Κλείνει, σιγά-σιγά, το πανθομολογούμενο κενό στην περιοχή της Αντιπολίτευσης απέναντι σε μια πολιτικά πανίσχυρη και παραγωγική (σε ένα βαθμό) κυβέρνηση.
Στις δυνάμεις που κατεβαίνουν στο δρόμο για να αμφισβητήσουν τον Μητσοτάκη και την πολιτική ηγεμονία του ήρθε να προστεθεί ένας φίλος από τα παλιά: η εγχώρια τρομοκρατία σε μια νέα βασική έκδοση, αλλά με την ίδια σφοδρότητα και το ίδιο μένος κατά της κυβέρνησης και των κρατικών αξιωματούχων που διαχειρίζονται τη νόμιμη κρατική βία, όπως οι παλιότερες εκδοχές της.
ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΥΦΑΝΤΗ
Βλέπετε, το αφήγημα των τυπάκων αυτών, που φαντασιώνονται λαϊκές εξεγέρσεις και ανατροπές συστημάτων με βόμβες και καλάσνικοφ, παραμένει το ίδιο στην πορεία των ετών, ίσως ως απόδειξη πως τίποτε στην ουσία δεν έχει αλλάξει από την πρώτη διδάξασα «17 Νοέμβρη», βασικά στελέχη της οποίας παραμένουν ασύλληπτα, σύμφωνα με τον αστικό μύθο: οι κακοί μπάτσοι που φυλάνε τα κακά αφεντικά για να μπορούν να εκμεταλλεύονται τους καλούς εργάτες. Τελεία, παράγραφος.
Για ένα τμήμα των πολιτικών αναλυτών η εξέλιξη δεν περιέχει καμία έκπληξη, ήταν απλώς θέμα χρόνου η επανεμφάνιση του φαινομένου με την ίδια με πριν ή λίγο διαφορετική ένταση, η διαφοροποίηση αυτή έχει σχέση και με τις άμυνες της κρατικής εξουσίας και την έκταση τους.
Αυτοί οι αναλυτές (δεν είναι όλοι στο σοσιαλμιντιακό προσκήνιο) περιγράφουν, με έντονα χρώματα είναι αλήθεια, ένα μελλοντικό τοπίο γεμάτο μπαρούτι και απύθμενο δήθεν ταξικό μίσος απέναντι στην κοινοβουλευτική δημοκρατία, χωρίς σε καμία περίπτωση να αποσυνδέουν τις παλιές τρομοκρατικές οργανώσεις (που δήθεν εξουδετερώθηκαν) από τα νέα φυντάνια. Αντίθετα, εκτιμούν πως υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις ότι οι εμπνευστές και της νέας τρομοκρατικής έξαρσης είναι εξαιρετικά πιθανό να ανήκουν στους πρώτους διδάξαντες από τη δεκαετία του 70, οι οποίοι μετά την εποχή της ομάδας Κουφοντίνα παραμένουν φιλήσυχοι πολίτες με κοινωνικά, πολιτισμικά, πολιτικά και αθλητικά ενδιαφέροντα, σε μια εν υπνώσει κατάσταση και με μερικές γιάφκες ακόμη ανεξερεύνητες.
Οι ίδιοι αναλυτές συνδέουν την σημερινή έξαρση του φαινομένου με την πρωτοφανή αδυναμία της αριστερής ή αριστερίζουσας αντιπολίτευσης να προσφέρει εναλλακτική στον λαό απέναντι στην «φασιστική δεξιά του Μητσοτάκη». Η κατάρρευση του μορφώματος του ΣΥΡΙΖΑ, στο οποίο είχαν επενδυθεί φρούδες ελπίδες, έχει παίξει ένα σημαντικό ρόλο στην απενεργοποίηση αυτών των ομάδων. Το τεράστιο κενό που προκύπτει από την εξαέρωση της αριστερούτσικης παραμυθίας των Τσιπραίων και αποτυπώνεται σε δημοσκοπικές διαφορές χαώδεις μεταξύ ντου Μητσοτάκη και των «αντιπάλων του» χρειάζεται να καλυφθεί, ειδικά από την ώρα που ο Ανδρουλάκης είναι μια χαμένη υπόθεση και οι «11» της Νέας Αριστεράς απλώς γραφικοί. Ο Κουτσούμπας και η παρέα του παραμένουν από τη δεκαετία του 70 «πουλημένοι» για τις ένοπλες επαναστατικές ομάδες, οπότε δεν υπάρχει χώρος για να ασκήσουν εξουσία στον αντιπολιτευτικό χώρο, όπως οι εραστές των καλάσνικοφ τον αντιλαμβάνονται.
Σε αυτό το παιχνιδάκι, που ξεκίνησε και πάλι να απασχολεί θεσμικά τις διωκτικές αρχές και πολιτικά την κυβέρνηση, μια αδιόρατη κλωστή φαίνεται να συνδέει την προϊούσα αποσύνθεση του ΣΥΡΙΖΑ με την επανεμφάνιση της εγχώριας τρομοκρατίας σε ένα αλισβερίσι που δεν προκύπτει κατ΄ανάγκη από συνειδητή επιλογή της Κουμουνδούρου (κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί κάτι ανάλογο), αλλά επικοινωνιακά τεκμαίρεται, συνδέεται ευθέως και προκαλεί συνειρμούς για υπόγειες διαδρομές μεταξύ της «λογικής της βόμβας» από τη μία και της ακραίας απογοήτευσης που ακολούθησε την παταγώδη αποκαθήλωση του ΣΥΡΙΖΑ και της «ελληνικής αριστεράς» από την άλλη.
Άλλωστε είναι δεδομένη η «αδυναμία» με την οποία στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ περιέβαλαν και στήριξαν άπασες τις προηγούμενες τρομοκρατικές οργανώσεις (με πρώτη την κορυφαία 17 Νοέμβρη), αλλά και την φιλοσοφία στην οποία οι κατά συρροή δολοφόνοι είχαν επενδύσει για να διασφαλίσουν την απαραίτητη λαϊκή αποδοχή.
Σήμερα, ο ΣΥΡΙΖΑ ( και στις δύο εκδοχές του) καλείται να αποφασίσει (και πάλι) πως θα τοποθετηθεί απέναντι στην νέο-τρομοκρατία, με την στάση του να μην είναι ακόμη ξεκάθαρη, χωρίς όμως να ταυτίζεται με παλιότερες εκδόσεις, που είχαν προξενήσει τεράστιες απορίες, ίσως και αγανάκτηση στην κοινωνία των πολιτών.
Δεν είναι καθόλου απίθανο η ζωτική ανάγκη να βρεθεί πάση θυσία ένα αφήγημα απέναντι στον Μητσοτάκη που να μπορεί να συσπειρώσει ευρύτερες μάζες, ακόμη και ως θυμική αντίδραση, να προκαλέσει στην Κουμουνδούρου δεύτερες και τρίτες σκέψεις και να θολώσει την αναγκαία υπέρ της δημοκρατίας αντίδραση της ή να την υπονομεύσει σοβαρά.
Μια ανάλογη εκδοχή, καθόλου απίθανη μέσα στην δημοσκοπική απελπισία που έχει καταλάβει την νέο-κομμουνιστική αριστερά, θα είναι το πραγματικό πολιτικό τέλος όλων αυτών των τυπάκων που ταλαιπώρησαν τη χώρα και την κοινωνία με τις εμμονές τους και τις ιδεοληψίες τους. Εξέλιξη ευκταία εκλογικά για την κυβέρνηση, αλλά αρνητική για την δημοκρατία, επειδή θα αφήσει πολύ χώρο για εκμετάλλευση από ψυχοπαθείς της επαναστατικής τρομοκρατίας.