηρητικών και των Σοσιαλδημοκρατών καθιστά τον σχηματισμό μιας βιώσιμης κυβέρνησης συνασπισμού ακόμη πιο απαιτητικό απ’ ό, τι ούτως ή άλλως αναμενόταν. Αλλά παρά το προβάδισμα του Σολτς, εκτιμούν πολιτικοί παρατηρητές στο Βερολίνο, το πάνω χέρι δεν θα έχει όποιος έχει εξασφαλίσει τις περισσότερες ψήφους, αλλά εκείνος που θα καταφέρει να πετύχει συμβιβασμούς και να δείξει πρόθυμος για παραχωρήσεις προς εκείνους, από τους οποίους εξαρτάται το πολιτικό του μέλλον.
Το μάθημα του Λάσετ
Η εκλογική αναμέτρηση σηματοδότησε ένα στραπάτσο για τους συντηρητικούς, που είδαν τη δύναμή τους να συρρικνώνεται και έμαθαν τι σημαίνει να πηγαίνεις στις εκλογές χωρίς το ισχυρό χαρτί της Μέρκελ. Το μάθημα των εκλογών αυτών ήταν ότι το δαχτυλίδι της καγκελαρίας δεν είναι κληρονομικό δικαίωμα, αλλά πρέπει να το διεκδικήσει κανείς με σκληρή μάχη, κάτι που πιθανώς αντιλήφθηκε, πολύ αργά όπως φαίνεται, ο Άρμιν Λάσετ.
Ήταν ο υποψήφιος που η ευρεία πλειοψηφία των Γερμανών δεν ήθελε στο τιμόνι της χώρας και πέρα από τις προσωπικές του γκάφες και την έλλειψη χαρίσματος πλήρωσε και τις ατέλειωτες εσωκομματικές κόντρες στη Χριστιανική Ένωση και τον ανταγωνισμό που άγγιξε τα όρια του σαμποτάζ από τον επικεφαλής των Χριστιανοκοινωνιστών της Βαυαρίας, Μάρκους Ζέντερ. Πώς να κερδίσει υπ’ αυτούς τους όρους τις εκλογές;
To comeback των Σοσιαλδημοκρατών
Στον αντίποδα οι Σοσιαλδημοκράτες έδωσαν μια εντυπωσιακή μάχη για την επιστροφή στο προσκήνιο, αιφνιδιάζοντας ακόμη και έμπειρους πολιτικούς παρατηρητές με τον Σολτς να κινητοποιεί τη βάση του κόμματος αντιγράφοντας σε κάποια σημεία τη Μέρκελ κι εμφανιζόμενος με στόφα καγκελάριου.
Αλλά και στο SPD είναι συγκρατημένοι οι πανηγυρισμοί, αφού δεν κατάφεραν να εξασφαλίσουν το καθαρό προβάδισμα που ήλπιζαν να αποκτήσουν έναντι της κεντροδεξιάς, παρά την κόπωση του εκλογικού κόμματος από τα 16 χρόνια στην εξουσία των συντηρητικών.
Όσο για τους Πράσινους; Όπως και η Χριστιανική Ένωση πόνταραν στην κομματική λογική αντί της δημοτικότητας κι έστειλαν στη μάχη την Αναλένα Μπέρμποκ, που υπολείπεται σημαντικά τόσο σε επίπεδο ρητορικής όσο και εμπειρίας του συμπροέδρου του κόμματος, Ρόμπερτ Χάμπεκ. Μολαταύτα αναδείχθηκαν τρίτη δύναμη, αλλά όχι με το ποσοστό που θα επιθυμούσαν, αφού το σύνθημά τους «τώρα ή ποτέ» δεν έπεισε το ποσοστό των ψηφοφόρων που θα τους ικανοποιούσε. Οι τελευταίοι απέδειξαν ότι σ’ αυτές τις εκλογές ουδείς τους κέρδισε σε τέτοιο βαθμό, ώστε να του δώσουν ξεκάθαρη εντολή. Κι έτσι η εκλογική μάχη μετατρέπεται τώρα σε μάχη για τη συγκρότηση κυβερνητικού συνασπισμού.
Προμηνύονται μακρές διαβουλεύσεις για το νέο συνασπισμό
Ελλείψει ξεκάθαρου νικητή οι δύο μεγάλες παρατάξεις, το SPD του Σολτς και η κεντροδεξιά του Λάσετ ετοιμάζουν τις επόμενες κινήσεις τους για να αλώσουν την καγκελαρία. Λόγω του κατακερματισμένου πολιτικού τοπίου που προέκυψε από την αναμέτρηση στη Γερμανία θα χρειαστεί να συμπράξουν με τους Πράσινους και τους Φιλελεύθερους, όπως όλα δείχνουν, για να εξασφαλίσουν την περιπόθητη αυτοδυναμία στη Βουλή. Κι εκεί είναι που περιπλέκονται τα πράγματα.
Οι Πράσινοι παραδοσιακά προτιμούν ως εταίρους τους Σοσιαλδημοκράτες, ενώ οι Φιλελεύθεροι τα βρίσκουν καλύτερα με τους Χριστιανοδημοκράτες, όπως έχει τονίσει πολλάκις κι ο αρχηγός τους, Κρίστιαν Λίντνερ και εγείρουν ήδη αξιώσεις για υπουργεία. Κι η διαδικασία της σύγκλισης απόψεων και της μοιρασιάς των πόστων μπορεί να αποδειχθεί μακρά – την τελευταία φορά χρειάστηκε περίπου έξι μήνες για να μπορέσει η Άνγκελα Μέρκελ να ξεκινήσει την τελευταία της θητεία. Και μέχρι να ορκιστεί ο διάδοχός της, η σιδηρά κυρία της Γερμανίας θα παραμείνει ως μεταβατική καγκελάριος επικεφαλής της κυβέρνησης.
Κυβέρνηση «φανάρι» υπό τον Σολτς
Σοσιαλδημοκράτες και Πράσινοι έχουν πολλά κοινά σημεία αναφορικά με τους πολιτικούς τους στόχους, αλλά για να εξασφαλίσουν την πλειοψηφία στη γερμανική Βουλή θα χρειαστούν, όπως όλα δείχνουν, τους Φιλελεύθερους.
Το πρόβλημα είναι ότι οι τελευταίοι υπό τον Λίντνερ έχουν πει ότι δεν ξέρουν πώς θα καταφέρουν να γεφυρώσουν τις ιδεολογικές διαφορές που τους χωρίζουν από το SPD και το κόμμα της Μπέρμποκ. Οι Φιλελεύθεροι έχουν δεσμευτεί ότι δεν θα αυξηθούν οι φόροι και ότι θα επαναφέρουν το συνταγματικό φρένο στον κρατικό δανεισμό, απαιτήσεις που είναι δύσκολο να «καταπιούν» οι Σοσιαλδημοκράτες και οι Πράσινοι, που θέλουν να ενισχύσουν τις επενδύσεις στις υποδομές και να φορολογήσουν τα υψηλά εισοδήματα. Απευθυνόμενος στους οπαδούς του κόμματός του, που πανηγύριζαν επειδή οι Φιλελεύθεροι εξασφάλισαν για δεύτερη συνεχόμενη τετραετία διψήφιο ποσοστό, ο Λίντνερ είπε ότι οι Γερμανοί ψηφοφόροι έδειξαν με την ψήφο τους ότι επιθυμούν μια «κυβέρνηση του κέντρου», σχόλιο που δείχνει ότι δυσκολεύεται ακόμη να οραματιστεί μια σύμπραξη με τους Πράσινους και τους Σοσιαλδημοκράτες.
Συνασπισμός «Τζαμάικα» υπό τον Λάσετ
Την υποστήριξη Πρασίνων και Φιλελευθέρων επιδιώκει να εξασφαλίσει και ο Λάσετ. Το είχε άλλωστε προσπαθήσει και η Μέρκελ πριν από τέσσερα χρόνια, αλλά τότε τράβηξε το χαλί την τελευταία στιγμή ο Λίντνερ και οι συντηρητικοί αναγκάστηκαν να συμπορευτούν και πάλι με το SPD.
Αυτή τη φορά, ωστόσο, «ο ηττημένος» Λάσετ, «που θέλει να γίνει καγκελάριος», όπως σχολίασε η κεντροαριστερή Ζeit, δηλώνει αποφασισμένος να κάνει ό,τι περνά από το χέρι του για να προχωρήσει ο συνασπισμός «Τζαμάικα». Μόνον που οι Πράσινοι αναμένεται να ζητήσουν υψηλά ανταλλάγματα. Σε επίπεδο κρατιδίου CDU και Πράσινοι έχουν συμπράξει, αλλά σε ομοσπονδιακό μια τέτοια συνταγή δεν έχει δοκιμαστεί.
Ρυθμιστές οι Πράσινοι και οι Φιλελεύθεροι
Ο Λίντνερ πέταξε χθες το βράδυ μια πρόταση στους Πράσινους, να καθίσουν στο τραπέζι και να προσπαθήσουν να γεφυρώσουν τις διαφορές τους και στη συνέχεια να επιλέξουν αυτά τα δύο κόμματα ποιον θα επιθυμούσαν ως εταίρο. Αν πετύχουν μια επί της αρχής συμφωνία ίσως βρεθούν σε θέση να υπαγορεύσουν εκείνοι τους όρους των διαβουλεύσεων.
Ο Λίντνερ εποφθαλμιά το υπουργείο Οικονομικών – βλέψεις για το ίδιο πόστο έχει και ο συμπρόεδρος των Πρασίνων Χάμπεκ, ενώ το κόμμα του θα επιδιώξει να περάσει βασικές θέσεις του όσον αφορά στην πολιτική για το κλίμα από την ενέργεια μέχρι τις μεταφορές.
Πόσο πιθανό είναι το σενάριο ενός νέου μεγάλου συνασπισμού;
Ο λεγόμενος μεγάλος συνασπισμός θα ήταν μια επανάληψη της συμμαχίας που κυβερνούσε υπό την Μέρκελ τη Γερμανία την τελευταία τετραετία. Θα είναι, βέβαια, δύσκολο να εξηγήσουν το SPD και τα δύο αδελφά κόμματα της Χριστιανικής Ένωσης γιατί θα απέκλειαν τους Πράσινους και τους Φιλελεύθερους, ενώ τόσο ο Σολτς, αλλά ακόμη και ο Λάσετ, οραματίζονται την καγκελαρία, άρα μια νέα σύμπραξη των δύο παρατάξεων δεν φαντάζει και τόσο ρεαλιστική.
Από την άλλη, Σοσιαλδημοκράτες και Χριστιανοδημοκράτες θα είχαν μια ακλόνητη πλειοψηφία άνω των 400 εδρών στη Μπούντεσταγκ, άρα σε περίπτωση που οι διαβουλεύσεις με τα άλλα δύο κόμματα καταλήξουν σε αποτυχία, τίποτε δεν μπορεί να αποδειχθεί, μολονότι ουδείς εκ των δύο θα ήθελε μια επανάληψη του μεγάλου συνασπισμού.
Τα επόμενα βήματα
Μόλις γίνουν γνωστά τα τελικά αποτελέσματα τα κόμματα θα ξεκινήσουν τις πρώτες, διερευνητικές επαφές για να διαπιστώσουν αν υπάρχει αρκετό κοινό έδαφος για να βάλουν μπροστά τις επίσημες διαπραγματεύσεις για τη συγκρότηση κυβερνητικού συνασπισμού. Σε αντίθεση με άλλες χώρες την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στη Γερμανία δεν αναθέτει ο πρόεδρος της χώρας, αλλά τα κόμματα μελετούν τις δικές τους επιλογές.
Αν αποφασίσουν ότι είναι εφικτή μια συμμαχία, θα μπουν στις λεπτομέρειες με ειδικές ομάδες εργασίας από κάθε κόμμα να αναλαμβάνουν συγκεκριμένους τομείς πολιτικής, ενώ οι ηγέτες θα λειαίνουν τις άκρες διασφαλίζοντας τη συνέχιση της διαδικασίας. Χρονικά όρια δεν υπάρχουν, ενώ στη φάση αυτή αναμένονται μαραθώνιες συνεδριάσεις, συχνά και με εκτοξεύσεις απειλών περί αποχώρησης. Αν όλα πάνε καλά θα συνταχθεί στο τέλος το συμβόλαιο του συνασπισμού, που θα περιγράφει λεπτομερώς τα σχέδια της νέας κυβέρνησης για την επόμενη τετραετία και το οποίο θα πρέπει να υπογράψουν όλοι οι εταίροι. Το SPD έχει αναγγείλει ότι θα ζητήσει από τα μέλη του να επικυρώσουν το αποτέλεσμα, πράγμα που μπορεί να προκαλέσει περαιτέρω καθυστέρηση. Σε περίπτωση αδυναμίας σχηματισμού κυβέρνησης θα μπορούσαν να προκηρυχθούν νέες εκλογές, αλλά κάτι τέτοια θα ήταν λίαν ασυνήθιστο για τη Γερμανία που διαπνέεται από την κουλτούρα της πολιτικής σταθερότητας. Σε μια τέτοια περίπτωση πάντως, θα παρέμβει, όπως αναμένεται ο πρόεδρος της Δημοκρατίας, Φρανκ Βάλτερ Στάινμαγιερ απευθύνοντας έκκληση στα κόμματα να τα βρουν για το καλό της χώρας, όπως είχε κάνει και προ τετραετίας.
Πότε θα αποκτήσει η Γερμανία τον διάδοχο της Μέρκελ;
Τόσο ο Όλαφ Σολτς όσο και ο Άρμιν Λάσετ τόνισαν σε χθεσινό τηλεοπτικό ντιμπέιτ των αρχηγών των κομμάτων ότι στόχος τους είναι να έχουν συγκροτήσει νέο συνασπισμό μέχρι τα τέλη Δεκεμβρίου.
«Θα πρέπει να φροντίσουμε, να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να διασφαλίσουμε ότι θα έχουμε τελειώσει μέχρι τα Χριστούγεννα», είπε ο Σοσιαλδημοκράτης υποψήφιος καγκελάριος στο ARD. Στην ίδια εκπομπή ο Λάσετ είπε ότι έχει τον ίδιο στόχο: «Ναι, σίγουρα πριν από τα Χριστούγεννα». Όταν τα κόμματα θα έχουν υπογράψει τη συμφωνία για τον κυβερνητικό συνασπισμό, θα διεξαχθεί ψηφοφορία στη Βουλή για την εκλογή του νέου καγκελαρίου. Αν η διαδικασία αυτή παραταθεί πέρνα της 19ης Δεκεμβρίου, τότε η Μέρκελ θα έχει ξεπεράσει τον Χέλμουτ Κολ και θα είναι η καγκελάριος με τη μεγαλύτερη θητεία στην ιστορία της μεταπολεμικής Γερμανίας.