Είναι αληθές ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει θέση ως πρώτη προτεραιότητα την μείωση του πλεονάσματος που θα φέρει και ανάπτυξη στην χώρα. Είναι πασιφανές ότι τα υψηλά πλεονάσματα που συμφώνησε πολύ επιπόλαια η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ θέλουν αναθεώρηση.
Μέχρι και το τέλος του χρόνου αναμένεται να έχουμε συμφωνία για τη διαφορετική καταγραφή των ANFA που θα ανοίξει τον δρόμο για μια πρώτη αναθεώρηση των δημοσιονομικών στόχων κατά περίπου 0,7% του ΑΕΠ ως το 2022.
Πριν ξεκινήσει η ουσιαστική συζήτηση για την οριζόντια μείωση των στόχων για πρωτογενή πλεονάσματα ως το 2060 που συμφώνησε ο ΣΥΡΙΖΑ το οικονομικό επιτελείο είχε θέσει το θέμα της διαφορετικής καταγραφής των κερδών από τα ελληνικά ομόλογα τα οποία διακρατούν η ΕΚΤ και οι άλλες Κεντρικές Τράπεζες για τα οποία ένα χρόνο νωρίτερα συμφωνήθηκε να αποδίδονται σε εξαμηνιαίες δόσεις των 600 εκατ. ευρώ από το 2019 έως και 2022.
Τα χρήματα αυτά υπολογίζονται στα δημόσια έσοδα με βάση τον ενιαίο Ευρωπαϊκό Στατιστικό Κώδικα (ESA 2010) αλλά για έναν περίεργο λόγο δεν υπολογίζονται στα δημόσια έσοδα με όρους ενισχυμένης εποπτείας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το πρωτογενές πλεόνασμα με βάση την ενισχυμένη εποπτεία να υπολείπεται κατά 1,2 δισ. σε σύγκριση με την πρόβλεψη που κάνει η Eurostat.
To θέμα είχε τεθεί από τις πρώτες επαφές του οικονομικού επιτελείου με τους εκπροσώπους των θεσμών και είχε βρει θετική ανταπόκριση. Τούτο με δεδομένο ότι αυτό που ζητά σήμερα η Ελλάδα ίσχυε κατά το δεύτερο μνημόνιο αλλά αναιρέθηκε στο τρίτο μνημόνιο, αφού θεωρήθηκε από το καλοκαίρι του 2015 ότι η Ελλάδα θα πρέπει να πιεστεί να πετύχει τους αναθεωρημένους τότε δημοσιονομικούς στόχους χωρίς διευκολύνσεις.
Αλλωστε το καταστατικό της ΕΚΤ σύμφωνα με το οποίο υποχρεούται να επιστρέψει τα χρήματα από τα κέρδη των ομολόγων στα κράτη μέλη (αφού απαγορεύεται και να τις δανείζει αλλά και να κερδίζει από τα χρηματοοικονομικά τους στοιχεία) ξεχάστηκε από όλους.
Σε αυτή τη βάση τα χρήματα αυτά που ήταν τότε περίπου 7 δισ. και τώρα έχουν μειωθεί στα 4,8 δισ. ευρώ (λόγω σταδιακής εξόφλησης των ομολόγων της ΕΚΤ) στο τρίτο μνημόνιο δεν μπήκαν ποτέ στο πλαίσιο χρηματοδότησης της Ελλάδας που είχε ως μοναδικό σημείο αναφοράς το δάνειο των 86 δισ. ευρώ από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας.
Μετά το τέλος του τρίτου μνημονίου τα χρήματα αυτά συμφωνήθηκε να αποδοθούν στην Ελλάδα (μάλιστα ήταν ένα από τα μεσοπρόθεσμα μέτρα υπό αίρεση για το χρέος) με βάση την πρόοδό της σε ένα συγκεκριμένο πακέτο μεταρρυθμίσεων.
Πότε και πώς
Η συζήτηση που άνοιξε στα μέσα του καλοκαιριού είχε ως προοπτική να έχουμε τη συμφωνία των θεσμών και των εταίρων και δανειστών μέχρι και το τέλος του χρόνου, ίσως στο Eurogroup του Δεκεμβρίου.
Με την ομόφωνη συμφωνία όλων η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε συνεργασία με τον ΕΜΣ θα πρέπει να αναθεωρήσουν και τον μηχανισμό ελέγχου της καταβολής των χρημάτων αυτών μέσα στο πρώτο τρίμηνο του 2020.
Μόλις δημιουργηθεί και ο μηχανισμός αυτός τότε η Ελλάδα θα μπορεί να υπολογίζει τα χρήματα που θα παίρνει από τα κέρδη των ομολόγων και στο πρωτογενές της πλεόνασμα.
Σε πιο πρακτική βάση το 2020 η Ελλάδα θα αποκτήσει ξαφνικά μέσα στην άνοιξη επιπλέον πρωτογενές πλεόνασμα για το οποίο δεν θα έχει κανείς αμφιβολίες αν θα επιτευχθεί ή όχι για να το διαθέσει σε ελαφρύνσεις ή αναπτυξιακές δράσεις.
Παράλληλη διαπραγμάτευση
Παράλληλα με τη διευθέτηση του θέματος με τα ANFA θα εξελίσσεται και η παράλληλη – και πιο σοβαρή – διαπραγμάτευση για την επίσημη μείωση των δημοσιονομικών στόχων μέχρι και το 2060.
Ηδη τα αποτελέσματα στον δανεισμό του Δημοσίου από την αρχή του 2019 δείχνουν ότι οι υπολογισμοί που έγιναν την άνοιξη του 2018 για την πορεία και κυρίως το επιτόκιο αναχρηματοδότησης του ελληνικού χρέους (η Ε.Ε. υπολόγιζε 5,4% μέχρι και το 2060) ήταν μάλλον εξαιρετικά συντηρητικά.
Το στοιχείο για το οποίο θέλει να πείσει η ελληνική πλευρά τους δανειστές και ειδικά τον ευρωπαϊκό βορρά είναι ότι η συγκυριακή μείωση των αποδόσεων των ομολόγων του Δημοσίου θα στηριχτεί και από τη βελτίωση της πραγματικής οικονομίας. Εκτός από την υλοποίηση εμπροσθοβαρών μεταρρυθμίσεων στις οποίες θέλει να προχωρήσει η νέα κυβέρνηση έχει βάλει στοίχημα να επιταχύνει μέχρι και διπλασιασμό στον ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας από φέτος ακόμη.
Brexit
Πάντως όλα τα μέλη κατανοούν ότι η οικονομική επιβράδυνση στις μεγάλες οικονομίες της ζώνης του ευρώ σε συνδυασμό με ένα Brexit που δεν ξέρει ακόμη κανείς πότε και πώς θα γίνει δεν ευνοούν μια απόφαση για σημαντική δημοσιονομική χαλάρωση της Ελλάδας μέσα στο 2020. Για τον λόγο αυτό το οικονομικό επιτελείο θα περιμένει να καταγραφούν πρώτα συγκεκριμένα αποτελέσματα στο πεδίο της ανάπτυξης πριν σηκώσει τη συζήτηση για το θέμα. Το βασικό ζήτημα θα είναι η έφεση των ίδιων των θεσμών να αναθεωρήσουν την έκθεση βιωσιμότητας του χρέους της Ελλάδα υπό το φως των νέων δεδομένων. Αν η έκθεση αυτή αποδείξει ότι η βιωσιμότητα διατηρείται χωρίς υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα τότε όλοι θα υποχρεωθούν να συζητήσουν για αλλαγές.