H καθαρή πιστωτική επέκταση θα ενισχυθεί το 2024 χάρη στον ισχυρό ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας και τους ευρωπαϊκούς πόρους, που έως το 2027 εκτιμάται ότι θα ξεπεράσουν τα 60 δισ. ευρώ, τόνισε ο διευθύνων σύμβουλος της Τράπεζας Πειραιώς Χρήστος Μεγάλου, μιλώντας σήμερα στο συνέδριο που συνδιοργάνωσαν το Χρηματιστήριο Αθηνών και η Morgan Stanley στο Λονδίνο, σε συζήτηση με τους επικεφαλής των άλλων ελληνικών συστημικών τραπεζών.
Σύμφωνα με τον κ. Μεγάλου, οι παράγοντες που θα συμβάλλουν στην ενίσχυση της καθαρής πιστωτικής επέκτασης τον επόμενο χρόνο είναι:
* Η ταχύτερη ανάπτυξη του ΑΕΠ, το οποίο αυξάνεται με διπλάσιο ρυθμό από τον μέσο ρυθμό της ΕΕ το 2023, και εκτιμάται ότι θα ενισχυθεί κατά περίπου 3% το 2024 και τις επόμενες χρονιές λόγω των ισχυρής ροής ξένων επενδύσεων, της εσωτερικής ζήτησης και των εσόδων από τον τουρισμό.
* Οι χαμηλότερες αποπληρωμές από τους εταιρικούς πελάτες, καθώς αναμένεται μείωση των επιτοκίων στο προσεχές διάστημα και παράλληλα, αύξηση των εταιρικών κερδών.
* Οι χρηματοδοτήσεις από το Ταμείο Ανάκαμψης (RRF), για τις οποίες η ζήτηση παραμένει υψηλή ενώ υπάρχει μεγάλος αριθμός υπογεγραμμένων συμβάσεων σε αναμονή για εκταμίευση.
* Η επιτάχυνση της Ενεργειακής Μετάβασης. Όπως τόνισε ο κ. Μεγάλου, «οι ελληνικές τράπεζες έχουν τη μοναδική ευκαιρία να μετατρέψουν την πορεία της χώρας στην ενεργειακή μετάβαση σε μια ισχυρή επιχειρηματική ευκαιρία» και προσέθεσε ότι «η Τράπεζα Πειραιώς είναι ο ηγέτης στην χρηματοδότηση επιχειρήσεων και ιδιωτών στην προσπάθεια τους για επίτευξη των στόχων τους για ενεργειακή απόδοση». Ανέφερε δε ως παράδειγμα τα δάνεια για ανακαινίσεις ακινήτων για να βελτιωθεί η ενεργειακή τους κλάση.
* Η ισχυρή δυναμική στην αγορά ακινήτων καθώς διατηρείται η ανοδική πορεία των τιμών κατά 14% στο εννεάμηνο φέτος, ύστερα από ετήσια αύξηση 12% στο 2022.
* Τα επιδοτούμενα προγράμματα, όπως το πρόγραμμα επιδότησης κατοικίας για νέους «Το Σπίτι μου», τα οποία συμβάλλουν στην περαιτέρω ενίσχυση της ζήτησης για δάνεια.
Ο διευθύνων σύμβουλος της Τράπεζας Πειραιώς ανέφερε ότι φέτος η πιστωτική επέκταση επιβραδύνθηκε φέτος σε σχέση με τις αρχικές προσδοκίες, κυρίως λόγω των αυξημένων αποπληρωμών που προκάλεσαν τα υψηλά επιτόκια. Κατά τη διάρκεια των πρώτων 9 μηνών του 2023, οι 4 συστημικές ελληνικές τράπεζες διέθεσαν περίπου 25 δισ. ευρώ για νέα δάνεια σε επιχειρήσεις και ιδιώτες, αλλά οι αποπληρωμές ξεπέρασαν τα 24 δισ. ευρώ, αφήνοντας στην αγορά μόνο μια μικρή καθαρή πιστωτική επέκταση. Λόγω των υψηλών επιτοκίων καταγράφεται επίσης μείωση στη ζήτηση στεγαστικών δανείων.
Ο κ. Μεγάλου τόνισε ότι η ελληνική οικονομία και οι επιχειρήσεις επωφελούνται από τη σημαντική ροή κεφαλαίων της ΕΕ από διάφορα προγράμματα, όπως το RRF, το RePowerEU, το EΣΠΑ, με το σύνολο των ευρωπαϊκών κεφαλαίων που θα κατευθυνθούν στην Ελλάδα έως το 2027 να εκτιμάται ότι θα ξεπεράσουν τα 60 δισ. ευρώ. «Ως χώρα έχουμε πετύχει τη μέγιστη κατανομή κεφαλαίων από το RRF και μετά την πρόσφατη έγκριση του τροποποιημένου Σχεδίου Ανθεκτικότητας και Ανάκαμψης της Ελλάδας από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τα συνολικά κεφάλαιά του για την Ελλάδα ανέρχονται σε 36 δισ. ευρώ συνολικά», επισήμανε ο κ. Μεγάλου.
Σύμφωνα με τις αρχικές εκτιμήσεις, το RRF αναμένεται να ενισχύσει το πραγματικό ΑΕΠ κατά 7% έως το 2026, ενώ οι επενδύσεις από τον ιδιωτικό τομέα αναμένεται να αυξηθούν κατά 20%. Λόγω των μεταρρυθμίσεων και της υψηλότερης παραγωγικότητας, το ΑΕΠ και η απασχόληση παρουσιάζουν μόνιμα οφέλη μακροπρόθεσμα, τόνισε. Η Ελλάδα έχει επιτύχει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά απορρόφησης κεφαλαίων RRF στη ζώνη του ευρώ μέχρι στιγμής, έχοντας λάβει 12,8 δισ. ευρώ, 60% σε επιχορηγήσεις και 40% σε δάνεια. Το ποσό αυτό αντιστοιχεί στο 7% του ελληνικού ΑΕΠ, έναντι 4% και 3% των αντίστοιχων ποσών που εκταμιεύονται στην Ιταλία και την Ισπανία.
Όπως υπογράμμισε ο CEO της Τράπεζας Πειραιώς, όλες οι ελληνικές τράπεζες είναι σήμερα πολύ ενεργές στη χρηματοδότηση μέσω RRF. «Στην Τράπεζα Πειραιώς», είπε, «έχουμε ήδη συνάψει 71 δάνεια συνδεδεμένα με το RRF, με περίπου 4 δισ. ευρώ προϋπολογισμένα έργα, εκ των οποίων το 1 δισ. ευρώ είναι δική μας χρηματοδότηση. Η ζήτηση επικεντρώνεται κυρίως σε έργα φωτοβολταϊκών/πράσινων έργων, ξενοδοχειακών επιχειρήσεων και έργα ανάπτυξης δικτύων οπτικών ινών ενώ από τις 71 συμβάσεις, οι 46 αφορούν μικρομεσαίες επιχειρήσεις, χρηματοδοτώντας επενδύσεις ύψους 600 εκατ. ευρώ, κατανεμημένες σε διάφορους τομείς, όπως Τουρισμός, Μεταποίηση, IT – Software, Logistics».