Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα σήμερα δεν θυμίζει σε τίποτα αυτό της περασμένης δεκαετίας σημειώνει σε άρθρο του στα Παραπολιτικά ο διοικητης της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας.
Οι ελληνικές τράπεζες έχουν εξυγιάνει πλήρως τους ισολογισμούς τους και διαθέτουν πλέον επίπεδα ρευστότητας, κεφαλαιακής επάρκειας και κερδοφορίας ανάλογα με αυτά των ευρωπαϊκών τραπεζών. Ενδεικτικά:
Με προσωρινά στοιχεία Δεκεμβρίου 2023, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΜΕΔ) μειώθηκαν, για πρώτη φορά από την έναρξη της κρίσης, κάτω από τα 10 δισ. ευρώ, ενώ οι σημαντικές τράπεζες διαθέτουν πλέον μέσο δείκτη ΜΕΔ κάτω από 5%.
Η οργανική κερδοφορία των τραπεζών, με βάση τα δημοσιευμένα στοιχεία για όλο το 2023, έχει ενισχυθεί σημαντικά, κυρίως από τα καθαρά έσοδα τόκων, και οι δείκτες αποδοτικότητάς τους έχουν διαμορφωθεί σε ικανοποιητικό επίπεδο.
Ο μέσος δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας βρίσκεται άνω του 18% και υπερβαίνει αρκετά το ελάχιστο απαιτούμενο επίπεδο από τις εποπτικές Αρχές, ωθούμενος, μεταξύ άλλων, από τη σημαντική ενίσχυση της οργανικής κερδοφορίας.
Η ρευστότητα παραμένει ικανοποιητική, παρά την περαιτέρω μείωση της χρηματοδότησης από το ευρωσύστημα μέσω των στοχευμένων πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (TLTRO ΙΙΙ). Οι καταθέσεις κινούνται ανοδικά και οι εποπτικοί δείκτες ρευστότητας είναι σε υψηλά επίπεδα. Οι τράπεζες έχουν πλέον πλήρη πρόσβαση στις αγορές, ενώ οι αναβαθμίσεις της κρατικής πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδος έχουν οδηγήσει σε μείωση του κόστους χρηματοδότησής τους και διευκολύνουν την κάλυψη της Ελάχιστης Απαίτησης Ιδίων Κεφαλαίων και Επιλέξιμων Υποχρεώσεων (MREL).
Παράλληλα, είναι σε εξέλιξη ενέργειες προκειμένου να δημιουργηθεί ένας «πέμπτος πόλος» στο τραπεζικό σύστημα, με τη συγχώνευση της Attica Bank και της Παγκρήτιας Τράπεζας, με την ταυτόχρονη εξυγίανση του ισολογισμού τους μέσω της χρήσης του προγράμματος «Ηρακλής 3». Οι πρόσφατες, επιτυχείς συναλλαγές αποεπένδυσης του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) από τις συμμετοχές του στις ελληνικές σημαντικές τράπεζες αποδεικνύουν ότι το ελληνικό τραπεζικό σύστημα έχει επανέλθει πλήρως στην κανονικότητα (το ΤΧΣ διαθέτει πλέον μόνο 18,4% στο μετοχικό κεφάλαιο της Εθνικής Τράπεζας). Έχοντας ιδιωτικοποιηθεί πλήρως και με υγιή, θεμελιώδη μεγέθη, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα μπορεί να ατενίζει το μέλλον με αισιοδοξία. Οι τράπεζες έχουν επανεκκινήσει τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας, ενώ οι ρυθμοί πιστωτικής επέκτασης θα τονωθούν και από τις εκταμιεύσεις των επιχειρηματικών δανείων που συνδέονται με τον Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Επίσης, οι τράπεζες επενδύουν στον ψηφιακό μετασχηματισμό (digitalisation) των εργασιών τους, προκειμένου να βελτιώσουν τις παρεχόμενες υπηρεσίες προς τους πελάτες τους, αλλά και να μειώσουν το λειτουργικό κόστος. Τέλος, η επέκταση σε νέες δραστηριότητες και στο εξωτερικό αναμένεται να ενισχύσει τα αποτελέσματά τους. Ωστόσο, παρά τις θετικές προοπτικές, οι προκλήσεις για το τραπεζικό σύστημα παραμένουν και προέρχονται πρωτίστως από εξωγενείς παράγοντες.
Ειδικότερα, οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι είναι αυξημένοι και θα μπορούσαν να επηρεάσουν σημαντικά αγορές και τράπεζες παγκοσμίως. Επιπρόσθετα, το τρέχον οικονομικό περιβάλλον χαμηλότερης οικονομικής ανάπτυξης και υψηλών επιτοκίων ενδεχομένως εγκυμονεί κινδύνους, καθώς οδηγεί σε περιοριστικότερες συνθήκες χρηματοδότησης και επιβαρύνει τη χρηματοοικονομική κατάσταση ευάλωτων δανειοληπτών (μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων και νοικοκυριών).
Τέλος, εμφανίζονται νέοι κίνδυνοι , όπως η κλιματική αλλαγή και οι κυβερνοεπιθέσεις (cyber attacks). Χρειάζεται λοιπόν επαγρύπνηση από τις Αρχές, αλλά και τις διοικήσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων, προκειμένου να παραμείνει το εγχώριο τραπεζικό σύστημα σε τροχιά ανάπτυξης.