Ήταν αναμενόμενο για τους παροικούντες την νεοσταλινική Ιερουσαλήμ: Μόλις η κυβέρνηση αποφάσιζε σοβαρά να ανοίξει την μεταρρυθμιστική ατζέντα και να ασχοληθεί με τις χρόνιες παθογένειες της ελληνικής δημόσιας λειτουργίας όλο το συνοθύλευμα των δήθεν προοδευτικάριων και λοιπών αριστερών παραμυθατζήδων θα κατέρρεε ως χάρτινος πύργος, εξαιτίας μιας δομικής έλλειψης στην επαφή τους με την σημερινή πραγματικότητα. Όπερ και συνέβη!
ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΥΦΑΝΤΗ
Το νομοσχέδιο για την ίδρυση Μη Κρατικών-Μη Κερδοσκοπικών ( λογικά θα ακολουθήσουν κάποια στιγμή στο μέλλον και τα κερδοσκοπικά, είναι παρανοϊκό να σκέφτεται κανείς πως μπορεί να τα εμποδίσει, όταν ήδη υπάρχουν τα κολλέγια) συμπυκνώνει, πέρα από μια δομική αλλαγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, το θεαματικό τέλος του κύκλου των αριστερών ιδεοληψιών της μεταπολίτευσης και την κατάργηση της τελευταίας «σοβιετίας» του πλανήτη.
Είναι καταπληκτικό να αναγνωρίσει κανείς πως αυτό το τέλος έρχεται να γραφτεί στο έδαφος του ιστορικά προνομιακού, σε βαθμό αποκλειστικότητας, χώρου ( Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα) όπου αναπτύχθηκε και κυριάρχησε διαχρονικά ο αριστερός φονταμενταλισμός, μέσω του οποίου η σταλινική αριστερά επαναβεβαίωνε την ιδεολογική μονοκρατορία της σε μια δογματικά μονόδρομη κατεύθυνση και αναπαράγονταν στελεχιακά όλα αυτά τα χρόνια.
Μην τρελαίνεστε! Το νομοσχέδιο που «οι δυο Κυριάκοι» εμπνεύστηκαν, σχεδίασαν και παρουσίασαν στο υπουργικό συμβούλιο δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένας τέλειος πολιορκητικός κριός για να μπει η ταφόπλακα στην αριστερή παραδοξολογία και στην παλαιοκομμουνιστική παραμυθία και να επιτρέψει στη χώρα να αναπνεύσει ιδεολογικά, άρα να εξελιχθεί πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά και να κερδίσει επιπλέον πόντους στο διεθνές παιχνίδι στη σημερινή συγκυρία.
Ότι για να πάρει σάρκα και οστά η εξέλιξη αυτή και να διευκολυνθεί η απαραίτητη κίνηση προς τα εμπρός της κοινωνίας στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης αποκλειστική προϋπόθεση ήταν ( και παραμένει) η συντριβή της αριστερής κομματικής και πανεπιστημιακής νομενκλατούρας και η ακύρωση των δογματικών προσηλώσεων σε θεωρίες του 19ου αιώνα έχει άμεση σχέση και με την είσοδο της φιλελεύθερης ιδεολογίας στο παιχνίδι εξουσίας εντός της ελληνικής κοινωνίας με όρους πρωταγωνιστικούς, «οι δυο Κυριάκοι» αυτό ακριβώς οργάνωσαν και σχεδίασαν με το υπό ψήφιση νομοσχέδιο και μάλιστα «στην έδρα των αριστερών μονομανιών», στα ελληνικά ΑΕΙ.
Οι αντιδράσεις των θιγόμενων, επαγγελματιών άεργων της κομμουνιστικής ορθοδοξίας και των διάφορων παραφυάδων της άμεσες και ενδεικτικές: Κουτσουμπαίοι, Kasselistes και Χαρίτσηδες «με μια φωνή και μια ορμή» σήκωσαν τα λάβαρα του αριστερού κρατισμού, πήραν παραμάσχαλα τις δοξασίες της 3ης Διεθνούς και της νεοσταλινικής εκδοχής της, ανέμισαν τις ιδεοληψίες των ιδιωτικών κερδών σε βάρος των νοικοκυριών και των λαϊκών στρωμάτων και έμπλεοι επαναστατικής οργής προειδοποίησαν την κυβέρνηση με κινητοποιήσεις «για να μην περάσει το ξεπούλημα της κρατικής εκπαίδευσης». Άξια η κομμουνιστολατρεία που τους δέρνει, θα κριθεί στο πεδίο και πάντως όχι εντός των ΑΕΙ.
Το ενδιαφέρον (ακόμη και σε κυβερνητικούς κύκλους) στρέφεται στο ΠΑΣΟΚ ( το ΚΙΝΑΛ είναι ο φερετζές) και στην θέση με την οποία θα επιλέξει να έρθει στη Βουλή στην ψήφιση του νομοσχεδίου.
Οι αρχικές, προ καιρού, ευνοϊκές εκτιμήσεις κυβερνητικών παραγόντων για μια στροφή του κ. Ανδρουλάκη στον ρεαλισμό, μετά τα χρόνια της συμπόρευσης με την δογματική αριστερή ορθοδοξία, δεν δείχνουν, σε μια πρώτη ανάγνωση, να ευοδώνονται.
Τα στελέχη της Χαριλάου Τρικούπη που ανέλαβαν να επικοινωνήσουν τις πρώτες αντιδράσεις του κόμματος ήταν μάλλον εντελώς αποσυντονισμένα, απέπνεαν μια σύγχυση θέσεων και απόψεων, προτίμησαν το ασφαλές «και τούτο ποιείν και εκείνο μη αφιέναι», εμφανίστηκαν όμως σε μεγάλη απόσταση από τις κυβερνητικές προσδοκίες και σε κάθε περίπτωση εξαιρετικά προσεκτικοί και ολίγον περισσότερο «αριστερούληδες» από το αναμενόμενο.
Το τρίτο και εν δυνάμει δεύτερο κόμμα του κοινοβουλίου είναι σαφές πως δεν έχει καταλήξει τι θα πράξει, οι εκτιμήσεις ομιλούν για μια πολύ δύσκολη εξίσωση με βάση όλες τις παραμέτρους που πρέπει να προσεχτούν. Κάθε απόφαση θα έχει κόστος, μένει να μετρηθεί προς τα που θα είναι το μεγαλύτερο, αλλά, σε τελευταία ανάλυση, οι «ειδικοί» της ΠΑΣΟΚομετρίας καταλήγουν στο συμπέρασμα « θα μετρήσει αποφασιστικά η αντιδεξιά και αντιμητσοτακική ψυχή της παράταξης και το αριστερό ακροατήριο και το κόμμα θα παραμείνει στα παραδοσιακά όχι».
Πως θα δικαιολογήσει ο κ. Ανδρουλάκης μια τέτοια αρνητική στάση; Λογικά θα επενδύσει στις φαντασιώσεις περί « του αναγκαίου εξαντλητικού διαλόγου που δεν έγινε με ευθύνη της κυβέρνησης, της συνεννόησης των κομμάτων για ένα τόσο κομβικό θέμα, της υπεράσπισης των λαϊκών στρωμάτων» κ.λ.π., αρνούμενος να μπει στην ουσία της αντίρρησης του, που είναι η άρνηση του να επικυρώσει με την θετική του ψήφο το ιδεολογικό τέλος της μεταπολιτευτικής περιόδου με ένα νομοσχέδιο για ένα χώρο στον οποίο το κόμμα του, στην κλασσική περίοδο της εξουσίας του, πλιατσικολόγησε ασύστολα.
Θα έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον η συζήτηση στη Βουλή για αυτή την «ιστορική μεταρρύθμιση», όπως ο πρωθυπουργός Κυριάκος την αποκάλεσε και θα φανεί αν η κυβέρνηση όντως « έχει να λύσει ένα Γόρδιο Δεσμό και θα τον λύσει» όπως ο υπουργός Κυριάκος υποστήριξε.
Με το νέο έτος όλα αυτά!