Η ελληνική οικονομία πάει πολύ καλύτερα από τις αρχικές προβλέψεις, αλλά την ίδια στιγμή τα οικονομικά των νοικοκυριών και της πλειονότητας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, συμπιέζονται λόγω της ακρίβειας και των αυξημένων υποχρεώσεων
Η βελτίωση των δημοσιονομικών και μακροοικονομικών δεικτών αποτελεί προπομπό για βελτίωση των μεγεθών στην πραγματική οικονομία και την καθημερινότητα του πολίτη, καθώς υπάρχει μια σημαντική χρονική υστέρηση στην αφομοίωση των θετικών εξελίξεων σε αντίθεση με τις αρνητικές οι οποίες φαίνονται σχεδόν άμεσα.
Γράφει ο Λουκάς Γεωργιάδης
Βρισκόμαστε στα μισά του έτους και φαίνεται ότι υπάρχει μια καθαρή εικόνα σε σχέση με την πορεία υλοποίησης των φετινών στόχων. Το διεθνές περιβάλλον μπορεί να μην είναι εξόχως φιλικό, ωστόσο, δεν είναι έντονα αρνητικό, ώστε να οδηγήσει σε ανατροπές. Τα θετικά οφέλη για την οικονομία αντανακλώνται σε μια σειρά σημαντικών μεγεθών, τα οποία, διαμορφώνουν ένα πολύ ευνοϊκό περιβάλλον.
Ο προϋπολογισμός κατά το πρώτο εξάμηνο του έτους, εμφανίζει υψηλότερο πρωτογενές πλεόνασμα κατά 1,7 δισ. ευρώ σε σχέση με τον αρχικό στόχο, ενώ το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού είναι μικρότερο κατά 1,36 δισ. ευρώ.
Η υπέρβαση του στόχου των φορολογικών εσόδων κατά 1,377 δισ. ευρώ είναι αποτέλεσμα της αυξημένης κατανάλωσης λόγω των υψηλότερων τιμών αγαθών και υπηρεσιών, αλλά και των ηλεκτρονικών συναλλαγών και των μέτρων που έχει λάβει η κυβέρνηση για να περιορίσει τη φοροδιαφυγή. Τα μέτρα αυτά αποδίδουν και η θεαματική υπέρβαση του στόχου των φορολογικών εσόδων, δείχνει τον δρόμο. Οι εισπράξεις από τον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων και επιχειρήσεων δείχνουν ότι η οικονομία πήγε καλύτερα πέρυσι, πάει πολύ καλύτερα φέτος και δημιουργεί ήδη πολύ υψηλές προσδοκίες για αυξημένες εισπράξεις το 2025.
Οι αυξημένες εισπράξεις από ΦΠΑ, ιδίως κατά το διάστημα Μαρτίου-Ιουνίου σχετίζεται με το νέο ρεκόρ που έρχεται φέτος στις τουριστικές αφίξεις και εισπράξεις. Μια πρώτη σημαντική επίδραση αυτών, αποτυπώνεται στις καταθέσεις. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τραπέζης Ελλάδος, τον Ιούνιο “απογειώθηκαν” κατά 3,826 δισ. ευρώ, φτάνοντας τα 195 δισ. ευρώ. Τα 3,051 δισ. ευρώ από την αύξηση αφορούν τις επιχειρήσεις και σχετίζονται με τον τουρισμό, ενώ τα νοικοκυριά, παρά την ακρίβεια κατάφεραν (έστω αυτά που μπόρεσαν) να αυξήσουν τις αποταμιεύσεις τους κατά 775 εκατ. ευρώ.
Η εντυπωσιακή ενίσχυση των καταθέσεων σε συνδυασμό με την προώθηση πολλών επενδυτικών προγραμμάτων του Ταμείου Ανάκαμψης και του ΕΣΠΑ, έχουν βάλει δυναμικά τις τράπεζες στο παιχνίδι των χορηγήσεων. Είναι ενδεικτικό ότι τον Ιούνιο, η μηνιαία καθαρή ροή δανείων προς τον ιδιωτικό τομέα ανήλθε σε 3,313 δισ. ευρώ που αποτελεί ρεκόρ των τελευταίων πολλών μηνών και αποτυπώνει την ισχυρή αναπτυξιακή δυναμική που έχει η οικονομία. Η επιστροφή στον πτωτικό κύκλο των επιτοκίων και η επιτάχυνση των χρηματοδοτήσεων για έργα του Ταμείου Ανάκαμψης και του ΕΣΠΑ, ενισχύουν τη δυναμική της οικονομίας.
Με βάση τα τελευταία στοιχεία, προκύπτει σημαντική αύξηση του τζίρου στο λιανικό εμπόριο, αλλά και τη βιομηχανία, ενώ η οικοδομική δραστηριότητα συνεχίζει… απτόητη, παρά το γεγονός ότι ο τιμάριθμος των οικοδομικών υλικών “τρέχει” με διπλάσιο ποσοστό σε σχέση με τον γενικό πληθωρισμό. Όλα αυτά συμβαίνουν γιατί υπάρχει επενδυτική άνοιξη στις νέες κατασκευές, οι οποίες εν πολλοίς σχετίζονται με την κατασκευή τουριστικών και βιομηχανικών εγκαταστάσεων, αλλά και νέων κατοικιών προς εκμετάλλευση.
Βέβαια, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι παρά την αδιαμφισβήτητη στεγαστική κρίση, η κυβέρνηση σε πολλές περιπτώσεις εξαντλεί την αυστηρότητα της, εισάγοντας πρακτικές σοσιαλκομμούνας σε μια ελεύθερη αγορά.
Ουδείς διαφωνεί με παρεμβάσεις για την προστασία του κοινωνικού συνόλου, αλλά έχει αποδειχθεί ότι όταν το Κράτος παρεμβαίνει… υπέρμετρα στις αγορές, τότε τα κάνει… μαντάρα! Εκεί θα χρειαστεί μια σχετική προσοχή από την πλευρά της κυβέρνησης, καθώς μαζί με τον τεκμαρτό τρόπο φορολόγησης των ελεύθερων επαγγελματιών, δίνεται η εντύπωση μιας… επίθεσης κατά της μεσαίας τάξης. Πολιτικά αυτό δεν συμφέρει την κυβέρνηση, ενώ οικονομικά, οι παρεμβάσεις της μπορεί να δημιουργήσουν σοβαρές στρεβλώσεις σε μια οικονομία που έχει ανάγκη ακόμη και από το τελευταίο… σεντ.
Η ταχύτερη σύγκλιση της Ελλάδας προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο επιβεβαιώνεται όχι μόνο από τα στοιχεία της κυβέρνησης και της Τραπέζης Ελλάδος, αλλά και από τους διεθνείς οργανισμούς. Η δυναμική της ελληνικής οικονομίας για τα επόμενα τριάμισι χρόνια θεωρείται αδιαμφισβήτητη, εκτός και αν προκύψουν έκτακτα και πολύ ανατρεπτικά γεγονότα. Για παράδειγμα ένας πιο… γενικευμένος πόλεμος μεταξύ Ρωσίας και Ευρώπης θα μπορούσε να βάλει “φρένο” στις οικονομικές προοπτικές. Το ίδιο θα μπορούσε να συμβεί αν η ένταση στη Μέση Ανατολή πολλαπλασιαστεί.
Βέβαια, δεν θέλουμε να σκεφτούμε μια μεγάλη ανατροπή στα οικονομικά, λόγω ενός μεγάλου σεισμού, ενός… “Ντάνιελ” ή πολλών μικρών “Ντάνιελ”! Εκεί η ανάγνωση και η προσέγγιση των πραγμάτων αλλάζει. Αν δεν μας βρει κάτι πολύ στραβό, στο τέλος της τετραετίας μπορεί να έχουμε δημόσιο χρέος ακόμη και κάτω από το 120% και στο τέλος της δεκαετίας κάτω από το 100% του Ακαθαρίστου Εγχωρίου Προϊόντος.
Σε κάθε περίπτωση, υπάρχουν οι προϋποθέσεις ώστε να επανέλθει το αξιόχρεο της χώρας τουλάχιστον στη διαβάθμιση ΑΑ- έως το τέλος του 2027. Δηλαδή εκεί που βρισκόμασταν το 2008, όταν ζούσαμε την… ανέμελη μακαριότητα του υπερδανεισμού και των ελλειμμάτων. Μέχρι το τέλος της τετραετίας φαίνεται, ότι εκτός πολύ σοβαρού απρόοπτου, η πολιτική σταθερότητα είναι εξασφαλισμένη.
Η σταθερότητα και η συνέπεια στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής, καθώς και το κύρος της Ελλάδας στο διεθνές στερέωμα, έχουν φέρει θεαματικά αποτελέσματα από το 2019 έως και σήμερα, εν μέσω ιστορικών ανατροπών, όπως η πανδημία του κορωνοϊού, η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η ενεργειακή κρίση, η ακρίβεια και οι φυσικές καταστροφές.
Ο Μητσοτάκης, παρά τις γκρίνιες και την απογοήτευση σημαντικής μερίδας του εκλογικού σώματος που ψήφισε πέρυσι τη Νέα Δημοκρατία, έχει βάλει την οικονομία και τη χώρα στις σωστές ράγες. Μέχρι του χρόνου το καλοκαίρι πρέπει να έχει ολοκληρώσει το σύνολο των μεταρρυθμίσεων που έχει ανάγκη η χώρα, ενώ, έως το τέλος του 2027, πρέπει να έχει ολοκληρωθεί η συντριπτική πλειονότητα των βασικών έργων υποδομής που βρίσκονται σε εξέλιξη. Αν συμβούν όλα αυτά, τότε στο τέλος της δεκαετίας θα μπορούμε να μιλάμε για μια άλλη Ελλάδα.