Τεχνοκρατικού χαρακτήρα, σε πρώτη ανάγνωση, ο επικοινωνιακός χαμός για το νομοσχέδιο για την ίδρυση στην Ελλάδα «μη κερδοσκοπικών-μη κρατικών πανεπιστημίων» ως παραρτημάτων ιδρυμάτων του εξωτερικού σε συνεργασία με τα εγχώρια ΑΕΙ.
ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΥΦΑΝΤΗ
Την πρώιμη αντιπαράθεση μονοπώλησαν κάποιες ισχνές αναφορές στο άρθρο 16 του Συντάγματος, οι κτιριακές και ακαδημαϊκές προϋποθέσεις της ίδρυσης των παραρτημάτων αυτών, το υπαρκτό ή μη ενδιαφέρον των ξένων ιδρυμάτων (ακούστηκαν και μερικά ονόματα στο σωρό), ο τρόπος εισαγωγής σε αυτά τα νέα ιδρύματα και οι αρχικές προβλέψεις για την αντίδραση της μείζονος και ελάσσονος αντιπολίτευσης ( μεταξύ τους έχει μπερδευτεί λίγο το πράγμα, μετά τον κακό χαμό στην Κουμουνδούρου) σε συνδυασμό «με το ρωμαλέο φοιτητικό κίνημα των Γαβρόγλου-Μπαλτά».
Η ουσία της κυβερνητικής επιλογής παρέμεινε εκτός στόχευσης να κινείται υπόγεια στην δημόσια αντιπαράθεση, μερικώς να υπονοείται και σε κάθε περίπτωση να ξορκίζεται ένθεν-κακείθεν ως κάτι το φαντασιακό για το οποίο δεν υπάρχει χρόνος ή διάθεση να έρθει στο προσκήνιο και να αποτελέσει την συστατική της ιστορικής μεταρρύθμισης παράμετρο.
Πρόκειται για την κομβικής σημασίας ιδεολογική αντεπίθεση που, επιτέλους, ο κλασσικός φιλελευθερισμός, με αιχμή του δόρατος την κυβέρνηση και την υποστήριξη σχεδόν του συνόλου των διάφορων «ακροκεντρώων» κάθε λογής και κάθε αφετηρίας, επιχειρεί απέναντι στην μονοκρατορία του αρχαϊκού μαρξισμού και στην επικυριαρχία των αριστερών επιγόνων του, με στόχο να εναρμονίσει το γενικότερο πολιτικό περιβάλλον της περιόδου με τις ιδεολογικές του αφετηρίες και να διευκολύνει με αυτό τον τρόπο την συνολική κίνηση της κοινωνίας προς τον 21ο αιώνα.
Η εξέλιξη θεωρείται-και είναι- ιστορικής σημασίας για το παρόν και –κυρίως- το μέλλον της χώρας, καθώς, εκτός όλων των πρακτικών ζητημάτων που λύνει, κανονικοποιεί τις βασικές προτεραιότητες και στοχεύσεις που η ελληνική κοινωνία έχει ανάγκη να επιβεβαιώσει και να διεκδικήσει σε ένα περιβάλλον τεχνητής νοημοσύνης, τις ιδεολογικοποιεί, όπως χρειάζεται να συμβεί και τις καθιστά επικυρίαρχες στο ανελέητο παιχνίδι με δοξασίες και παραμυθίες του 19ου αιώνα, οι οποίες βρήκαν πρόσφορο έδαφος μετεμφυλιακά και αποθεωτική αποχή μεταπολιτευτικά σε ένα κοινωνικό σώμα «χαμένο στο διάστημα», αμφίσημο και διεκδικήσιμο από την σοβιετολαγνεία και τους κατασκευασμένους αριστερούς μύθους.
Η υλοποίηση της κυβερνητικής πρόβλεψης στον ταχύτερο δυνατό χρόνο λειτουργεί, επίσης, αποδιαρθρωτικά στον πυρήνα της επίσημης αριστερής ιδεοληψίας για τα πανεπιστήμια και τον ρόλο τους στην κοινωνική εξέλιξη, ουδετεροποιεί τις πολιτικές προτεραιότητες των επαγγελματιών άεργων της δήθεν επανάστασης και αφαιρεί, στην ουσία ακυρώνει, την βασική μήτρα παραγωγής πολιτικής και στελεχών για όλα τα αριστερά μορφώματα, βασικά τα αποκλείει, πλέον, από την ιδεολογική τους ηγεμονία με όπλο την ακραία στρεβλή μεταπολιτευτική πρόταση για τον ρόλο της ανώτατης εκπαίδευσης.
Για να ουσιαστικοποιηθεί περαιτέρω η εξέλιξη αυτή, η προοπτική της οποίας χαροποιεί ιδιαίτερα κάθε κανονικό πολίτη μιας αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, ο οποίος έχει απορρίψει «μετά βδελυγμίας» τις παλαιοκομμουνιστικές πομφόλυγες, χρειάζεται ένα επιπλέον βήμα.
Να προβλεφθεί στο υπό κατάθεση νομοσχέδιο η απαγόρευση διάφορων «ταραγμένων» κάθε είδους να ιδρύουν διάφορων ειδών «νεολαίες» με τη μορφή συνδικαλιστικών φοιτητικών παρατάξεων, οι οποίες ιστορικά προορίζονται να παίξουν, όπως συμβαίνει στο ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο, από τον ρόλο του «κράχτη» υπέρ των παλαιοκομμουνιστικών ιδεολογημάτων έως τον ρόλο του συνδιαχειριστή της εξουσίας εντός των πανεπιστημίων με τελικό στόχο την «κονόμα», με διάφορους νόμιμους και ημι-νόμιμους τρόπους σε συνεργασία με το πασίγνωστο και «διάσημο» για τον ρόλο του καθηγητικό κατεστημένο.
Η κυβέρνηση οφείλει, εκ του ρόλου της και του χαρακτήρα της, να κλείσει κάθε παράθυρο προς αυτή την κατεύθυνση. Να αρνηθεί να υποκύψει στις πιέσεις μερικών δήθεν «δημοκρατών» με μοναδικό τους όραμα την κατάργηση κάθε ίχνους δημοκρατίας και την αναβίωση του σταλινισμού, να σταθεί απέναντι σε δήθεν «δημοκρατικά δικαιώματα» μερικών αισχρών «μειοψηφιών», που διεκδικούν και πετυχαίνουν να ηγεμονεύσουν στα δημόσια ΑΕΙ με βάση την άσκηση κάθε είδους δύναμης, ακόμη και φυσικής βίας, να οργανώσει τις άμυνες απέναντι στην δεδομένη αριστερή τρομολαγνεία για να διασφαλίσει την επιβίωση αυτών των ιδρυμάτων.
Οι επιθέσεις των αριστερών πολιτικών σχημάτων στα ιδρύματα αυτά, από την ώρα που κοινοβουλευτικά δεν μπορούν να αποτρέψουν την ίδρυση τους, θα μεταφερθούν στο εσωτερικό τους, με στόχο να αποδυναμώσουν την ορθολογική λειτουργία τους, «να τα κάνουν σαν τα μούρα τους» και στο τέλος να τα ακυρώσουν, ώστε να επιβεβαιωθεί ο ιδεολογικός μονοχνωτισμός τους και να «δικαιωθεί» η διαχρονική ηγεμονία τους.
Η κυβερνητική μεταρρυθμιστική δυναμική δεν μπορεί να παραβλέψει αυτή την εξαιρετικά ισχυρή πιθανότητα και για το λόγο αυτό απαιτείται να διαμορφώσει εξαρχής τους όρους που θα αποτρέπουν τον νεοσταλινισμό να βρει χώρο να αναπτυχθεί εντός των νέων ΑΕΙ, εξέλιξη που θα διευκολύνει σημαντικά την εκρίζωση ανάλογων φαινομένων και στα δημόσια πανεπιστήμια, για να αποκτήσουν, επιτέλους, τα ιδρύματα αυτά τον ρόλο που έχουν σε όλες τις κανονικές αστικές κοινοβουλευτικές δημοκρατίες.