Η νέα κυβέρνηση θα είναι η πρώτη μετά το 2010 η οποία μετά από 13 ολόκληρα χρόνια δεν θα δεσμεύεται από μνημονιακές ή μεταμνημονιακές υποχρεώσεις. Ωστόσο το νέο οικονομικό επιτελείο θα πρέπει να αντιμετωπίσει μία σειρά από ανοιχτά μέτωπα όπως η διαπραγμάτευση για το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας, το υψηλό δημόσιο και ιδιωτικό χρέος, η ακρίβεια και οι επιπτώσεις στα εισοδήματα των νοικοκυριών, η υλοποίηση του σχεδίου Ανάκαμψης αλλά και η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, ζητήματα τα οποία δεν αφήνουν περιθώρια για περίοδο χάριτος.
1. Νέοι Δημοσιονομικοί Κανόνες
Η διαπραγμάτευση για τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες, με τις βόρειες χώρες να επιμένουν σε αυστηρή γραμμή λιτότητας και τις νότιες να ζητούν δημοσιονομική ελευθερία.
Η Kομισιόν έθεσε όριο στις δαπάνες στο 2,6% και καθώς οι ελληνικές καθαρές πρωτογενείς δαπάνες ανέρχονται σε περίπου 100 δισ. ευρώ το 2023, η αύξησή τους αποτιμάται σε περίπου 2,5-2,6 δισ. ευρώ, κάτι που περιορίζει αντικειμενικά τις κινήσεις της νέας κυβέρνησης. Ήδη ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας Κρίστιαν Λίντνερ προειδοποίησε ότι τα κράτη μέλη της ΕΕ αποτυγχάνουν να γεφυρώσουν τις διαφορές τους σχετικά με τη μεταρρύθμιση των δημοσιονομικών κανόνων της Κομισιόν, γεγονός που μειώνει τις ελπίδες για επίτευξη συμφωνίας έως το τέλος του έτους.
Παράλληλα σύσφιξη της δημοσιονομικής πολιτικής στο νέο Σύμφωνο Σταθερότητας αξιώνουν οι υπουργοί Οικονομικών 11 χωρών της ΕΕ, με επικεφαλής τη Γερμανία, σε κοινή τους επιστολή που δημοσιεύεται σε αρκετές ευρωπαϊκές εφημερίδες. Στην παρέμβασή τους, οι υπουργοί Οικονομικών της Γερμανίας, της Τσεχίας, της Αυστρίας, της Βουλγαρίας, της Δανίας, της Κροατίας, της Σλοβενίας, της Λιθουανίας, της Λετονίας, της Εσθονίας και του Λουξεμβούργου, τονίζουν -ενόψει της μεταρρύθμισης του Συμφώνου Σταθερότητας- ότι η ΕΕ δεν μπορεί «να επιτρέψει στα επίπεδα του χρέους να αυξάνονται από κρίση σε κρίση».
Το αίτημα των 11 χωρών είναι να εισαχθούν «ποσοτικά κριτήρια που θα ισχύουν σε όλα τα κράτη μέλη» και προειδοποιούν ότι «δεν μπορούμε καν να καταλήξουμε σε καταστάσεις στις οποίες μελλοντικές προκλήσεις θα χρησιμοποιούνται για την καθυστέρηση ή την αναβολή των δημοσιονομικών προσαρμογών, που είναι απαραίτητες».
2. Ακρίβεια
Με τις τιμές των τροφίμων να μην υποχωρούν και τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις να συνεχίσουν να υφίστανται τις επιπτώσεις από τις συνεχείς αυξήσεις των επιτοκίων, το νέο οικονομικό επιτελείο θα πρέπει να ενισχύσει τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς.
Ωστόσο δεν θα έχει πολλά περιθώρια ελευθερίας αφού η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποθαρρύνει τις κυβερνήσεις να υιοθετούν μέτρα στήριξης, ειδικά οριζόντιου χαρακτήρα ενώ και τα δημοσιονομικά περιθώρια θα είναι περιορισμένα λόγω της υποχρέωσης για παραγωγή υψηλότερων πλεονασμάτων. Οι ανατιμήσεις σε αρκετά βασικά προϊόντα συνεχίζονται και είναι υψηλότερες συγκριτικά με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, με τους Έλληνες να πρέπει να πληρώσουν ακριβότερα για να βάλουν στο τραπέζι τους μοσχάρι, χοιρινό, βούτυρο, σπορέλαια, καφέ κ.λπ.
3. Ταμείο Ανάκαμψης
H νέα ηγεσία του Υπουργείου Οικονομικών θα πρέπει να κινηθεί σε πολύ σφιχτές προθεσμίες για την υλοποίηση των νέων οροσήμων, την κατάθεση του αναθεωρημένου πλάνου για το Ταμείο Ανάκαμψης και το συνδεόμενο με αυτό σχέδιο χρηματοδοτήσεων RepowerEU.
Ταυτόχρονα θα πρέπει να γίνουν προσαρμογές ανάλογα με την πορεία των οροσήμων, αλλά και σε σχέση με το πώς επηρεάστηκε ο προϋπολογισμός από την εξέλιξη των τιμών, όπως για παράδειγμα σε έργα υποδομών. Μέσα στις προτεραιότητες θα είναι και ο έλεγχος για την υλοποίηση των οροσήμων και των στόχων, από την εκπλήρωση των οποίων εξαρτάται και η καταβολή των δόσεων προς την Ελλάδα.
4. Αντιμετώπιση υψηλού δημόσιου και ιδιωτικού χρέους
Το ιδιωτικό χρέος εξακολουθεί να αυξάνεται έχοντας ξεπεράσει το 260 δισ. ευρώ, από οφειλές προς εφορία, ασφαλιστικά ταμεία και τράπεζες.
Παράλληλα το ακαθάριστο δημόσιο χρέος το οποίο διαφέρει από το Χρέος Γενικής Κυβέρνησης σκαρφάλωσε στα 403,44 δισ. ευρώ, από 400,28 δισ. ευρώ, που ήταν στο τέλος Δεκεμβρίου 2022 και από 388,34 δισ. ευρώ, που ήταν στο τέλος του 2021.
Σημειώνεται ότι ο στόχος του υπουργείου Οικονομικών που τέθηκε τον περασμένο Νοέμβριο, προέβλεπε ότι το συνολικό ακαθάριστο χρέος της χώρας, θα φτάσει στο τέλος του 2023 στο ποσό των 395,03 δισ. ευρώ, αλλά ήδη από τον Απρίλιο βρίσκεται κατά 8 δισ. ευρώ, υψηλότερα και προφανώς θα εξακολουθήσει να αυξάνεται στους επόμενους μήνες του έτους.
Το χρέος της γενικής κυβέρνησης διαμορφώθηκε στο 91,% του ΑΕΠ στην ζώνη του ευρώ στο τέλος του τέταρτου τριμήνου του 2022, σύμφωνα με την Eurostat, καταγράφοντας πτώση από το 93% που ήταν στο τέλος του τρίτου τριμήνου.
5. Νέος Προϋπολογισμός – Αλλαγές στη φορολογία
Το προσχέδιο του προϋπολογισμού θα αρχίσει να συντάσσεται μέσα στον Αύγουστο, ενώ στον νέο προϋπολογισμό θα ενταχθούν νέα μέτρα καθαρού δημοσιονομικού κόστους 720 εκατ. ευρώ, μεταξύ των οποίων αλλαγές στην φορολογία.
Τα μέτρα θα αφορούν, εκτός από το νέο μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων (κόστος 500 εκατ. ευρώ)
την αύξηση του αφορολόγητου κατά 1.000 ευρώ για οικογένειες με παιδιά (κόστος 77 εκατ. ευρώ ετησίως),
την αύξηση κατά 8% του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος (κόστος 49 εκατ. ευρώ ετησίως),
την αύξηση του επιδόματος μητρότητας στους ελεύθερους επαγγελματίες και αγρότες (με κόστος 40 εκατ. ευρώ ετησίως),
τη μονιμοποίηση της απαλλαγής των πρώην δικαιούχων ΕΚΑΣ από τη συμμετοχή τους στη φαρμακευτική δαπάνη (με κόστος 38 εκατ. ευρώ ετησίως),
το youth pass για τους νέους που ενηλικιώνονται (με κόστος 30 εκατ. ευρώ ετησίως) και
τη μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 10% για σπίτια που ασφαλίζονται για φυσικές καταστροφές (με κόστος περί τα 40 εκατ. ευρώ ετησίως).
6. Επενδυτική Βαθμίδα
Ένα σκαλοπάτι πριν από την επενδυτική βαθμίδα από 3 οίκους, Fitch, DBRS και Standard and Poors, βρίσκεται η ελληνική οικονομία, δεκατρία χρόνια αφότου τα προγράμματα διάσωσης και τα μέτρα λιτότητας έστειλαν τη χώρα κοντά στη χρεοκοπία και την έξοδο από την ευρωζώνη.
Οι επενδυτές, ποντάρουν σ΄ ένα σταθερό κυβερνητικό σχήμα, το οποίο θα εξασφαλίζει την πολιτική σταθερότητα και τη μεταρρυθμιστική συνέχεια, παράγοντες οι οποίοι θα οδηγήσουν σύντομα στην ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας.
Σύμφωνα με αναλυτές, με δεδομένο ότι δεν υπάρχει προγραμματισμένη κάποια άλλη αξιολόγηση μέσα στο καλοκαίρι από έναν από τους big 4, τα βλέμματα για ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας στρέφονται στην 8η Σεπτεμβρίου και στην 20η Οκτωβρίου που θεωρούνται ως οι πλέον πιθανές ημερομηνίες αναβάθμισης.
Ωστόσο, δεν αποκλείεται και το ενδεχόμενο να υπάρξει κάποια έκτακτη αξιολόγηση μέσα στον Ιούλιο που θα αποτιμήσει τη νέα κατάσταση, μετά τις εκλογές και δυνητικά μπορεί να ανάψει το πράσινο φως για την πολυπόθητη επενδυτική βαθμίδα.
Ένα ακόμη σενάριο των τελευταίων ημερών είναι ότι γερμανικός οίκος Scope, εφόσον λάβει την απαραίτητη έγκριση της ΕΚΤ να καταστεί ο πρώτος που θα δώσει την επενδυτική βαθμίδα στην Ελλάδα.